Δικηγόροι Ηρακλείου: Το κράτος δικαίου και η δίκαιη δίκη απειλούνται από τις νέες ρυθμίσεις στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 

Επιστολή προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λ. Αυγενάκη, τον υφυπουργό Ανάπτυξης, Μ. Σενετάκη και τους βουλευτές Ηρακλείου Κ. Κεφαλογιάννη, Χ. Μαμουλάκη, Ελ. Βατσινά, Φρ. Παρασύρη και Μ. Συντυχάκη απέστειλε ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου, για το νομοσχέδιο με τίτλο: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας».

Στην επιστολή τους οι δικηγόροι εκφράζουν την αντίθεσή τους στις επιχειρούμενες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καταγγέλλοντας ότι η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία και η επιχειρούμενη τροποποίηση των βασικών αυτών νομοθετημάτων της ελληνικής έννομης τάξης είναι η έβδομη κατά σειρά, σε ένα χρονικό διάστημα μικρότερο των 5 ετών. “Η μεταρρυθμιστική αυτή συχνότητα, ως είναι ευχερώς διαγνώσιμο, έχει δημιουργήσει ήδη ζητήματα ασφάλειας δικαίου και μεταβατικότητας. Κατά συνέπεια, η όποια περαιτέρω νομοθετική παρέμβαση θα ανέμενε κανείς να είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς επιστημονικής διεργασίας και διαλόγου μεταξύ των συναρμόδιων φορέων, κάτι το οποίο δεν επελέγη ως μέθοδος νομοθέτησης”, αναφέρεται στην επιστολή.

“Η υπεύθυνη και με συγκεκριμένες προτάσεις τοποθέτηση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, του συνόλου της επιστημονικής κοινότητας καθώς και των λοιπών κοινωνικών και επαγγελματικών φορέων δεν αξιολογήθηκε στον βαθμό που θα έπρεπε, κατά την δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε. Αναπόφευκτα λοιπόν, οι προωθούμενες ρυθμίσεις, ακόμα και εάν η επικαλούμενη νομοθετική στόχευση είναι ορθή, κινούνται σε αντίρροπη κατεύθυνση και δεν δύναται εξ αντικειμένου να εξυπηρετήσουν τον σκοπό για τον οποίο θεσπίζονται”, τονίζουν οι δικηγόροι οι ζητούν από τον υπουργό, τον υφυπουργό και τους βουλευτές του Ηρακλείου την έγκαιρη παρέμβασή τους για την αποφυγή των επιπτώσεων της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας. 

Αναλυτικά, η επιστολή του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου:

Όπως γνωρίζετε η Κυβέρνηση εισάγει προς ψήφιση μία δέσμη ρυθμίσεων οι οποίες επιφέρουν δομικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία και η επιχειρούμενη τροποποίηση των βασικών αυτών νομοθετημάτων της ελληνικής έννομης τάξης είναι η έβδομη κατά σειρά, σε ένα χρονικό διάστημα μικρότερο των 5 ετών. Η μεταρρυθμιστική αυτή συχνότητα, ως είναι ευχερώς διαγνώσιμο, έχει δημιουργήσει ήδη ζητήματα ασφάλειας δικαίου και μεταβατικότητας. Κατά συνέπεια, η όποια περαιτέρω νομοθετική παρέμβαση θα ανέμενε κανείς να είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς επιστημονικής διεργασίας και διαλόγου μεταξύ των συναρμόδιων φορέων, κάτι το οποίο δεν επελέγη ως μέθοδος νομοθέτησης. 

Η υπεύθυνη και με συγκεκριμένες προτάσεις τοποθέτηση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, του συνόλου της επιστημονικής κοινότητας καθώς και των λοιπών κοινωνικών και επαγγελματικών φορέων δεν αξιολογήθηκε στον βαθμό που θα έπρεπε, κατά την δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε. Αναπόφευκτα λοιπόν, οι προωθούμενες ρυθμίσεις, ακόμα και εάν η επικαλούμενη νομοθετική στόχευση είναι ορθή, κινούνται σε αντίρροπη κατεύθυνση και δεν δύναται εξ αντικειμένου να εξυπηρετήσουν τον σκοπό για τον οποίο θεσπίζονται. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι:

 Ι) Οι προς ψήφιση διατάξεις που αφορούν τον Ποινικό Κώδικα:

(α) Αυστηροποιούν  το πλαίσιο των ποινών με ένα τρόπο που δεν συμβαδίζει με την φιλελεύθερη  ευρωπαϊκή έννομη τάξη. 

(β) Η αναστολή της ποινής είναι πλέον η εξαίρεση που χορηγείται σε πλημμεληματικές ποινές μέχρι ενός έτους και με την προϋπόθεση ότι ο δράστης δεν έχει προηγούμενες καταδίκες που υπερβαίνουν τους δώδεκα μήνες, ενώ πλημμεληματικές ποινές μέχρι δύο έτη θα μετατρέπονται σε χρηματικές και θα εκτελούνται σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας με κοινωφελή εργασία. Ποινές που υπερβαίνουν τα δύο έτη θα οδηγούν στον εγκλεισμό του δράστη στη φυλακή για διάστημα από ένα έως και έξι μήνες κατά περίπτωση. Οι ανήλικοι παραβάτες θα αντιμετωπίζουν το ποινικό σύστημα και τις συνέπειές του από την ηλικία των 10 ετών αντί των 12 που ίσχυε μέχρι σήμερα, κατά τρόπο αντίθετο με κάθε την σύγχρονη έννοια παιδαγωγικής και θεραπευτική προσέγγισης της νεανικής παραβατικότητας.      

   (γ) Ενισχύουν και επιταχύνουν τον υπερκορεσμό του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος, αφού με τις προωθούμενες ρυθμίσεις ακόμη και ήπιας έντασης πλημμεληματικές παραβάσεις θα οδηγούν, όπως προαναφέρθηκε, σε εγκλεισμό ακόμα και μη επικίνδυνους παραβάτες, την ίδια μάλιστα στιγμή που αυξάνουν τον πραγματικό χρόνο έκτισης των ποινών και την παραμονή των καταδίκων στο σωφρονιστικό σύστημα, χωρίς να αξιολογούνται οι πραγματικές δυνατότητές του. Το εγχώριο σωφρονιστικό σύστημα είναι, αναμφίλεκτα, ήδη κορεσμένο, με ελλείπεις και υποστελεχωμένες δομές και απαρχαιωμένες υποδομές, οι οποίες  δεν πληρούν τις στοιχειώδεις συνθήκες ανθρώπινης διαβίωσης και αποτελούν μόνιμη αιτία καταδίκης της Χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. 

ΙΙ) Οι προς ψήφιση διατάξεις που αφορούν τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας: 

(α) Προκαλούν μετά βεβαιότητας συμφόρηση στα ποινικά ακροατήρια, αφού οι σχετικές ρυθμίζεις περιορίζουν τα «φίλτρα» της προδικασίας, καθιστώντας την απευθείας παραπομπή κανόνα. Εξ αυτού του λόγου αναμένεται η ραγδαία αύξηση των εκδικαζόμενων στο ακροατήριο υποθέσεων και ως εκ τούτου η επικαλούμενη επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας θα αποτελέσει στην ουσία επιτάχυνση της παραπομπής στο ακροατήριο, με συνακόλουθη επιβράδυνση της εκδίκασης και περαίωσης των ποινικών υποθέσεων. Εν ολίγοις θα επιφέρουν τα ακριβώς αντίθετα, από τα σκοπούμενα, αποτελέσματα.

 Παράλληλα συσσωρεύεται η εκδίκαση του συνόλου σχεδόν των πλημμεληματικών παραβάσεων στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο, παραγνωρίζοντας την δυναμική των ποινικών υποθέσεων, οι οποίες απαιτούν σε πολλές περιπτώσεις πολυμελείς συνθέσεις που παρέχουν μεγαλύτερης έκτασης εγγυήσεις ευθυκρισίας και ταχύτερη εκδίκαση υποθέσεων ανά δικάσιμο, αφού το δικαστικό έργο επιμερίζεται σε όλα τα μέλη της σύνθεσης και όχι σε ένα δικαστή, τα σύνθετα ουσιαστικά και νομικά ζητήματα αντιμετωπίζονται ευκολότερα και ταχύτερα στις συσκέψεις, η ποινική δικαιοσύνη απονέμεται πληρέστερα και αποτελεσματικότερα. Η συμπίεση της ποινικής ύλης σε δικαστήρια μονομελούς σύνθεσης θα οδηγήσει μετά βεβαιότητας στην υποβάθμιση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων, στην αύξηση των ουσιαστικών ή νομικών σφαλμάτων και στην δημιουργία κλίματος ανασφάλειας δικαίου.

(β) Εγείρουν σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας, ειδικά οι ρυθμίσεις που περιορίζουν την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και Εφετείων καθώς και την  ουσιαστική δικαιοδοτική συμβολή και των ενόρκων στα ποινικά δικαστήρια μικτής σύνθεσης, περιορίζοντάς τον ρόλο τους στην κατάφαση ή μη της ενοχής και στο ύψος της βασικής ποινής.

(γ) Παραβιάζουν την αρχή της δίκαιης δίκης καθώς είναι προδήλως αντίθετη στην ΕΣΔΑ η ουσιαστική κατάργηση των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι στην περίπτωση του Τριμελούς Εφετείου, το οποίο θα κρίνει με άλλη σύνθεση τις εφέσεις των αποφάσεων του αυτού δικαστηρίου (παραβίαση δηλαδή τόσο του αριθμητικού όσο και του ποιοτικού κριτηρίου που πρέπει να πληροί ένα δευτεροβάθμιο δικαστήριο).

(δ) Επιφέρουν ανεπίτρεπτους δογματικούς τριγμούς στον φιλελεύθερο χαρακτήρα της ποινικής δίκης που διαπνέεται από τις αρχές της αμεσότητας και της προφορικότητας, οι διατάξεις που επιχειρούν να περιστείλουν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και να επιβάλλουν οι προανακριτικές καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων να αναγιγνώσκονται από το Δικαστήριο, παρά την αντίθεση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του καθώς και οι διατάξεις εκείνες που μετατρέπουν σε διαπιστωτική την κατ’ έφεση δίκη, στην οποία δεν θα κλητεύονται μάρτυρες εμποδίζοντας ουσιαστικά την εκ νέου εξέταση επί της ουσίας της υπόθεσης. Οι διατάξεις αυτές, ευθέως αντίθετες στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ απειλούν να ναρκοθετήσουν την έννοια της δίκαιης δίκης.

(ε) Περιστέλλουν θεμελιώδη υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου αφού με την εισαγόμενη διάταξη του άρθρου 349 Κ.Π.Δ καταργούν το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή συνηγόρου, το οποίο είναι κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα. Οι ποινικές δίκες θα μπορούν να αναβάλλονται αναρίθμητες φορές λόγω παρέλευσης του ωραρίου του δικαστικού γραμματέα, αλλά μόνο μία φορά στο πρόσωπο οποιουδήποτε διαδίκου ή του συνηγόρου του, παραγνωρίζοντας την σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, τις πολλαπλές υποχρεώσεις ενός συνηγόρου καθώς και του δικαιώματος ενός διαδίκου να τον εκπροσωπήσει συνήγορος της επιλογής του. Ταυτόχρονα ισοδυναμεί με περιστολή υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου τόσο η αύξηση των εκκλητών ορίων στις πρωτόδικες καταδικαστικές αποφάσεις κατά περίπτωση, όσο και η επιβολή βαρύτατων δικαστικών εξόδων από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης που εκκινούν από 600€ και φτάνουν κατά περίπτωση τα 4.000€, διατάξεις ιδιαίτερα προβληματικές και από συνταγματικής άποψης.   

Όλα τα ανωτέρω ζητήματα, ορισμένα εκ των οποίων συνταγματικής φύσεως, έχει τονίσει εμφατικά και μετ’ επιτάσεως η Συντονιστική Επιτροπή, η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας όσο και το σύνολο του νομικού κόσμου της χώρας, με κάθε πρόσφορο τρόπο, αλλά και σε συναντήσεις με αρμοδίους υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Δικαιοσύνης.  

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου, σε απόλυτη σύμπνοια με τους υπόλοιπους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας εξέφρασε με κάθε τρόπο και κυρίως με πολύμηνη, επώδυνη για τα μέλη του αποχή την έντονη αντίδραση του στις προωθούμενες τροποποιήσεις, αποδεικνύοντας ότι έχει απόλυτη επίγνωση του θεσμικού του ρόλου και της κοινωνικής τους αποστολής. 

Ο αγώνας αυτός δεν αφορά προφανώς συντεχνιακά δικαιώματα. Αφορά την κοινωνία. Αποτελεί έκφραση και αποτύπωση της διαρκούς αγωνίας του νομικού κόσμου για την διατήρηση των αρχών του κράτους δικαίου και της δίκαιης δίκης στον βαθμό που απειλούνται από τις νέες ρυθμίσεις στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.  

Σας καλούμε λοιπόν να πράξετε αυτό που επιβάλουν οι περιστάσεις, επιδιώκοντας με την έγκαιρη παρέμβασή σας την αποφυγή των επιπτώσεων της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας. 

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί