Φωνές από μια μακρινή επιδημία: Ο «Μαύρος Θάνατος» στην Ευρώπη

Εικόνα: Ο «Θρίαμβος του θανάτου» (1562), έργο του Pieter Bruegel του πρεσβύτερου. Στεγάζεται στο Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης από το 1827

Της Ρίκα Μπενβενίστε*

Οι πολίτες δεν έκαναν άλλο τίποτα από να κουβαλούν πτώματα για να ταφούν. Πολλοί πέθαιναν χωρίς να εξομολογηθούν, χωρίς να μεταλάβουν. Και πολλοί πέθαιναν μονάχοι και πολλοί πέθαιναν πεινασμένοι …

Η περιγραφή του χρονικογράφου Μαρτσιόνε ντι Κόπο Στέφανι αναφέρεται στη Φλωρεντία που η φονική πανώλη έπληξε το 1348. Ο Βοκάκιος στο Δεκαήμερο περιγράφει τη φρίκη της επιδημίας, τη φυγή των πλουσιότερων οικογενειών που εγκαταλείπουν την πόλη και το αίσθημα της αδυναμίας απέναντι στη μάστιγα.

Ο «Μαύρος θάνατος» ήρθε στη Δύση από την κεντρική Ασία. Το 1347, το πλήρωμα σε ένα γενοβέζικο καράβι προσβλήθηκε από την πανώλη και μετέφερε τη νόσο από έναν σταθμό της Μαύρης Θάλασσας στα λιμάνια της Ευρώπης. Το 1348, η πανώλη διαδόθηκε στο Παρίσι και τη Φλάνδρα, την επόμενη χρονιά στην Αγγλία, στις χώρες της Αυτοκρατορίας και την Ιβηρική Χερσόνησο. Κατά τόπους μελέτες υποδεικνύουν ότι περίπου 50 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από το πρώτο κύμα του λοιμού, σε ορισμένες περιοχές το 60% του πληθυσμού.

Επρόκειτο μάλλον για ένα συνδυασμό βουβωνικής και πνευμονικής πανώλης, μολονότι δεν είναι εύκολο να ταυτίσουμε σήμερα με ακρίβεια τις επιδημίες που έπλητταν τους ανθρώπους του Μεσαίωνα.

Ο Πετράρχης απηχεί την αμηχανία όλων απέναντι στη δίχως προηγούμενο ανεξήγητη καταστροφή: Ρώτα τους ιστορικούς: σιωπή. Ρώτα τους επιστήμονες: τίποτα. Ρώτα τους φιλόσοφους: σηκώνουν τους ώμους, σμίγουν τα φρύδια, φέρνουν το δάχτυλο στα χείλη και απαιτούν σιωπή…

Παρ’ όλα αυτά, τον Οκτώβριο του 1348, η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Παρισιού, βασισμένη στις αρχαίες αυθεντίες αλλά και στις απαντήσεις ιατρών και αστρολόγων, συμπυκνώνει την επιστημονική γνώση της εποχής και γνωμοδοτεί αναφορικά με τις αιτίες της επιδημίας: Οι αιτίες είναι λένε «μακρινές», βρίσκονται «υπεράνω ημών, στους ουρανούς» και έχουν να κάνουν με συνδυασμούς των πλανητών. Είναι επίσης «κοντινές», βρίσκονται στον μιασμένο αέρα ή στη σαπίλα που αναδύεται από τη γη με σεισμούς. Υπάρχουν, τέλος, «προγνώσεις» και «σημεία» που αναφέρονται και στις «μακρινές» και στις «κοντινές» αιτίες.

Μολονότι οι χρονικογράφοι της εποχής αμφισβητούν τις ικανότητες των γιατρών να προσφέρουν βοήθεια, όταν ενσκήπτει το δεύτερο κύμα του λοιμού η επιδημία μοιάζει να ελέγχεται περισσότερο. Αλλωστε φαίνεται ότι ακόμη κι όταν διαφωνούσαν για τις αιτίες του λοιμού, αναγνώριζαν τους κινδύνους της μόλυνσης και έδιναν ανάλογες οδηγίες. Και βέβαια, στα χρονικά απαντά τόσο η κατακραυγή για την αδιαφορία των γιατρών όσο και οι αναφορές σε εκείνους που συμπαραστέκονται στους ασθενείς τους μέχρι τέλους.

Πολλοί, ακολουθώντας μια συνήθη την εποχή εκείνη ερμηνεία των φαινομένων, θεώρησαν τον λοιμό θεϊκή τιμωρία. Ενας χρονικογράφος από την Πιατσέντζα, σκηνοθετεί έναν διάλογο ανάμεσα στον Θεό και τη Γη και, αντλώντας από την Αποκάλυψη, εξηγεί γιατί ενέσκηψε η επιδημία: [Ο Θεός] ανίκανος να αντέξει περισσότερο τόσα απεχθή πράγματα, τόση φρίκη φώναξε στη Γη: «Τι κάνεις, Γη, αιχμάλωτη από συμμορίες ανάξιων μιασμένων από τις ελεεινές αμαρτίες τους ανθρώπων; […] Γιατί δεν ζητάς εκδίκηση με ανθρώπινο αίμα για τις κακές τους πράξεις; Γιατί ανέχεσαι να ζουν οι εχθροί και οι αντίπαλοί μου; […] ετοιμάσου να πάρεις την εκδίκηση που μπορείς…»

Οι συσσωρευμένες καταστροφές που προκαλούν αγωνίες και προσφέρουν στην Εκκλησία εύφορο το έδαφος για μια εκστρατεία ενοχοποίησης των πιστών. Πραγματείες γύρω από την «τέχνη του θνήσκειν» (ars moriendi) πολλαπλασιάζονται, καθώς η Εκκλησία καθοδηγεί τους θνήσκοντες να αποσπαστούν από τις εγκόσμιες ασχολίες και να υποταγούν στο θείο.

Οι κήρυκες καλούσαν το κοινό τους να στοχαστεί πάνω στον θάνατο και κάποιοι πιστοί επιχείρησαν να κατευνάσουν τη θεϊκή οργή με πράξεις ευλάβειας, όπως οι λιτανείες αλλά και με ακραίες εκδηλώσεις της θρησκευτικότητας, όπως οι ιδιότυποι προσκυνητές που μαστιγώνονται δημόσια σε ανάμνηση των Παθών και σε ένδειξη βαθιάς πίστης και μετάνοιας. Ενας βενεδικτίνος μοναχός τούς περιγράφει να δηλώνουν: «Υποσχόμαστε να απέχουμε από κάθε κακία, μετανοούμε και εξομολογούμαστε όλες τις αμαρτίες που θυμόμαστε…»

Η αδυναμία να εμποδίσουν την εξάπλωση της επιδημίας γέννησε εξιλαστήρια θύματα. Οι Εβραίοι κατηγορήθηκαν ότι δηλητηρίαζαν τα πηγάδια για να διαδώσουν την ασθένεια και έτσι μία ακόμη φαντασίωση προστέθηκε στο απόθεμα των θεωριών συνωμοσίας που απέδιδαν στους Εβραίους σχέδια καταστροφής της χριστιανοσύνης.

Οι φήμες σύμφωνα με τις οποίες οι Εβραίοι της βόρειας Ισπανίας και της νότιας Γαλλία έριχναν δηλητήριο στα πηγάδια διαδόθηκαν από τους πρώτους μήνες του 1348 και διατηρήθηκαν ακόμη και μετά την πάροδο του λοιμού. Από τις γαλλικές Αλπεις οι φήμες διαδόθηκαν και έφτασαν στην Αλσατία, στις γερμανικές χώρες έως την Πολωνία. Ούτε ο χαρακτηρισμός της φήμης ως «ανυπόστατης» από τον πάπα Κλήμη ΣΤ΄ στην Αβινιόν εμπόδισε τις βίαιες διώξεις. Στο Στρασβούργο έκαψαν ζωντανούς περισσότερους από 900 Εβραίους και αντίστοιχες πράξεις εκδηλώθηκαν στις αρχές του 1349 σε γερμανικές πόλεις.

Βορείως των Αλπεων, η καταναγκαστική ιδέα του θανάτου γέννησε νέες μορφές τέχνης και εικόνες στη ζωγραφική και την ποίηση: εικόνες του σώματος σε αποσύνθεση, εικόνες όπου ο θάνατος μεταμορφώνεται σε θηρίο, αγκαλιάζει τους ζωντανούς, γίνεται το ζευγάρι του καθενός από αυτούς, σέρνει έναν μακάβριο χορό στον οποίο πρέπει όλοι να συμμετάσχουν. Για πολλούς ιστορικούς η τέχνη αυτή μαρτυρεί ότι η επιδημία και ο φόβος του θανάτου υφαίνουν τον απαισιόδοξο πολιτισμό του ύστερου Μεσαίωνα. Για κάποιους άλλους, ο φόβος της γενικευμένης αρρώστιας και του θανάτου έθρεψε τον αισιόδοξο πολιτισμό της ιταλικής Αναγέννησης, που μάχεται για τη ζωή ενάντια στην κυριαρχία του θανάτου.

* H Ρ. Μπενβενίστε είναι καθηγήτρια της Ιστορίας της Μεσαιωνικής Ευρώπης (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας).

Εφημερίδα Συντακτών

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί