Γειά σου Κρήτη τιμημένη που γιορτάζεις Πασχαλιά!

9 Δεκεμβρίου 1898, το τέλος της Τουρκοκρατίας και τα πανηγύρια του Σουρή!

Το όνειρο πολλών γενεών Κρητών, χιλιάδων ανθρώπων έχυσαν το αίμα τους, γινόταν κατά ένα μέρος πραγματικότητα,  την Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 1898. Εκείνη την ημέρα το νησί ανέπνεε έναν αέρα χωρίς τουλάχιστο να υπάρχει πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων του η τουρκική χατζάρα. Το νησί απελευθερωμένο πλέον από τον τουρκικό ζυγό σχεδόν 230 χρόνων και 4,5 αιώνες ενετοκρατίας που προηγήθηκαν, αποκτούσε αυτόνομο –τύποις- κράτος, ως ένα ενδιάμεσο καθεστώς μέχρι την ένωση με την Ελλάδα, που θα ερχόταν 15 χρόνια αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1913.

Δείτε επίσης: 1 Δεκεμβρίου 1913: Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα μέσα από ένα σπάνιο φιλμ και φωτογραφίες

Το τέλος της Τουρκοκρατίας 229 χρόνων στην Κρήτη- Η ημέρα που αναχώρησε ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης (εικόνες)

Η αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας, τουλάχιστο μέχρι τον Ιούλιο του 1909, όταν αποχώρησαν οι χερσαίες δυνάμεις των επονομαζόμενων Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία, Ιταλία), ήταν περισσότερο σχηματική, παρά ουσιαστική. Τον Τούρκο κατακτητή είχαν αντικαταστήσει οι διεθνείς δυνάμεις, που ουσιαστικά κατείχαν το νησί και εμπόδισαν πολλές φορές την ένωση, νωρίτερα από το χρόνο που τελικά συντελέστηκε.

Λιθογραφία τον 1898, με τίτλο: «Η ανάστασις της Κρήτης». Εικονίζονται από αριστερά: Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Κρήτης Ιωάννης Σφακιανάκης, ο βασιλιάς Γεώργιος Α ', ο τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Β , η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας, η Κρήτη, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Φέλιξ Φωρ, ο βασιλιάς της Ιταλίας Ουμβέρτος και ο λαός της Κρήτης που συντρίβει τις αλυσίδες της τουρκικής σκλαβιάς. (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Λιθογραφία του 1898, με τίτλο: «Η ανάστασις της Κρήτης». Εικονίζονται από αριστερά: Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Κρήτης Ιωάννης Σφακιανάκης, ο βασιλιάς Γεώργιος Α ‘, ο τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Β , η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας, η Κρήτη, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Φέλιξ Φωρ, ο βασιλιάς της Ιταλίας Ουμβέρτος και ο λαός της Κρήτης που συντρίβει τις αλυσίδες της τουρκικής σκλαβιάς. (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η 9η Δεκεμβρίου 1898 θεωρείται η πρώτη μέρα της απελευθέρωσης της Κρήτης. Το γεγονός που σφράγιζε τη νέα περίοδο της κρητικής ιστορίας ήταν η άφιξη του δευτερότοκου γιού του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Α’, Γεωργίου, επίσης, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα Ύπατου Αρμοστή με την απόφαση των Προστάτιδων Δυνάμεων. Φυσικά δεν ήταν οι Δυνάμεις εκείνες που «παραχώρησαν» την ελευθερία στην Κρήτη, αλλά οι ποταμοί αίματος των Κρητών, κυρίως με τις επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Η πυρπόληση των Χανίων, το Φεβρουάριο του 1897 και η σφαγή του Ηρακλείου στις 25 Αυγούστου 1898, σφράγισαν και επιτάχυναν τις εξελίξεις. Οι Κρητικοί, παρότι είχαν αδιαπραγμάτευτο στόχο την ένωση, δέχτηκαν την αυτονομία ως ενδιάμεσο στάδιο, ελπίζοντας ότι δεν θα αργούσε η μέρα που το νησί θα αποτελούσε τμήμα της ελληνικής επικράτειας.

Ένωσις ή θάνατος

Οι Κρήτες επαναστάτες του 19ου αιώνα έδωσαν ποταμούς αίματος όχι μόνο για την απελευθέρωση του νησιού από τον τούρκικο ζυγό, αλλά και για την ένωσή του με την Ελλάδα. Το σύνθημα σ’ όλους τους αγώνες ήταν ένα: ΕΝΩΣΙΣ Η΄ ΘΑΝΑΤΟΣ.

Από το 1821, και σχεδόν ανά κάθε δεκαετία, οι Κρήτες οργάνωναν μεγάλες επαναστάσεις, αλλά πάντα έβρισκαν απέναντι τους, εκτός από τον κατακτητή (Τούρκο ή Αιγύπτιο, στη δεκαετία του 1830), και τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, που είτε με την ουδετερότητα, είτε με την ξεκάθαρη στάση τους, πάντα ενίσχυσαν τη θέση του εχθρού και απέκλειαν την απελευθέρωση και την ένωση. Φυσικά η πιο λαμπρή κι αιματηρή σελίδα γράφτηκε στη μεγάλη επανάσταση του 1866-69. Και πάλι οι μεγάλες δυνάμεις είπαν «όχι» στους Κρήτες… Στην επανάσταση του 1897-98, όταν πλέον οι δυνάμεις δεν μπορούσαν να αποκρούσουν και πάλι το αίτημα της απελευθέρωσης, επέβαλαν έναν συμβιβασμό: απομάκρυνση των Τούρκων, με την εφαρμογή ενός καθεστώτος αυτόνομου πολιτεύματος, αλλά με την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου. Οι σφαγές της 25 Αυγούστου 1898, στο Ηράκλειο, στις οποίες θύματα, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα, ήταν ο υποπρόξενος της Αγγλίας Λυσσίμαχος Καλοκαιρινός και 17 Άγγλοι στρατιωτικοί, ανάγκασαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, με πρωταγωνίστρια την Αγγλία, να εκδιώξουν τις τούρκικες δυνάμεις από την Κρήτη. Έτσι επιταχύνθηκαν οι εξελίξεις για την εγκαθίδρυση της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας.

Οι Κρήτες αποδέχτηκαν την αυτονομία απλώς ως μια περίοδο που θα οδηγούσε άμεσα στην ένωση με την Ελλάδα. Θεωρούσαν την αυτονομία, όπως έγραφαν στα κείμενά τους, τον «αρραβώνα της Κρήτης με την Ελλάδα». Ο αρραβώνας, όμως κράτησε επί 15 ολόκληρα χρόνια. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898, με την άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου, του δευτερότοκου γιου του μονάρχη της Ελλάδας Γεωργίου, που τοποθετήθηκε Ύπατος Αρμοστής εκ μέρους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ξεκίνησε να μετρά ο χρόνος. Η ένωση έγινε επισήμως την 1η Δεκεμβρίου 1913, με την ύψωση της ελληνικής σημαίας στο φρούριο του Φιρκά, από τον τότε μονάρχη Κωνσταντίνο και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.

Με την άφιξη του πρίγκιπα, στις 9 Δεκεμβρίου 1898, η κρητική κυβέρνηση, το Εκτελεστικό, όπως ονομαζόταν, με πρόεδρο το γιατρό Ιωάννη Κ. Σφακιανάκη και μέλη τους Ελ. Βενιζέλο, Νικ. Γιαμαλάκη, Α. Χατζηδάκη, Γ. Μυλωνογιάννη, Εμμ. Ζαχαράκη, παρέδωσε την εξουσία στον αρμοστή. Οι εκδηλώσεις στην Κρήτη ήταν θριαμβευτικές. Οι ταλαιπωρημένοι κάτοικοι του νησιού πανηγύριζαν τη λευτεριά τους κι έλπιζαν ότι σύντομα θα εντάσσονταν στην Ελλάδα.

Προκήρυξη προς τους Κρήτες

Την ημέρα της άφιξής του ο Γεώργιος απηύθυνε στους Κρήτες προκήρυξη, την οποία διάβασε από τον εξώστη του διοικητηρίου, στα Χανιά. Η προκήρυξη ανέφερε:

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι aytonomia-prigkipas-afixi-soyda.jpg

Η άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου, δευτερότοκου γιού του μονάρχη της Ελλάδας, στη Σούδα, στις 9 Δεκεμβρίου 1898, προκειμένου να αναλάβει τη διοίκηση του νησιού, ως ύπατος αρμοστής, εκ μέρους των εγγυητριών δυνάμεων.

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι aytonomia-prigkipas.jpg

Η ανάγνωση του μηνύματος προς τους Κρήτες από τον εξώστη του διοικητηρίου, στα Χανιά

Kρήτες

Αποδεχθείς τον υπό της Ρωσίας, Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας διορισμόν μου ως Yπάτου Αρμοστού της αυτονόμου πατρίδος σας και την επιθυμία σας εκπληρών αναλαμβάνω την Κυβέρνησιν της νήσου.

Βαθείαν έχω την συναίσθησιν των καθηκόντων μου και πλήρη την συνείδησιν των δυσχερειών της αποστολής μου, αλλά πρωτίστως στηρίζομαι εις την φιλοπατρίαν σας, όπως δυνηθώ να εκτελέσω το ευρωπαϊκόν βούλευμα ίνα εκπληρώσω τας ευχάς σας.

Θα καταβάλω πάσαν προσπάθειαν υπέρ της ευημερίας σας, θα φροντίσω να διοικηθήτε καλώς και δικαίως και αμερολήπτως, να αποκτήσετε ανεξαιρέτως ασφάλειαν και αληθή ελευθερίαν, ην εγγυάται μόνον το κράτος των νόμων και θεσμοί λυσιτελείς.

Πέποιθα, ότι θα ήσθε φιλόνομοι, θα πειθαρχήτε εις τας αρχάς τας επιτετραμμένας την εκτέλεσιν των νόμων, θα λησμονήσητε τας εκ του παρελθόντος διαμάχας και, αδιακρίτως φυλής και θρησκεύματος, θα συμβιωσήτε εν ειρήνη ως τέκνα κοινής φιλοστόργου πατρίδος.

Ανευ των όρων τούτων, άνευ πλήρους εσωτερικής ασφαλείας και τάξεως, άνευ διαλλαγής και γαλήνης δεν θα ήναι δυνατόν να οργανωθή διοίκησις ανάλογος προς τας ανάγκας, τα μέσα και την κατάστασιν του τόπου, συνεπώς να συνταχθή και να ευημερήση η Κρήτη.

Επικαλούμαι την συνδρομήν πάντων υπέρ του κοινού καλού και δεν αμφιβάλλω, ότι δια της φιλοπατρίας σας θ’αποδείξητε την Κρήτην ευνομουμένην, ευημερούσαν και παράγοντα προόδου, και ότι θα εξασφαλίσητε την πολύτιμον υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων.

Κρήτες! Είθε ο Θεός να ευλογήση τας υπέρ της ευημερίας σας και της πληρώσεως των δικαίων πόθων σας κοινάς προσπαθείας μας.

Εν Χανίοις τη 9η Δεκεμβρίου 1898”.

Η τουρκική κατοχή

Το νησί κατελήφθη από τους Τούρκους το 1669, όταν μετά από πολιορκία 21 και πλέον ετών, έπεσε ο Χάνδακας που ήταν και η τότε πρωτεύουσα της Κρήτης. Ενώ οι ανατολικότερες επαρχίες κατελήφθησαν λίγο αργότερα.

Παραδόξως, όμως, μερικοί θεωρούν ως το τέλος της ενετοκρατίας και αρχή της τουρκοκρατίας το έτος 1645, όταν το Σεπτέμβριο οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Χανιά, μετά από πολιορκία δύο μηνών. Γι αυτό και την 1η Δεκεμβρίου 1913, κατά την τελετή ύψωσης της ελληνικής Σημαίας στο Φιρκά, εντοιχίστηκε μαρμάρινη επιγραφή που ανέφερε «Τουρκοκρατία 1669-1913, ήτοι 267 έτη, 7 μήνες, 7 ημέραι». Φυσικά η απελευθέρωση από τους Τούρκους δεν ήλθε το 1913, αλλά με την αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων, τον Νοέμβριο του 1898 και την εγκατάσταση του νέου πολιτεύματος της Κρητικής Πολιτείας, στις 9 Δεκεμβρίου 1898. Όμως τα 267 χρόνια έχουν περίπου ως αρχή της τουρκοκρατίας το χρόνο πτώσης των Χανίων και όχι του Ηρακλείου. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η χρονολογική ανακρίβεια, που μάλλον είναι και ιστορική, θα πρέπει να διευκρινιστεί κάποτε. Πολύ περισσότερο που τέλος της ενετοκρατίας θεωρείται το 1669. Σε αυτή την περίπτωση πώς είναι δυνατό να θεωρείται αρχή της κατοχής του νησιού από τους Τούρκους το 1645;
Ο πανηγυρισμός του Σουρή στον «Ρωμηό»

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι soyris-romios.jpg

Στη σημερινή αναφορά μας παρουσιάζουμε το πανηγυρικό φύλλο του «Ρωμηού» του Γεωργίου Σουρή για την εγκατάσταση του πρίγκιπα στο νησί, με την οποία ξεκινούσε η περίοδος της Κρητικής Πολιτείας. Ο Σουρής, πιστός υποστηρικτής των αγώνων του νησιού για ελευθερία, πάντοτε με θέρμη τραγουδούσε με τη σατιρική του γραφίδα τα αιτήματα της Κρήτης. Κι αυτή τη φορά αφιέρωσε ολόκληρο το φύλλο του «Ρωμηού» της 12ης Δεκεμβρίου 1898 στην εγκατάσταση του δευτερότοκου γιού του μονάρχη της Ελλάδας ως ύπατου αρμοστή. Ποιητικός λόγος… λίαν πριγκιπικός, αλλά όχι ως ύμνο στο πρόσωπο του Γεωργίου, αλλά στην εξέλιξη που συμβόλιζε για το νησί ο αρμοστής. Άλλωστε ο Σουρής είχε διωχθεί για τον αντιμοναρχικό του ποιητικό λόγο με άλλες ευκαιρίες.

Πέστε το με τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά

πως Διοικητής πηγαίνει το παιδί του Βασιληά.

Άη Γιώργη καββαλάρη,

φώτισε το παλληλάρι.

Δος του θάρρος να φουκτώση

την αυτόνομη παντιέρα,

κι η ψυχή του να φτερώση

με της Κρήτης τον αέρα.

Άη Γιώργη καββαλάρη δος του δόξα περισσή

ν’ ατσαλώση το κορμί του στης ανδρείας το νησί.

Όνειρα να του γελάτε,

φυλακτά να το φυλάτε,

φέρτε το μ’ εληάς κλαδί

στου νησιού την ερημιά

λεβεντόκορμο παιδί

σε λεβέντικα κορμιά.

Νάναι ζηλευτός αφέντης,

στους λεβέντηδες λεβέντης

σε στεριά και σε γιαλό…

σύρε Πρίγκηψ, στο καλό.

Πέστε το νε τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά

πως Διοικητής πηγαίνει το παιδί του Βασιληά.

Πάνε πίκραις μας πολλαίς

και φαρμάκια και χολαίς.

Περασμένα ξεχασμένα, τώρα γελαστοί περνούμε,

πάντα μια χαρά μας κάνει χίλιαις λύπαις να ξεχνούμε.

Ναύαρχοι του κάνουν θέσι

και το βάζουν μές’ στη μέση,

το παντρεύουν με τη Νύφη της σεμνής παλληκαριάς,

που χρυσούς απλόνει (sic) κλώνους

ύστερα από μαύρους χρόνους

το δεντρί της λευθεριάς.

Κανονοβολούν αρμάδες με κανόνια βροντερά,

οπού τότε μιαν ημέρα

μας φωνάξαν με φοβέρα:

«πίσω πίσω μην πνιγήτε μες’ στης Κρήτης τα νερά».

—————–

Στροφή δευτέρα

φλογερωτέρα

Με σαρδίνια και βρακιά

παίζω λύρα Κρητικιά.

Τίρι, λίρι, τίρι, λίρι,

μέσ’ σ’ αυτό το πανηγύρι

της ολόλαμπρης ημέρας

κάθε στόμα κελαϊδεί,

κι ο Αντιναύαρχ’ ο πατέρας

προβιβάζει το παιδί.

Τίρι, λίρι, τίρι, λίρι,

να γιορτή να πανηγύρι.

Καρτερούν στο περιγιάλι

ασπροφόραις κορασιαίς,

θεμελιόνονται και πάλι

γκρεμισμένες Εκκλησιαίς.

Ο σταυρός ολόρθος λάμπει,

ελουλούδισαν οι κάμποι,

τρέχει κόσμος από πέρα

μπρος στον Ύπατο να πέση,

πάει πάει στον αέρα

και των Μπέηδων το φέσι.

Να! στον γέρο Ψηλορείτη

φεγγοβόλησαν πυρσοί,

καλώς ήλθες μες στην Κρήτη

το πανύμνητο νησί.

Καλώς ήλθες παλληκάρι,

και Βασιλικό βλαστάρι,

μές’ στα Τάρταρα να σβύσουν των βουνών οι στεναγμοί,

στάσου να σε δούμε στάσου,

να διαβούν από μπροστά σου

τα κορμιά τα σιδερένια, που δεν λύγισαν στιγμή.

Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες, Ύπατέ μας ζηλευτέ,

με Δεκέμβρη ξαστεριά,

μάτια, που μες’ στη σκλαβιά των δεν εκλάψανε ποτέ,

κλαίνε για την λευθεριά.

Τώρα πλημμυρεί το δάκρυ, που το στείρεψαν οι πόνοι

και της συμφοράς οι χρόνοι,

τώρα πλημμυρεί το δάκρυ, που σαν άνοιξης βροχή

δροσολούζει την ψυχή.

Ψάλλουν ουρανοί σαπφείρων

καλώς ήλθες κι ωσαννά,

τρίζουν κόκκαλα μαρτύρων

μες σ’ απάτητα βουνά.

Ίσκιοι γύρω του πετούνε, γιγαντεύουν και ψηλόνουν (sic),

και το παλληκάρ’ ισκιόνουν (sic).

Καλώς ήλθες στο νησί μας, σε τιμά να το τιμάς,

βάλε βράκαις και σαρδίνια κι έλα χόρεψε μ’ εμάς.

Άνδρας κύττα λαξευτούς,

κύττα καπετάνιους γέρους,

είναι νέος σαν κι αυτούς

στους παληούς ελευθέρους;

————-

Στροφή τρίτη,

Χαίρε, Κρήτη.

Πέστε το με τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά

πως Διοικητής μάς ήλθε το παιδί του Βασιληά.

Νάτο να, το συντροφεύουν πολιτεύματα και νόμοι,

πέρνα μέσ’ από τουφέκια, που καπνοβολούν ακόμη,

πέρνα μέσ’ από τουφέκια,

πούρριξαν αστροπελέκια.

Ο καπνός των σε κυκλόνει (sic) με λαχτάρα μας κρυφή

και κορώνα κάνει γύρω στην τρανή σου την κορφή.

Κύττα κύττα πυραμίδες,

που ποτέ σου δεν της είδες,

τώρα μπρος σου τιμημένα και πασίχαρα βροντούν

και στους βρόντους των τουφέκια της Ευρώπης απαντούν.

Να τουφέκια μια φορά,

που μας έδιναν φτερά,

που ξυπνούσαν πέρα πέρα

όλη νύκτα κι όλη μέρα

τον αντίλαλο φαράγγων, πεδιάδων και βουνών,

οπού βρόντησε μεγάλος ο Θεός των κεραυνών.

Να τουφέκια για καμάρι,

δοξασμένα στον αιώνα,

οπού κάνουν Ηγεμόνα

γης Ελληνικής βλαστάρι.

Γύρω στα τουφέκια σκίρτα

και στεφάνωστα με μύρτα,

φούκτωσέ τα μες στη φούκτα του μεγάλου σου χεριού,

πάρε σπίθες απ’ τα μάτια καθενός παλληκαριού.

Άφησες την γην των χαύνων

και των λόγων των αρρήτων,

και πατείς βουνά Κουρήτων

και Θεών τερπικεραύνων.

Εμπροστά σου δάφναις στρώνει κάθε Κρητικός οπλίτης,

πάρε μίτον Αριάδνης στον Λαβύρινθον της Κρήτης,

νέκρωσε με πόθους λαύρους

νέων χρόνων φωτεινών

μαύρου μίσους Μινωταύρους

σαν Θησεύς των Αθηνών.

—-

Όλοι νάναι συμβουλοί σου και πιστοί σου δορυφόροι,

κάτω κι όπλα και μαχαίρια,

της αρχαίας Πασιφάης σε προσμέν’ η θεία κόρη

με τον μίτον εις τα χέρια.

Πέστε το με τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά

πως Διοικητής μάς ήλθε το παιδί του Βασιληά.

—-

Τραγουδάκι χαρωπό

με τον ίδιο τον σκοπό

Θυμηθήτε, πατριώται,

τι κακό μεγάλο τότε,

θυμηθήτε τι μανία, θυμηθήτε τι καμίνι,

πολεμάρχων μυθικών,

σαν μας είπαν πως ο Πρίγκηψ δίχως πόλεμο θα γίνη

Αρμοστής των Κρητικών.

Ύψιστε Θεέ, τι θρήνος

και λυσσώδης κοπετός!…

όχι φώναζε κι εκείνος,

όχι φώναζε κι αυτός.

Με πολέμων αμανέδες

βούϋζαν οι καφφενέδες,

όχι, θέλομε την Κρήτη να γενή δικό μας κτήμα

μονονού και παραχρήμα.

Βρε τι λέτε; ’λέγαν άλλοι, δεν μας φθάν’ η Κρήτη μόνον,

πρέπει τώρα να μας δώσουν και την γην των Μακεδόνων.

Κι άλλοι λέγαν με μανία

και πολεμικό μεράκι:

«μόνο την Μακεδονία;

να μας δώσουν και την Θράκη».

—-

Κι άλλοι σκούζανε παρέκει

με Σταυραετού φακιόλι:

«καν μας δίνουν και την Πόλι,

καν ανοίγουμε τουφέκι».

Θυμηθήτε, πατριώται,

τι κακό μεγάλο τότε,

όχι φώναζα κι εγώ

κι έκανα τον Στρατηγό.

Κι ήλθε Βαγιανή Δευτέρα,

Θοδωρής με την μαχαίρα,

κι ήλθε των Βαγιών η Τρίτη,

συφορέλια σου, Χαμίτη,

κι ήλθε των Βαγιών Τετάρτη,

τι προσμένεις, Μποναπάρτη;

Μα κι η Πέμπτη ξημερόνει (sic)

κι ο Παππούς παρακορόνει (sic),

φθάνει κι η Παρασκευή,

μαρς του λεν οι παλαβοί,

έφθασε και το Σαββάτο,

χάος όλα κι άνω κάτω,

νάσου κι η Κυριακή,

φύγ’ εδώ και φυγ’ εκεί.

—-

Κι ύστερα ζουρλομανδύας

και στο στόμα μουζαλιέρα,

κι άνω σχώμεν τας καρδίας

στον ουράνιον πατέρα.

ΚΙ ύστερα βαρύ σαμάρι

και σπαλέταις με το φτυάρι,

κι ύστερα μυαλό και γνώσις,

σύμμαχοι με την Τουρκιά,

και μουγγαίς διοργανώσεις

και με ρήγανη κουκιά.

—-

Ωδή μεστή χαράς

μετά παραφοράς.

Αχ! πώς ήθελα στης Ίδης να πετάξω το βουνό,

πούβγαλε τον κεραυνό,

και μονάχος μες’ στους πάγους και στους όμβρους τους ραγδαίους

πρωί βράδυ αντικρύζω τους Δακτύλους τους Ιδαίους

που μεγάλωσαν μια μέρα

τον Ολύμπιον πατέρα.

Να ξεχάσω του πολέμου

την θεότρελλη γωνιά,

και να πιώ τον ναργιλέ μου

μες στης Κρήτης τα Χανιά.

Αχ! πώς ήθελα ν’ αφήσω τους συγχρόνους Αθηναίους,

τους χαζούς, τους κεχηναίους,

σε πολιτευμάτων χάβραις

να παρλάρουνε παλάβραις.

Γειά σου, Κρήτη τιμημένη, που γιορτάζεις Πασχαλιά,

όχι μ’ άρματα σαν πρώτα, σήμερα με τα φιλιά,

σήμερα χωρίς τουφέκι, σήμερα με την εληά,

και ξαπλόνει (sic) τα κλαδιά της η χρυσή πορτοκαλιά

και ξαρμάτωτη διαβαίνεις με τον γυιό του Βασιληά.

Της ορφάνιας οι καϋμοί

λησμονιούνται στο χορό,

φάτε λευθεριάς ψωμί,

πιήτε λευθεριάς νερό.

Παίζε, Κρητική παντιέρα,

στον καθάριο τον αέρα.

Τους κυματισμούς της όλοι

δακρυσμένοι τους κυττούν,

Ναύαρχοι, Στρατοί και Στόλοι

την Λαμπρή της χαιρετούν.

Αχ! πώς ήθελα να αφήσω

λιμαδόρους μελιρρύτους,

και πυρρίχιον να στήσω

με της Κρήτης τους Προκρίτους,

κι εδεπά να καταθέσω τα’ όπλο μου το φλογερό,

που τ’ αγόρασα για χάζι στου πολέμου τον καιρό.

Όποιον βρίσκω ν’ αγκαλιάζω,

ζήτω ζήτω να φωνάζω,

και σαν άλογο Μαζέπα

να πηδήσω στη Χαλέπα,

μες’ στου Γειώργου (sic) το Παλάτι,

χίλια να του πω σπολλάτη.

Με τον Πρίγκηπα να μείνω,

Δροζ Νουμάς κι εγώ να γίνω,

να του στρώνω να κοιμάται, να του στρώνω να δειπνά,

λεοντόκαρδος να πέφτη κι Εκατόγχειρ να ξυπνά.

Ύπατε της Κρήτης, γειά μας,

κι η τρισέβαστη γιαγιά μας,

της Αγγλίας η Βιτώρια,

μια γραφή σου γράφει χώρια.

——–

Στέλλε μας χαράς μαντάτα με χιονάτο περιστέρι,

‘Αη Γιώργη στέκα πάντα στο δεξί του το πλευρό,

και το κόκκινο σημάδι της σημαίας με τ’ αστέρι

ολογάλανο κι εκείνο να το κάνη με Σταυρό.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί