25 Ιουλίου 1920: Πεθαίνει πάμφτωχος και απογοητευμένος ο Ι. Κονδυλάκη, σ’ ένα δωμάτιο του Πανάνειου

Ήταν 25 Ιουλίου 1920. Ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο περίφημος «Διαβάτης» των ελληνικών γραμμάτων, περνούσε στην αθανασία. Έκλεισε τα μάτια του, πριν συμπληρώσει τα 59 χρόνια του, σ’ ένα δωμάτιο του Πανάνειου Νοσοκομείου Ηρακλείου, εξαιτίας ημιπληγίας που τον είχε χτυπήσει μερικούς μήνες νωρίτερα.

Ο Κονδυλάκης, ο πατέρας του ελληνικού χρονογραφήματος, παραμένει και σήμερα ένας συγγραφέας που αναζητείται από τους αναγνώστες. Τα κείμενά του, τόσο τα διηγήματα, που εκδόθηκαν σε αυτοτελείς εκδόσεις ή συλλογές, όσο και τα χρονογραφήματα ή τα ιστορικά του έργα, προκαλούν πάντα το ενδιαφέρον για τον ζωντανό τους λόγο, τα ηθογραφικά και ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνουν, και φυσικά για τους ήρωες και την πλοκή των υποθέσεων, εφόσον πρόκειται για τα πεζογραφήματά του.

Είναι όμως κοινή πεποίθηση αλλά και ομολογία του ίδιου, ότι η καθημερινή ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και το χρονογράφημα, αλλά και η κακή ζωή που έκανε, τον εμπόδισαν να αφήσει ακόμα πιο πλούσιο και σημαντικό συγγραφικό έργο. Ο ίδιος ο Κονδυλάκης το εξέφρασε πολύ χαρακτηριστικά, σε μια συνομιλία του με τον Σπύρο Μελά, την οποία έχει αναφέρει σε κείμενό της στην «Πατρίδα» η φιλόλογος Αταλάντη Μιχελογιαννάκη – Καραβελάκη: «Είχα τόσα να γράψω, αλλά σπατάλησα τη ζωή μου στις εφημερίδες και τα χαρτιά. Έζησα μαγκούφης στου Ζαχαράτου και την Αθηναϊκή Λέσχη. Αλλά τώρα θα μεταβώ στο Ηράκλειο και θα γράψω για τον εαυτό μου, όσα δεν έγραψα σ’ όλη μου τη ζωή». 

Ανάλογη θέση για τον «Διαβάτη» είχε εκφράσει ο Νίκος Καζαντζάκης. Αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του Κονδυλάκη, το 1938, σε μια επιστολή του στη Θάλεια Καλλιγιάννη, εκδότρια των «Κρητικών Σελίδων», ενός πρωτοποριακού φιλολογικού περιοδικού που κυκλοφορούσε στο Ηράκλειο και με την αφορμή ενός αφιερωματικού στον Κονδυλάκη τεύχους, ο Καζαντζάκης έγραφε:

«Αγαπητή Κυρία
Με πολή συγκίνηση διαβάζω τον «Γιάννη Κοντυλάκη» που είχατε την εβγένεια να μου στείλετε.
Με συγκίνηση και με πίκρα, γιατί ένας τέτιος Κρητικός χάθηκε, χωρίς ν’ αφήσει έργο αντάξιο με τη φλόγα και την περηφάνειά του». 

Η ζωή, το έργο και ο θάνατός του στο Ηράκλειο

Πολλές βιογραφίες του αναφέρουν πως είχε γεννηθεί το 1861. Όμως δέκα μήνες πριν πεθάνει ξεκαθάρισε ο ίδιος την ημερομηνία γέννησής του. Είχε πλέον εγκατασταθεί στο Ηράκλειο κι έστελνε μερικές φορές κείμενά του στον Γιάννη Μουρέλλο, της «Νέας Εφημερίδος». Στις 17 Σεπτεμβρίου 1919 στο χρονογράφημά του «Επιστολή εκ Βιάννου» παρουσίασε το εξής στοιχείο:
«Περί της ηλικίας μου δεν είχα βεβαίαν ιδέα. Αλλά ο Νικολάκης Στιωτάκης, ο οποίος μου εχρησίμευσε ως πρότυπον του Αστρονόμου εις τον Πατούχα και σήμερον έχει φθάσει εις βαθύ γήρας, μου λέγει:
– Εγώ ξέρω πότε γεννήθηκες. Το Δεκέμπρη του ’62. Και λες πως εγέρασες από ’δα».
Έφυγε στα 59 χρόνια του, μα πολύ νωρίς φαινόταν κι ένιωθε γερασμένος. Η συνεχής εργασία του, τα ξενύχτια που έκανε με τις παρέες του, όπως κι ο ίδιος παραδέχεται, τον κούρασαν υπερβολικά. Έγραφε σε εφημερίδες και φιλολογικά περιοδικά από το 1884. Δημοσίευσε χιλιάδες κείμενα στα περισσότερα από 30 χρόνια καριέρας σε διάφορες εφημερίδες («Άστυ», «Σκριπ», «Εστία», «Εφημερίς», στις οποίες υπέγραφε και ως «Βαρδής Γύπαρης», «Γιάννης Ακτήμων» ή «Κονδυλοφόρος», αλλά κυρίως στο «Εμπρός» του οποίου ήταν επί χρόνια αρχισυντάκτης αλλά και χρονογράφος με το ψευδώνυμο «Διαβάτης»). Η ενασχόληση του με το χρονογράφημα στις εφημερίδες και τα περιοδικά οδήγησε τον Παύλο Νιρβάνα να τον ονομάσει «Πατέρα του χρονογραφήματος».
Ο Κονδυλάκης εμφανίσθηκε στη λογοτεχνία το 1884, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με το γενικό τίτλο «Διηγήματα». Αμέσως μετά έγραψε τον περίφημο «Πατούχα» και στη συνέχεια κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα «οι Άθλιοι των Αθηνών». Ακολούθησαν τα έργα « Γραμβούσα , επανάστασις εν Κρήτη» «Η ολοκαύτωσις του Αρκαδίου», «Όταν ήμουν δάσκαλος», «Πρώτη Αγάπη», «Ενώ διάβαινα», «Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου, Iστορία Κρητικών Eπαναστάσεων, συμπληρωθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη», «Ημέραι κινδύνων και φόβου».
Σημαντική είναι επίσης η προσφορά του με τις μεταφράσεις έργων του Λουκιανού. Μετέφρασε επίσης γαλλικά μυθιστορήματα, τα οποία αρχικά δημοσίευσε σε συνέχειες στις αθηναϊκές εφημερίδες. Ολόκληρο το έργο του Κονδυλάκη βρίσκεται συγκεντρωμένο στα «Άπαντα», σε 4 τόμους που κυκλοφόρησαν το 1961.
Επίσης, το 1990 εκδόθηκε το «Κρητικό λεξιλόγιο του Κονδυλάκη» από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη, στη σειρά των Φιλολογικών και Ιστορικών εκδόσεών της, με επιμέλεια του καθηγητή Πανεπιστημίου Θεοχάρη Δετοράκη.

Η επιστροφή στην Κρήτη, η ασθένεια και η απογοήτευση στην τελευταία επίσκεψη στη Βιάννο
Το καλοκαίρι του 1919 αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά την Αθήνα και να επιστρέψει στην Κρήτη. Ήταν ήδη πολύ κουρασμένος ψυχικά και σωματικά. Πήγε αρχικά στη γενέτειρά του, τη Βιάννο, όπου έμεινε για μερικές ημέρες και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο. Για την αναχώρησή του από την Αθήνα και την – κατά συνέπεια- διακοπή της συνεργασίας του με την εφημερίδα «Εμπρός» θα πρέπει να έπαιξε ρόλο και κάποια διένεξή του με τον εκδότη της Καλαποθάκη. Σ’ αυτή τη διένεξη αναφέρεται ο ποιητής και φιλόλογος Λευτέρης Αλεξίου, αδελφός της Έλλης και της Γαλάτειας, σε κείμενό του στο αφιερωματικό στη μνήμη του Κονδυλάκη τεύχος του φιλολογικού περιοδικού «Κρητικές Σελίδες», το οποίο κυκλοφόρησε τον Απρίλιο – Ιούνιο του 1938. Το περιοδικό εξέδιδε από το 1936-1939 στην πόλη του Ηρακλείου μια γυναίκα υψηλής μόρφωσης, η Θάλεια Καλλιγιάννη, και σ’ αυτό συνεργάστηκαν κορυφαίες μορφές των γραμμάτων.
Ο Κονδυλάκης έζησε στο Ηράκλειο λιγότερο από ένα χρόνο, καθώς υπέστη ημιπληγία από την οποία ουδέποτε ανάρρωσε.

Ο Λευτέρης Αλεξίου, συνδεόταν, καθώς φαίνεται, με προσωπική σχέση με τον Κονδυλάκη. Ο ίδιος στο κείμενό του μας αφήνει να το συμπεράνουμε, καθώς αναφέρει ότι βρίσκονταν οι δυο τους πολύ συχνά σχεδόν όλο το διάστημα της παραμονής του στο Ηράκλειο, μέχρι το θάνατό του. Μάλιστα το κείμενό του περιγράφει αρκετά περιστατικά από το διάστημα της ασθένειας του Κονδυλάκη. Τις συνομιλίες τους, τις εκμυστηρεύσεις του «Διαβάτη», ακόμη και ένα περιστατικό που δείχνει την περηφάνιά του: όταν ήταν πλέον στο νοσοκομείο σοβαρά άρρωστος, ο εκδότης της εφημερίδας «Εμπρός», Καλαποθάκης, με την οποία συνεργάστηκε ο Κονδυλάκης επί δεκαετίες, ως αρχισυντάκτης και βασικός χρονογράφος, εμφανίστηκε πρόθυμος να πληρώσει τα έξοδα της νοσηλείας του σε κατάλληλο νοσοκομείο της Αθήνας. Αν και είχε ανάγκη αυτά τα χρήματα, καθώς ήταν γνωστή η οικονομική του αδυναμία, δεν τα δέχτηκε. Δεν δέχτηκε καν τη μεταφορά του σε άλλο νοσοκομείο.
Ο Λ. Αλεξίου μεταφέρει και την απογοήτευση του Κονδυλάκη από την ολιγοήμερη παραμονή στο χωριό του, στη Βιάννο, πριν την οριστική και τελική του εγκατάσταση στο Ηράκλειο. Όπως περιγράφει, στηριζόμενος πάντα στην περιγραφή του συνομιλητή του, έφυγε απογοητευμένος από το χωριό του, και μάλιστα νωρίτερα από το χρόνο που υπολόγιζε να μείνει. Κατά τον Αλεξίου έμεινε μόνο τρεις ημέρες, αν και σκόπευε να παραμείνει 2-3 εβδομάδες. Η απογοήτευσή του αυτή είχε σχέση με το γεγονός ότι δεν τον γνώριζαν οι χωριανοί του μετά από 30 χρόνια απουσίας, ενώ οι παλιοί γνωστοί του είχαν πεθάνει. Η περιγραφή αυτή, πάντως, που στηρίχτηκε, επαναλαμβάνουμε, στις συζητήσεις των Κονδυλάκη – Αλεξίου, δεν επιβεβαιώνεται από μια άλλη μαρτυρία, που δημοσιεύεται στο ίδιο αφιερωματικό τεύχος των «Κρητικών Σελίδων». Πρόκειται για μια περιγραφή του Γ. Τζαμουζάκη, χωριανού του «Διαβάτη», που αναφέρει πως στην άφιξή του, στην οποία ο ίδιος ήταν παρών, (το καλοκαίρι του 1919) όλο το χωριό τον υποδέχτηκε, ενώ κατά το διάστημα της παραμονής του στη Βιάννο συγγενείς και συγχωριανοί τον καλούσαν καθημερινά σε 2 και 3 τραπέζια. Φυσικά πολλοί από τους παλιούς Βιαννίτες δεν ζούσαν πλέον, κι αυτό τον στενοχωρούσε, αλλά η περιγραφή του είναι ότι δεν βρέθηκε σε άγνωστο περιβάλλον. Μάλιστα ζούσε ακόμη κι ο «Πατούχας» του ομώνυμου έργου του Κονδυλάκη, ο Μανώλης Γουρνιεζομανωλάκης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα. Κατά τον Τζαμουζάκη, ο «Διαβάτης», που τον αποκαλούσε, όπως όλοι στη Βιάννο, θείο, έμεινε 15 ημέρες στο χωριό του και όταν αναχώρησε για το Ηράκλειο σκόπευε να επιστρέψει αργότερα. Όμως ασθένησε και δεν τα κατάφερε. Είναι βέβαια φυσικό ο «Διαβάτης», που επέστρεψε στην πατρίδα του επειδή ήταν ήδη ασθενής και αρκετά κουρασμένος σωματικά και ψυχικά, να δοκίμασε την απογοήτευση του θανάτου πολλών ανθρώπων που είχε στην παιδική του μνήμη. Κι πιθανώς αυτό ακριβώς περιέγραψε, απογοητευμένος, στον Λευτέρη Αλεξίου.

Σπάνιες φωτογραφίες

Δείτε επίσης σπάνιες φωτογραφίες του Ιωάννη Κονδυλάκη. Οι φωτογραφίες, που δείχνουν και μια πορεία ζωής του Κονδυλάκη, προέρχονται κυρίως από το αφιερωματικό τεύχος των «Κρητικών Σελίδων» του 1938, που εξέδιδε στο Ηράκλειο η Θάλεια Καλλιγιάννη, καθώς επίσης από την εφημερίδα «Εμπρός», στην οποία ήταν επί χρόνια αρχισυντάκτης και υπάρχει στην Εθνική Βιβλιοθήκη, και τον συλλογικό τόμο «Ελληνικά Διηγήματα», που είχε κυκλοφορήσει το 1896 από την «Εστία».

Ο Κονδυλάκης σε ηλικία 17 ετών το 1879. Τότε ήταν υπάλληλος του εφετείου Χανίων («Κρητικές Σελίδες»)
Σε ηλικία 18 ετών, μάλλον στα Χανιά, με φίλους του. Ο Κονδυλάκης είναι αυτός που κάθεται στο χαλί του φωτογραφικού στούντιο. Διακρίνονται ακόμη, από αριστερά, Γεώργιος Μοάτσος, Αθανάσιος Βλουμ, Εμμανουήλ Σειραδάκης, Γεώργιος Στεφανίδης, Ιωάννης Μαρκαντωνάκης και δεξιά ο Γεώργιος Ορφανουδάκης. («Κρητικές Σελίδες»)
Στη φωτογραφία αυτή ο Κονδυλάκης είναι περίπου 33 ετών. Είχε δημοσιευτεί στο συλλογικό έργο «Ελληνικά Διηγήματα», που είχε κυκλοφορήσει το 1896 από την «Εστία». Την εικόνα είχε στείλει ο ίδιος ο Κονδυλάκης προκειμένου να συνοδεύσει το διήγημά του «Αλέστα!». Διακρίνεται και η ιδιόχειρη υπογραφή του. Στον τόμο αυτό είχαν δημοσιευτεί διηγήματα κορυφαίων λογοτεχνών (Παπαδιαμάντη, Παλαμά, Ξενόπουλου, Δροσίνη, Καρκαβίτσα, Ψυχάρη, Ροΐδη, Βιζυηνού, Εφταλιώτη, Βικέλα κ.α). Η συμμετοχή του Κονδυλάκη σ’ αυτό το συλλογικό έργο, σε ηλικία 34 ετών, αποδεικνύει ότι ήδη συγκαταλεγόταν στους κορυφαίους των ελληνικών γραμμάτων. (Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης) . Την ίδια εικόνα, ελαφρώς ρετουσαρισμένη, είχε δημοσιεύσει και το περιοδικό «Κρητικές Σελίδες».
Στην Αιδηψό στις 18 Αυγούστου 1909. Ο Κονδυλάκης διακρίνεται στην άκρη δεξιά. Αριστερά είναι ο δημοσιογράφος και πολιτικός Εμμανουήλ Ρέπουλης, ενώ στη συντροφιά είναι ακόμη οι φίλοι του Κονδυλάκη, Φαίδωνας Μοάτσος και Θεόφραστος Μοάτσος. («Κρητικές Σελίδες»)
Με τον Ερρίκο Μοάτσο, γύρω στα 1910, σε κάποιο κήπο της Αθήνας («Κρητικές Σελίδες»)
Παρέα με τον Φαίδωνα και τον Θεόφραστο Μοάτσο, το 1914 στην Αθήνα. («Κρητικές Σελίδες»)
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης στη μόνιμη θέση του στο εστιατόριο «Αβέρωφ» της πλατείας Συντάγματος. Εκεί έτρωγε τα μεσημέρια και συνήθως σχεδίαζε ή έγραφε το χρονογράφημά του. Η φωτογραφία θα πρέπει να τραβήχτηκε κατά το τελευταίο διάστημα της παραμονής του στην Αθήνα. («Κρητικές Σελίδες»)
Ο Κονδυλάκης στο γραφείο του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εμπρός», σε φωτογραφία που δημοσίευσε η εφημερίδα την επομένη του θανάτου του. Η εικόνα δεν διακρίνεται για την ποιότητά της, αλλά ίσως είναι η μοναδική που δείχνει τον Κονδυλάκη στο γραφείο του

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί