Σεντένο: «Θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις κοινωνικές ανάγκες των Ελλήνων»

Παραδοχή ESM για την Ελλάδα: Έγιναν λάθη στα μνημόνια

Tα προγράμματα κράτησαν την Ελλάδα στην Ευρωζώνη, αλλά η προσαρμογή της ήταν πολύ μακρά και θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις κοινωνικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού, σύμφωνα με την ανεξάρτητη έκθεση αξιολόγησης, που συζητήθηκε στο Συμβούλιο των Διοικητών του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).

Σε ανάρτηση που έκανε στον προσωπικό λογαριασμό του στο Twitter, ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, αναφέρθηκε στα παραπάνω συμπεράσματα της έκθεσης που συνέταξε ο ανεξάρτητος αξιολογητής, Χοακίν Αλμούνια, με εντολή του ESM.

«Η εμπειρία των ελληνικών προγραμμάτων έχει επηρεάσει την αναθεώρηση της συνθήκης που είναι σε εξέλιξη και θα διαμορφώσει τα μελλοντικά προγράμματα του ESM, περιλαμβανομένης της αντίδρασής μας στην κρίση της COVID-19», πρόσθεσε ο Σεντένο. Αναφερόμενος στη στήριξη που παρέχει ο ESM για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορονοϊού (Pandemic Crisis Support), με τη χορήγηση δανείων σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης ύψους 2% του ΑΕΠ τους, ο πρόεδρος του Eurogroup είπε ότι με αυτό ο ESM «έδειξε ότι μπορεί να προσαρμοστεί σε διαφορετικές κρίσεις και να λειτουργήσει χωρίς πολιτικές τύπου τρόικας».

Παραδοχή ESM για την Ελλάδα: Έγιναν λάθη στα μνημόνια

Τα μελλοντικά προγράμματα διάσωσης της Ευρωζώνης πρέπει να στοχεύουν περισσότερο στην αποκατάσταση της οικονομικής ανάπτυξης παρά να εστιάζουν κυρίως στη δημοσιονομική σύσφιξη και η διάρκειά τους πρέπει να καθορίζεται αντίστοιχα, αναφέρει ανεξάρτητη έκθεση που παρήγγειλε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM).

«Εκτός από τις αναγκαστικά φιλόδοξες δημοσιονομικές προσαρμογές για την αποκατάσταση των θέσεων του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους, η ενίσχυση της ενδογενούς ανάπτυξης πρέπει να είναι ένας από τους βασικούς στόχους κάθε προγράμματος χρηματοδοτικής βοήθειας», σημειώνουν οι συγγραφείς της έκθεσης, οι οποίοι εξέτασαν τα τρία προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας.

Η εντολή που είχε δοθεί για την έκθεση ήταν να εστιάσει στη χρηματοδοτική βοήθεια που δόθηκε στην Ελλάδα από το EFSF και τον ESM, συμπεριλαμβανομένου του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους το 2012 (PSI), καθώς και στη μεταμνημονιακή περίοδο εποπτείας έως το τρίτο τρίμηνο του 2019. Ο ESM έχει δημοσιοποιήσει πριν από χρόνια μία άλλη έκθεση ανεξάρτητου αξιολογητή για τη βοήθεια στην Ελλάδα έως το τέλος του 2014, που ήταν η αρχική λήξη του δεύτερου προγράμματος, μαζί με την αξιολόγηση των προγραμμάτων στις άλλες τέσσερις χώρες της Ευρωζώνης – Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Κύπρος.

«Η εξαιρετική υποστήριξη που παρείχε στην Ελλάδα ο ESM βοήθησε να διατηρηθεί η χώρα στη ευρωζώνη, διατηρώντας την ακεραιότητα της νομισματικής ένωσης. Και υποστήριξε τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας», είπε ο ανεξάρτητος αξιολογητής Χοακίν Αλμούνια. «Ταυτόχρονα, η Ελλάδα και οι πολίτες της υπέστησαν τις συνέπειες οκτών ετών οικονομικής προσαρμογής. Τα ευρήματα αυτής της έκθεσης μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της λήψης αποφάσεων σε μελλοντικά προγράμματα και στην καλύτερη διαφάνεια και της λογοδοσία των δραστηριοτήτων του ESM».

Σημειώνεται ότι ο ESM και ο EFSF έχουν εκδώσει δάνεια 203,8 δισεκατομμυρίων ευρώ προς την Ελλάδα.

Σύμφωνα με την έκθεση, τα προγράμματα των EFSF και ESM κατάφεραν να διατηρήσουν την ακεραιότητα της ευρωζώνης, να σταθεροποιήσουν τα ελληνικά δημόσια οικονομικά και να ενισχύσουν τους θεσμούς. Τα προγράμματα προώθησαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εξουδετερώνοντας τις εξωτερικές διαρροές και προστατεύοντας τους Έλληνες καταθέτες, αν και πολλά πολιτικά γεγονότα έκαναν την προσαρμογή πιο δαπανηρή. Στα μεταγενέστερα στάδια, η οικονομική βοήθεια βελτίωσε την προσοχή στις κοινωνικές ανάγκες.

Όπως αναφέρεται, ο γενικός στόχος των ελληνικών προγραμμάτων ήταν η διατήρηση της ακεραιότητας της ευρωζώνης και η αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην Ελλάδα. Βοήθησαν στην επίτευξη αυτού του στόχου και επέτρεψαν στην Ελλάδα να αποχωρήσει από την σχεδόν δεκαετή εξάρτησή της από την επίσημη χρηματοδότηση του τομέα, αλλά με σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. 

Τα προγράμματα EFSF και ESM δεν διέθεταν πλαίσιο για τη συστηματική ανάπτυξη στρατηγικών στόχων, με αποτέλεσμα ανεπαρκείς στρατηγικές. Η τεταμένη ικανότητα εφαρμογής και η έλλειψη κοινής διάγνωσης των ελληνικών προβλημάτων συνέβαλαν στην αδύναμη εφαρμογή και μείωσαν τις πιθανότητες μιας διαρκούς επιτυχίας. Τα προγράμματα παρείχαν στην Ελλάδα χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης, αποφεύγοντας την αναγκαστική έξοδο από το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Ωστόσο, υπήρξε ανεπαρκής προσοχή στις υποκείμενες κοινωνικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού. Στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM, η ανταπόκριση στον αρνητικό κοινωνικό αντίκτυπο του προγράμματος έγινε ένας επιπλέον στρατηγικός στόχος.

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, τα προγράμματα έδωσαν προτεραιότητα στους δημοσιονομικούς στόχους έναντι των μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη και που θα απαιτούσαν στόχευση εταιρικών συμφερόντων. Η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν συνέβαλε στην ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και δεν διέθετε μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές.

Τα μέτρα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα αποσκοπούσαν στην πρόληψη των διαρροών και στην αποκατάσταση της φερεγγυότητας και της ρευστότητας των τραπεζών. Το πρόγραμμα του χρηματοπιστωτικού τομέα του EFSF επικεντρώθηκε κυρίως στην αποκατάσταση της ρευστότητας και της φερεγγυότητας των τραπεζών, ενώ το πρόγραμμα του ESM έδωσε έμφαση στην επίλυση του προβλήματος των δανείων και στη βελτίωση της νοοτροπίας των πληρωμών, αν και με περιορισμένη επιτυχία.

Το πρόγραμμα του ESM αποσκοπούσε στον περιορισμό του κινδύνου με προτεραιότητα τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Παρά τον ήπιο στόχο δημοσιονομικής εξυγίανσης, δεν κατάφερε να επιταχύνει γρήγορα την οικονομική δραστηριότητα, αν και ενίσχυσε την εστίαση στις μεταρρύθμισεις εφαρμόζοντας μια σειρά από μέτρα. Ενώ επιτεύχθηκε η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, η πρόοδος στην αγορά προϊόντων παρέμεινε μόνο μερική. Αυτό άσκησε πίεση στην προώθηση ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις οικονομικού περιβάλλοντος και της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας στα σοκ. 

Τα μέτρα για την αντιμετώπιση προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα αποκατέστησαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά το σύστημα εξακολουθεί να είναι εύθραυστο. Η ρευστότητα ορισμένων τραπεζών παραμένει αδύναμη και το υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στο κεφάλαιο των τραπεζών εγείρει ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές. 

Οι δράσεις για τον εξορθολογισμό του νομικού πλαισίου εφαρμόστηκαν με καθυστερήσεις, επιβραδύνοντας τη διαδικασία εξυγίανσης και αφήνοντας την Ελλάδα με τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στη ευρωζώνη. Η διακυβέρνηση στις συστημικές τράπεζες και στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας βελτιώθηκε σημαντικά, εν μέρει χάρη στη συμμετοχή των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένου του ESM, στη διαδικασία μεταρρύθμισης.

Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση με υψηλή εισοδηματική ανισότητα. Οι βελτιώσεις στην αγορά εργασίας και η ενίσχυση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM οδήγησαν σε μια πιο δίκαιη κατανομή εισοδήματος. Παρά την πρόοδο, η εισοδηματική ανισότητα παρέμεινε πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης και τα συνολικά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας παρέμειναν σχετικά υψηλά λόγω των αναποτελεσματικών πολιτικών ένταξης στην εργασία. Τα προγράμματα EFSF και ESM αναγνώρισαν την ανάγκη εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης και των δικαστικών συστημάτων, αλλά σημειώθηκε μόνο μερική πρόοδος.

Το πρόγραμμα του ESM επικεντρώθηκε σε ένα στενό σύνολο στόχων που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, της ανεξαρτησίας και της διαφάνειας των στοχευμένων εθνικών διοικήσεων, όπως η φορολογική διοίκηση, η Ελληνική Εταιρεία Περιουσιακών Στοιχείων και Συμμετοχών και το Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας. Η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης βελτιώθηκε, αλλά εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ. Συνεχίζονται οι μεταρρυθμίσεις στην αδειοδότηση επενδύσεων. Οι δημόσιες συμβάσεις βελτιώθηκαν σημαντικά, αλλά οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση σημείωσαν ανεπαρκή πρόοδο.

Οι ακούσιες συνέπειες του προγράμματος περιελάμβαναν απότομη πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων λόγω της έλλειψης πιστώσεων και της φθίνουσας ζήτησης. σημαντική αύξηση της ανεργίας και του Brain Drain και η ανάπτυξη της άτυπης οικονομίας εις βάρος της τυπικής οικονομίας. Ωστόσο, είναι εύλογο ότι αυτές οι συνέπειες θα ήταν χειρότερες εάν δεν υπήρχε το πρόγραμμα βοήθειας, σημειώνεται.

Η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις αγορές το 2010, καθώς προέκυψε ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2009 ανερχόταν στο 15,4% του ΑΕΠ αντί της πρόβλεψης για έλλειμμα 3,7% που είχε γίνει νωρίτερα. Η Αθήνα χρειάστηκε να στηριχτεί σε φθηνά δάνεια από τις χώρες της Ευρωζώνης επί σχεδόν εννιά χρόνια για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της. Τα τριετή προγράμματα, που σχεδιάστηκαν από κοινού από την Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επέβαλαν σκληρές μεταρρυθμίσεις και προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια στην Ελλάδα, καθώς εστίασαν ιδιαίτερα στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών της χώρας, Όντας ήδη σε ύφεση το 2008 και το 2009, η Ελλάδα υπέστη τέσσερα ακόμη χρόνια συρρίκνωσης του ΑΕΠ της μετά την κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών το 2010.

Το 2014, η ελληνική οικονομία κατάφερε να έχει ανάπτυξη, καθώς άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων των προγραμμάτων, αλλά έπεσε ξανά σε ύφεση το 2015 και το 2015, όταν η νέα αριστερή κυβέρνηση αποφάσισε να υπαναχωρήσει από ήδη συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις. Τα πίσω-μπρος με την Αθήνα απογοήτευσαν αξιωματούχους της Ευρωζώνης, οι οποίοι παραπονέθηκαν για την αδυναμία της Ελλάδας να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα.

Οι συγγραφείς της έκθεσης, με τίτλο: «Διδάγματα από τη χρηματοδοτική βοήθεια στην Ελλάδα», σημείωσαν ότι τα μελλοντικά προγράμματα διάσωσης πρέπει να προβλέπουν τέτοια προβλήματα. «Ο σχεδιασμός των προγραμμάτων πρέπει να καθορίζει τους στόχους και τη διάρκειά τους από μία ανάλυση των κύριων προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών πραγματικοτήτων. Η διάρκεια των προγραμμάτων πρέπει να εξαρτάται από τους στόχους αυτούς», τόνισαν.

«Ορισμένα από τα σημαντικά στοιχεία που πρέπει να αξιολογηθούν στον σχεδιασμό των προγραμμάτων είναι ο βαθμός της ικανότητας των θεσμών της χώρας. Τα προγράμματα πρέπει, επίσης, να περιλαμβάνουν μία ανάλυση για… την προσαρμογή του αρχικού χρονοδιαγράμματος σε μεταβαλλόμενες συνθήκες», προσέθεσαν. Οι συντάκτες της έκθεσης ανέφεραν ότι οι μελλοντικές διασώσεις πρέπει να περιορίζουν τον αριθμό των οικονομικών προβλημάτων που έχουν στόχο να επιλύσουν και να εστιάζουν σε λίγες μόνο προτεραιότητες. Θα πρέπει να υπάρχουν λιγότερες διαμάχες μεταξύ των εμπλεκόμενων θεσμών για τον καθορισμό των όρων της διάσωσης και καλύτερη παρακολούθηση της συνέχισης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά τη λήξη των προγραμμάτων.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί