Αυτή είναι η «αριστεία» που ευαγγελίζονται: Διόρισαν ιδιωτικό υπάλληλο ως εκπρόσωπο του υπουργείου Ανάπτυξης στο ΔΣ του ΙΤΕ

Τι καταγγέλλει ο Σύλλογος Ερευνητών/Ερευνητριών και Εργαζομένων στην Έρευνα Ηρακλείου

Ανακοίνωση εξέδωσε ο Σύλλογος Ερευνητών/Ερευνητριών και Εργαζομένων στην Έρευνα Ηρακλείου, μέσω της οποίας καταγγέλλει ότι στο Διοικητικό Συμβούλιo του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), τοποθετήθηκε ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων μία ιδιωτική υπάλληλος.

Ο σύλλογος αναρωτιέται κατά πόσο είναι εφικτό, νόμιμο ή και ηθικό μία ιδιωτική υπάλληλος, άρα όχι υπάλληλος του ίδιου υπουργείου, να οριστεί μέλος ΔΣ σε ΝΠΙΔ όπως είναι το ΙΤΕ, ενώ κάνει λόγο για κομματικές «υποχρεώσεις».

Αναλυτικά, στην ανακοίνωση του Συλλόγου αναφέρεται:

Τις τελευταίες μέρες κυκλοφόρησε η είδηση στους χώρους εργασίας μας, ότι στο Διοικητικό Συμβούλιo του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), τοποθετήθηκε ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων μία ιδιωτική υπάλληλος. Αναρωτηθήκαμε, καταρχάς αν είναι εφικτό, νόμιμο ή και ηθικό μία ιδιωτική υπάλληλος, άρα όχι υπάλληλος του ίδιου υπουργείου, να οριστεί μέλος ΔΣ σε ΝΠΙΔ όπως είναι το ΙΤΕ. Τελικά, όντως ήταν γεγονός, όπως μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος εύκολα στη διαύγεια.

Στο ΔΣ του ΙΤΕ συμμετείχε πάντα εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) που οριζόταν από τον εκάστοτε υπουργό. Θέτουμε επομένως το ερώτημα, μπορεί μια ιδιωτική υπάλληλος να είναι εκπρόσωπος της ΓΓΕΤ και συνάμα του Υπουργείου; Ποια είναι άραγε η εμπειρία ή σχέση με την ακαδημαϊκή ή ερευνητική κοινότητα της εν λόγω εκπροσώπου του Υπουργείου;

Αν όπως υποψιαζόμαστε δε διαθέτει το υπόβαθρο για μια τέτοια θέση, απαιτούμε από τον Υφυπουργό Έρευνας και τον Υπουργό Ανάπτυξης να διορθώσουν άμεσα την απαράδεκτη επιλογή τους. Όπως φάνηκε ήδη σε πολλές περιπτώσεις, οι κομματικές «υποχρεώσεις» και μόνο, είναι η αριστεία που ευαγγελίζονται.

Αυτή την ενέργειά τους την κρίνουμε εντός ενός πλαισίου τοποθετήσεων και νομοθετημάτων τα οποία συστηματικά υποβαθμίζουν την ερευνητική δραστηριότητα στη χώρα μας. Η πρώτη ενέργεια ήταν η αλλοπρόσαλλη μεταφορά της ευθύνης της έρευνας από το Υπουργείο Παιδείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης, λες κι η έρευνα δε συνδέεται με την παιδεία και την εκπαίδευση ή η τριτοβάθμια εκπαίδευση δε συνδέεται με την έρευνα. Οι 150 περίπου θέσεις μόνιμου προσωπικού στα ερευνητικά κέντρα που ήταν έτοιμες να προκηρυχθούν και με την αλλαγή της κυβέρνησης, εξαερώθηκαν. Θα γίνει – λέει – πρώτα αξιολόγηση και μετά ανακατανομή τους, με το πιο πιθανό σενάριο να οδηγηθούμε στο τέλος της τετραετίας και να κατανεμηθούν σε προεκλογικά πλαίσια. Βέβαια, τα χρήματα όχι για 150, αλλά για 1500 νέες θέσεις αστυνομικών βρέθηκαν, συνεχίζοντας να έχουμε από τα μεγαλύτερα ποσοστά αστυνομικών ανά κατοίκους στην Ευρώπη (Eurostat). Και έτσι αντί για την παραγωγή νέας γνώσης για το αύριο, έχουμε την παραγωγή ακραίας καταστολής στα κεφάλια και τα σώματα των συμπολιτών μας.

Από την άλλη, έχουμε τον ίδιο τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, αγνοώντας κάθε ορισμό της έννοιας της έρευνας, να δηλώνει με αυστηρό ύφος ότι «έρευνα που δεν οδηγεί σε καινοτόμο προϊόν, δεν πρόκειται να χρηματοδοτηθεί». Αδυνατώντας να πιστέψουμε ότι οι συγκεκριμένες δηλώσεις είναι απλά αφελείς,  η πρόταση αυτή αγνοεί παντελώς την έρευνα στις κοινωνικές και θεωρητικές επιστήμες, αλλά είναι και ανιστόρητη, καθώς καθημερινές εφαρμογές προέκυψαν από ΒΑΣΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ που δεν είχε σκοπό την εφαρμογή (πχ ο μαγνητικός τομογράφος).

Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, θέλει -λέει- η Ελλάδα να γίνει περιφερειακός παίκτης στην έρευνα, καινοτομία και τεχνολογία. Γνωρίζει μήπως ποιο είναι το ποσοστό επί του ΑΕΠ της Ελλάδας για την έρευνα, σε σχέση με τον μέσο όρο των Ευρωπαϊκών κρατών; Με τα ως τώρα δεδομένα η χρηματοδότηση της ισοδυναμεί με μόλις 1% του ΑΕΠ. Σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του ΑΕΠ των τελευταίων ετών, η ερευνητική δραστηριότητα αντιμετωπίζει σοβαρή υποχρηματοδότηση. Ακόμα και στην Ευρώπη, παρόλο που επικρατούν αντίστοιχες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, το αντίστοιχο ποσοστό ως μέσος όρος κρατών διαμορφώνεται στο 2%. 

Από την άλλη βλέπουμε την αντισυνταγματική καθώς φαίνεται, εξίσωση των πτυχίων ιδιωτικών κολλεγίων με αυτά των ΑΕΙ (που έμμεσα καταργεί το άρθρο 16), τη χρηματοδότηση κατά 80% των υποχρηματοδοτούμενων πανεπιστημίων και το υπόλοιπο 20% να το λαμβάνουν μόνο αν πιάσουν τους “στόχους”. Τέτοιο καθεστώς τιμωρίας σε δημόσιο ή κρατικό φορέα, πρώτη φορά συναντάμε, από μια Υπουργό Παιδείας που δε γνωρίζει ούτε το ποσοστό επί του ΑΕΠ που πηγαίνει στην Παιδεία. 

Ως ΣΕΕΕΗ τα πάγια αιτήματα μας είναι:

  • Καθιέρωση συλλογικών συμβάσεων για όλους τους συμβασιούχους ερευνητές κι ερευνήτριες σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Συμβάσεις με ενιαίους, ισότιμους όρους εργασίας, αξιοπρεπείς μισθούς ανάλογα με τη βαθμίδα και την προϋπηρεσία, θέσπιση ωραρίου και πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα για όλους τους ερευνητές/τριες σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Δημόσια υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Ευνοϊκές ρυθμίσεις για τις νυν και μέλλουσες μητέρες. Μετατροπή των υποτροφιών σε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με πλήρη ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα με βάση το ενιαίο μισθολόγιο.
  • Σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου για το ερευνητικό/τεχνικό και διοικητικό προσωπικό που εργάζεται εδώ και πολλά έτη κάτω από επισφαλείς συνθήκες και με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή/και συμβάσεις έργου, ενώ καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες των ιδρυμάτων και προκήρυξη νέων μόνιμων θέσεων εργασίας για επιπλέον ερευνητικό/τεχνικό και διοικητικό προσωπικό.
  • Αύξηση του προϋπολογισμού για την Έρευνα και την Ανάπτυξη. Απεγκλωβισμός της Έρευνας από τα Ανταγωνιστικά Προγράμματα (είτε ελληνικά είτε διεθνή). Σταθερή κρατική χρηματοδότηση για Έρευνα, Υγεία και Παιδεία.

Δείτε την απόφαση στη Διαύγεια ΕΔΩ

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί