Για τη γυναίκα της Βιάννου

(Η φωτογραφία από μνημόσυνο για τους νεκρούς του Ολοκαυ΄τώματος)

Της Άννας Μανουκάκη – Μεταξάκη

«Το χέρι που κουνεί την κούνια κινεί τον Κόσμο», λέει μια ισπανική παροιμία.                                                                 Ο άνθρωπος, ο λαός, ο πολιτισμός, όλα μαραίνονται, όταν η γυναίκα, κυρίως ως μάνα, δε στέκει στη θέση που πρέπει. 

Τη σύντομη αναφορά μου στη γυναίκα της Βιάννου, που ηρωικά διαχειρίστηκε τη σφαγή, την πυρπόληση και τον αφανισμό της Επαρχίας από τους Ναζί, θα ήθελα να την αφιερώσω πρώτα – πρώτα στους σεπτούς νεκρούς και στις μάρτυσσες γυναίκες, αλλά και στο γερμανό (ή αυστριακό) στρατιώτη, που στον Αμιρά στις 14-9-1943 αρνήθηκε να σκοτώσει αθώους πολίτες και πυροβόλησε στον αέρα, πληρώνοντάς το με τη ζωή του. Προτείνω να ξαναζητήσετε από τη Γερμανική Κυβέρνηση μέσα από τα αρχεία της Βέρμαχτ να δοθεί το όνομά του. Θα ‘ναι η απόδειξη σωστής και σοβαρής αντιμετώπισης της Γερμανίας στα τόσο σοβαρά ζητήματα που εκκρεμούν.  

Αισθάνομαι συγκίνηση, τιμή και ευθύνη, που μου εμπιστευθήκατε αυτό το ρόλο εσείς, που, συνεχίζοντας τον αγώνα των παππουδογιαγιάδων σας, των γονιών και των αδερφών σας, προσπαθείτε για την ιστορική Μνήμη και τη Δικαίωση. Δύσκολο να μιλήσω, άκαπνη εγώ, για την απλή αλλά υψηλόφρονα Γυναίκα της επαρχίας Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας, που οι δυσχερείς συνθήκες της Κατοχής, η απώλεια της Ελευθερίας, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των υλικών, πνευματικών και πολιτιστικών αγαθών, της ενέπνευσαν ηρωισμό, δηλαδή ψυχική δύναμη και ορμή για πράξεις πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες και την οδήγησαν στη θυσία, με πληρότητα και ευθύνη. Σ’ ένα Γολγοθά, που τον ανέβηκε έχοντας πλήρη τη συνείδηση της εκπλήρωσης ενός υψηλού καθήκοντος, ενός καθολικού σκοπού: Το μεγάλωμα των παιδιών της με αρχές και αξίες υψηλές, δοκιμασμένες, ώστε να γίνουν άνθρωποι χρήσιμοι στην κοινωνία. Αλλά και τη συνέχιση του αγώνα για Ελευθερία.

Ο ηρωισμός της Βιαννίτισσας είχε συνέχεια και συνέπεια, γέμισε ολάκερη τη ζωή της με δυναμωτική πίστη και οραματισμό: Να αναστήσει τα παιδιά της, το σπίτι της και τον τόπο της, να τον λυτρώσει από το θάνατο, παίρνοντας εκδίκηση για την απώλεια της ποιότητας της ζωής της, για τη σφαγή των αγαπημένων της, συνεχίζοντας και δικαιώνοντας τον αγώνα τους. 

Η Γυναίκα της Βιάννου γέννησε και κοινωνικοποίησε πολίτες εσωτερικά ελεύθερους και γενναίους. Αντιμετώπισε η ίδια ατρόμητη το εκτελεστικό απόσπασμα, στήριξε από την πρώτη μέρα της Κατοχής την Αντίσταση με πρωτοπόρους τους πνευματικούς ανθρώπους, μέσα από την οργάνωση του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου και ύστερα μέσα απ’ το ΕΑΜ ως τη σφαγή του Σεπτέμβρη του 1943, μαγεμένη από τους θούριους του Δημήτρη Γληνού. Μετά το Σεπτέμβρη του ’43 και το χωρισμό του Αντάρτικου, αναγκαίο για τον επερχόμενο εμφύλιο και τα καλομελετημένα μεταπολεμικά σχέδια των Συμμάχων, αντιστάθηκε μέσα από τον ανασυνταγμένο στην επαρχία Βιάννου ΕΛΑΣ, της Ανατολικής Κρήτης (δυο μόλις μήνες μετά τη σφαγή του Σεπτέμβρη), μαζί με τον οποίο ομάδα γυναικών της Βιάννου κυνήγησε τους ηττημένους Ναζί ως το Ηράκλειο. Και από κει τον κατευόδωσε ως τα Χανιά, όπου πολέμησε τους συγκεντρωμένους από τους Βρετανούς, Ιταλούς και Γερμανούς φασίστες της Οχυράς Θέσης Χανίων, μέχρι τις αρχές Ιουλίου 1945, ενάμιση μήνα δηλαδή μετά τη συνθηκολόγηση της 10ης Μαΐου στη Βίλα Αριάδνη.

Κι ύστερα, ατρόμητη και περήφανη απέναντι στους διωγμούς και τις εξορίες του Εμφυλίου, συνέχισε να αγωνίζεται για τα ιδανικά της Αντίστασης, την εθνική Ελευθερία και την κοινωνική Δικαιοσύνη, παρά τα τραγικά γεγονότα των αρχών του Ιουλίου του 1947 στον ιστορικό πλάτανο της Άνω Βιάννου και τους νεκρούς της Επαρχίας. Ενώ, ξεχνώντας τον εαυτό της, ξενοδουλεύοντας ή ζητιανεύοντας, έσπρωχνε τα ορφανά της στην πρόοδο με αβάσταχτες συνθήκες στέρησης, ξεγυμνωσιάς και καμάτου. Μέσα απ’ τις σπουδές, τις τέχνες, την καλλιέργεια της Γης και το εμπόριο, που πολλοί ξεκίνησαν από μικρά παιδιά, πουλώντας φορτωμένα στο γαϊδουράκι από τόπο σε τόπο τα λιγοστά κηπευτικά που καλλιεργούσε η ίδια. Έτσι ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του ο πρωτογιός της ορφανεμένης οικογένειας από τον Αμιρά, ο Χρύσανθος Συγγελάκης.

Αρχηγός του σπιτιού της μετά τη σφαγή, ανάσταινε το σπιτικό της, τον τόπο της, αβοήθητη σχεδόν από το Κράτος, για τον εαμικό στιγματισμό της επί πενήντα χρόνια τιμωρούμενης Βιάννου. Γινόταν διαχρονικό παράδειγμα επιμονής, υπομονής και δύναμης όλων των ανθρώπων και κυρίως όσων γυναικών βρέθηκαν και βρίσκονται σε μεγάλες δυσκολίες.

Η πρόοδος και η ανάπτυξη των «Μέσα» χωριών γεννήθηκαν από τη Δυσχέρεια, που ατσάλωσε τη Γυναίκα, τη Μάνα και δημιούργησε οικονομικά, πνευματικά, πολιτιστικά και μέσα από τα αυτοδύναμα παιδιά της. Επιστήμονες λάμπρυναν τις θέσεις, όπου υπηρέτησαν, βοηθώντας την οικογένειά τους και την Επαρχία τους. Αποδεικνύοντας τη λάμψη και την αξία της και ερμηνεύοντας βουβά στον κόσμο πως δε διάλεξε τυχαία η Πατρίδα και η Λευτεριά τις πλαγιές αυτές, για να κουρνιάσει και να προστατευτεί, όταν οι ταγοί της την εγκατέλειψαν.

Η γυναίκα της Βιάννου, και η πιο απλή, βιώνοντας ως το Σεπτέμβρη του ’43 επί δυόμιση χρόνια την Κατοχή και την Αντίσταση, γνώριζε το φασισμό από τη διαφώτιση του ΕΑΜ, τους διανοούμενους της Επαρχίας και κυρίως από την καθημερινότητά της. 

«Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του Κόσμου»: Aυτό έγινε μέσα της, κυρίως όταν βρέθηκε μπροστά στους νεκρούς της, τους θερισμένους από σφαίρα ή ξιφολόγχη, παλληκάρια ή απόμαχους της ζωής, μωρά και έγκυες γυναίκες, διαμελισμένους, βορά των σκύλων και των χοίρων, άταφους για πολλές ημέρες κατά διαταγήν του δημίου. Είχε προηγηθεί η φοβερή της αγωνία να προφυλάξει τους αγαπημένους της. Αλλά πού και πώς; Δεν ήταν πουλιά να τα κρύψει στις φυλλωσιές ή ζουζούνια να τα χώσει μέσα στη γη. 

Τραγική Αντιγόνη, άλλους έθαψε όπως – όπως με τα αδύναμα χέρια της, τον άνδρα της, το παιδί της, τον πατέρα της, τ’ αδέρφια της, τους συγγενείς της. Άλλους φύλαξε θρηνωδούσα όλη τη νύχτα δίπλα στα σεπτά τους κουφάρια ή ξενυχτώντας τους στο σπίτι. Για να μην τους φάνε τα αγρίμια. Και τους έθαψε την επομένη.

Κι από τότε η γυναίκα της Βιάννου δεν ξαναλογάριασε τον εαυτό της: Φρόντισε να ενημερώσει και να ταΐσει τους επικηρυγμένους που ήταν κρυμμένοι στα φαράγγια και στα σπήλια. Τους τριακόσιους ομήρους που ήταν κλεισμένοι στο Γυμνάσιο της Άνω Βιάννου. Να κρύψει τους τραυματίες και να περιφρουρήσει τους άγιους γιατρούς που με μεγάλο κίνδυνο τους γιάτρευαν.

Κι ύστερα ήρθε η συνειδητοποίηση των γεγονότων, η απόφασή της για την αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας: Της σφαγής και της απουσίας των αγαπημένων της. Ήρθε η ανάγκη να μεγαλώσει ολομόναχη τα παιδιά της σωστά, να γεννήσουν οι έγκυες, να στηριχτούν οι γέροντες, να σπείρει μόνη της τις έτοιμες καλλουργιές, να ξαναχτιστούν τα σπίτια που τα θηρία ανατίναξαν, να αναστηθεί η Επαρχία. Μ’ άλλα λόγια, να συνεχιστεί η ζωή. Και κατά πώς επιτάσσει ο ηρωισμός της, που η δυσχέρεια και ο πόνος γιγάντωνε: Να συνεχιστεί η Αντίσταση, να ανασυγκροτηθεί ο ΕΛΑΣ μέσα στην πείνα, τη γύμνια, στο χειμώνα που περνούσαν κουρνιασμένοι σε μια γωνιά του γκρεμισμένου παλιού τους σπιτιού, με ελάχιστα σκεπάσματα, σκεύη και τρόφιμα. Εκεί άφηνε τα τρομαγμένα παιδιά της κάθε πρωί και έφευγε, για να οργώσει και να σπείρει, να ξενοδουλέψει και να φύγει για τη ζητιανιά με τον ντρουβά στον ώμο και στο χέρι το λαδικό. 

Κράτησαν το μαρτυρικό Σταυρό τους μια ζωή με πίστη. Για ένα έργο υψηλό. Δεν τον απίθωσαν ποτέ να ξαποστάσουν, παρά αργότερα στα πιο μεγάλα τους παιδιά, που αντρώθηκαν πρόωρα και πολλά σκέβρωσαν σαν τη μάνα τους νωρίς, από το βάρος. 

Με το μαύρο τσεμπέρι έκρυψαν τη νεανική τους δροσιά και την ομορφιά τους και πέθαναν φορώντας το. Ξέχασαν τις δικές τους ανάγκες, σωματικές, πνευματικές και ψυχικές. Πάντα με διαρκή ένταση, θλίψη και ετοιμότητα, για να χυμήξουν σα λέαινες, όταν τα ορφανά τους κινδύνευαν. Σεμνές, ασκητικές, με τη συνείδηση πως έζησαν ό,τι έζησαν, είτε υπηρέτριες, είτε αγρότισσες, είτε ζητιάνες, οι γυναίκες της Βιάννου δεν έδειξαν το σολωμικό, φυσικό και ανθρώπινο : «Τρέμει η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της».

Οι συνειδητοί στην πλειονότητά τους πολίτες της Βιάννου, άνδρες και γυναίκες, στάθηκαν στις δύσκολες συνθήκες τους το ίδιο ψηλά. Η δεινή μοίρα της Επαρχίας έδωσε χώρο να δράσει και να φανεί η Γυναίκα, η ως τότε καταπιεσμένη, αφανής ή βολεμένη. Στην Κατοχή και στην Αντίσταση εξισώθηκε, με θυσίες, όχι με φωνασκίες και ακρότητες, με τον άντρα, Σύντροφοι και συναγωνιστές της ζωής, ισότιμοι πολίτες μιας δημοκρατικής πολιτείας. Ευτυχώς οι πνευματικοί άνθρωποι της Βιάννου, με πρώτους το Γεώργιο Χρηστάκη και τον Κώστα Στεφανάκη, διέσωσαν στα βιβλία τους και στην εφημερίδα «Βιαννίτικα Νέα», της οποίας το έργο άξια συνέχισε η «Ηχώ της Βιάννου», ονόματα και πράξεις των ηρώων και των ηρωίδων της Βιάννου. Τα «Απομνημονεύματα» του Νίκου Κατσαράκη, που ελπίζω ότι θα παρουσιαστούν κάποτε, δίνουν υπέροχες εικόνες του Ολοκαυτώματος, με αποκορύφωμα τη Χρυσή Χρηστάκη από το Βαχό, που τη βραδιά της σφαγής ορθώνει το ηρωικό της ανάστημα, όταν όλα δείχνουν πως τα πάντα έχουν σβήσει. 

Είναι παρήγορο που τα αρχεία της Βιάννου δεν έχουν στερέψει. Και οι Βιαννίτες και όσοι αισθάνονται κοινωνοί της θυσίας και της ιστορίας της Βιάννου, την αγαπούν. Επίσης, που ενωμένοι με τις υπόλοιπες ολοκαυτωθείσες περιοχές της Ελλάδας παλεύει και η Βιάννος για τη Δικαίωση. 

Ευγνωμονούσα για ό,τι η Βιάννος μου προσφέρει μελετώντας την, ευχαριστώ για την αποψινή ευκαιρία που μου δόθηκε και προτείνω να φιλοτεχνηθεί σε ένα γλυπτό η Γυναίκα της Βιάννου. Για να θυμίζει τον ηρωισμό της, στους δύσκολους καιρούς που διανύομε καθισμένοι στον καναπέ μας, λόγω του ατομικισμού και της κρίσης των Αξιών. Σήμερα, που τα ιδανικά έγιναν εμπόρευμα σε χέρια κακών εμπόρων.

(Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία που εκφωνήθηκε από την κα Άννα Μανουκάκη – Μεταξάκη στο Σελί της Βιάννου, στο Ηρώον, το Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021.)

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί