Ανωφελές Διήγημα

Του Μανώλη Αστυρακάκη

Οι τυχαίες συναντήσεις στον δρόμο παλιών φίλων, γνωστών, συμμαθητών, κυρίως ηλικιωμένων ανθρώπων, έχουν το χάζι τους. Επιφωνήματα έκπληξης, χαράς, φιλικών συναισθημάτων, “ώ, τον αγαπητό μου”, “ώ, φίλε συμμαθητά μου” κ.λπ.

Θα είχαν να πουν τόσα πράγματα. Αναμνήσεις από τη σχολική ζωή, καμώματα της παιδικής ηλικίας, πειράγματα, εκδρομές, επιτυχίες της ομάδας του σχολείου τους, σκιρτήματα παιδικών ερώτων, σκιαγραφήματα των δασκάλων τους, αναφορά στη μετέπειτα σταδιοδρομία τους.

Κι όμως δεν λένε τίποτε από αυτά. Ρωτούν και ξαναρωτούν, “όλα καλά, πώς πάει η υγεία”, αλληλοκοιτάζονται, ξανασφίγγουν τα χέρια, ζυγίζουν ο ένας τον άλλο! Μερικές φορές πέφτουν και οι μεμψιμοιρίες και η κουβέντα πλέον περιστρέφεται γύρω από τις ισχυαλγίες, τα χάπια και τις βιταμίνες!

Συμβαίνει καμιά φορά σε συναπαντήματα να υπάρχει το στοιχείο της αβεβαιότητας. Αντιμέτωποι ξαφνικά, κοντοστέκονται, αλληλοκοιτάζονται περίεργα, μετά προσπερνά ο ένας τον άλλο, και ίσως σκέφτονται και οι δυο “είναι ή δεν είναι αυτός”; Και μπορεί να κάθονταν στο ίδιο θρανίο!

Τον δικό μου, τον συμμαθητή μου τον Μπάμπη, είχα πολύν καιρό να τον δω. Κι όμως ζούμε στην ίδια πόλη, μια πόλη επαρχιακή, όπου οι πιθανότητες να συναντάς κάποιους γνωστούς είναι αρκετά διευρυμένες. Κάποιους άλλους βέβαια, κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, μόλις ξεπορτίσεις, τους βλέπεις μπροστά σου. Ίσως αυτό έχει να κάνει με τον κύκλο των ζωδίων.

Του φώναξα, τον χαιρέτισα από μακριά, για να του κάνω ευπροσήγορο καλωσόρισμα.
— Ώ, καλώς τον φίλο μου, τον Μπάμπη, καιρούς και ζαμάνια!
— Ώ, τον αγαπητό μου συμμαθητή…, τραβώντας λίγο τα αποσιωπητικά, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί το όνομά μου, αλλά για αντιπερισπασμό μου έσφιγγε το χέρι με τις δυο παλάμες του.

Μετά τον χαιρετισμό, πήγα κατευθείαν στο ψητό. Θυμόμουν ότι του Μπάμπη του άρεσε ολίγον η πολιτικολογία.
— Χαθήκαμε, Μπάμπη, πώς τα περνάς, πώς βλέπεις τα πράγματα;
— Δεν τα βλέπεις κι εσύ; Χάλια η ζωή μας. Μας έχουν κάμει υποχείρια. Συναντάς κάποιον γνωστό στον δρόμο και κάνει πως δεν σε βλέπει, γιατί μιλάει στο κινητό τηλέφωνο. Σου λέω, όλα έχουν σκαρτέψει. Τρώμε μεταλλαγμένα σκουπίδια, έχω ξεχάσει τη γεύση και τη μυρωδιά της ντομάτας. Για όλα φταίει ο καπιταλισμός, άκου που σου λέω. Φταίμε κι εμείς, που μπροστά στην κάλπη γινόμαστε μεταλλαγμένοι μεγαλομεσαίοι και μεγαλοαστοί.

Άκουγα και δεν πίστευα στα αυτιά μου. Ο Μπάμπης που ήξερα ήταν ένας φιλήσυχος πολίτης, συντηρητικός, που κουβαλούσε το σύνδρομο “της τάξης και της ασφάλειας”. Κοίτα, να δεις, στον Μπάμπη λειτούργησε το επαναστατικό προτσές ανάποδα με την ηλικία του! Λέτε να είναι τόσο ασφυκτικές οι κοινωνικές πιέσεις, ώστε να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κοινωνικό big bang και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι;

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί