Δια χειρός Κονδυλάκη: Μια παλιά δοξασία της Κρήτης για… τα βόδια στην Κρήτη που μιλούσαν τη νύχτα των Χριστουγέννων!

 
Μια δοξασία που υπήρχε κάποτε στην Κρήτη, σύμφωνα με την οποία τη νύχτα των Χριστουγέννων τα βόδια, που ζέσταναν τον νεογέννητο Χριστό, έπαιρναν ανθρώπινα στοιχεία και μιλούσαν, μας μεταφέρει σε χρονογράφημά του  ο Ιωάννης Κονδυλάκης. Σύμφωνα με αυτήν, τα βόδια μιλάνε το βράδυ των Χριστουγέννων, καθώς είναι από τα ευνοημένα τετράποδα, αφού ένα από αυτό παρέστη στη γέννηση του Χριστού στη φάτνη της Βηθλεέμ!
Στο κείμενό του ο Κονδυλάκης υποστηρίζει ότι η δοξασία αυτή υπήρχε στην Κρήτη τα παλαιότερα από τη δική του εποχή χρόνια, αλλά φαίνεται ότι αυτή συνεχίστηκε και στην περίοδο μετά τον Κονδυλάκη, καθώς στα δικά μας σχολικά χρόνια θυμόμαστε να μας τη μεταφέρει – φυσικά ως δοξασία του παρελθόντος- ο σεβαστός μας δάσκαλος, ο Σητειακός, Γιάννης Μαρουκλής, με την εξής προσθήκη: αν κάποιος άνθρωπος επιχειρούσε να… παρακολουθήσει μια συνομιλία τους, αυτά σταματούσαν να μιλούν για να μην τους ακούσει! Κι έτσι διατηρήθηκε στο χρόνο μια περίεργη παράδοση της Κρήτης, με την «ασφαλιστική δικλείδα» της μη διάψευσης στον αιώνα τον άπαντα!
Το χρονογράφημα του Ιωάννη Κονδυλάκη είχε δημοσιευτεί στο «Εμπρός», στην εφημερίδας στην οποία υπήρξε επί πολλά χρόνια αρχισυντάκτης, το Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 1910. Φυσικά στο χρονογράφημά του, όπως σε όλα τα αντίστοιχα χρονογραφήματα που συνέγραφε για την εφημερίδα, υπογράφει ως «Διαβάτης». Σημειώνεται η διαφορετική γραφή της λέξης «βόδια» από τον Κονδυλάκη, δηλαδή με ωμέγα (βώδια).
 
«Τί λέγουν τα βώδια
 

Εις την πατρίδα μου υπήρχεν άλλοτε και ίσως υπάρχει ακόμη μεταξύ των αφελών χριστιανών η ιδέα ότι τα βώδια μιλούν εις μίαν ωρισμένην στιγμήν του έτους· η στιγμή δε αυτή είνε, εκείνη κατά την οποίαν εγεννήθη ο Χριστός. Επειδή εις εκ των προγόνων των παρέστη κατά την γέννησιν του Ιησού εις το σπήλαιον της Βηθλεέμ, εδόθη εις τους απογόνους άνωθεν το δώρον του λόγου, αλλά μόνον διά μίαν στιγμήν.
Το δώρον, ως βλέπετε, έχει αμφίβολον αξίαν και ολίγον συνετέλεσεν εις την πρόοδον της ρητορικής. Άλλως τε και εξ εκείνων οίτινες επίστευον και πιστεύουν εις αυτό το θαύμα, ουδείς δύναται να το διαβεβαιώση, ως μάρτυς ο οποίος το ήκουσε με τ’ αυτιά του. Ομοίως πιστεύεται ότι κατά την νύκτα της Αναλήψεως σχίζονται και ανοίγουν διά μίαν στιγμήν οι ουρανοί. Και ενώ πολλοί το λέγουν, ουδείς το είδε· και αν παρουσιασθή κανείς διατεινόμενος ότι το είδε, δυσκόλως θα γίνη πιστευτός. Αυτά τα πράγματα τα είδαν και τα ήκουσαν πάντοτε άλλοι, άνθρωποι τους οποίους κανείς δεν γνωρίζει και διά τούτο όλοι τους πιστεύουν χωρίς συζήτησιν.
Αλλ’ εγνώρισα και ένα, εις την πατρίδα μου πάντοτε, ο οποίος είχεν ακούσει τα βώδια να μιλούν τα ήκουε μάλιστα τακτικά.
Ο άνθρωπος εκείνος ωνομάζετο Συρμαλής· ήτο χωρικός, αλλ’ ούτε από τους πλέον ευσεβείς, ούτε από τους πλέον φιλαλήθεις εις το χωριό του. Κατ’ έτος, ως έλεγε την νύκτα των Χριστουγέννων διενυκτέρευεν εις τον σταύλον του κατά τα μεσάνυκτα εγέμιζεν έξαφνα από φως ο σταύλος και τα βώδια εστέκοντο ως εκστατικά. Συνέβη μάλιστα να νομίση, χωρίς να δύναται, να το βεβαιώση, ότι εκίνουν τον δεξιόν εμπροσθινόν πόδα, ως να έκαναν τον σταυρόν των. Έπειτα ήρχιζαν να ομιλούν ως άνθρωποι. Αλλ’ η συνδιάλεξίς των δεν διήρκει πολύ.
Ως επί το πολύ δε έλεγον πράγματα συμφέροντα εις τον Συρμαλήν η εξυπηρετούντα την κακολογίαν του εναντίον εκείνων, τους οποίους δεν εχώνευε. Μίαν φοράν λ.χ. τα ήκουσε να λέγουν:
– Eίνε δίκιο τώρα και σωστό να λεγώμεθα ημείς βώδια και να λέγεται άνθρωπος ο Νικολής ο Πριναράς;
Και επί ημέρας εγέλων οι χωριανοί εις βάρος του Πριναρά, ο οποίος αληθώς δεν ήτο πολύ νοημονέστερος από ένα βώδι, αλλά του οποίου το μεγαλείτερον ελάττωμα ήτο ότι είχε διενέξεις κτηματικάς με τον Συρμαλήν.
Αλλ’ ενώ κατ’ αρχάς τα βώδια του Συρμαλή του έλεγον ευθύμους κακολογίας περί των άλλων, ήλθε και έτος, κατά το οποίον ωμίλησαν και περί αυτού διά να του είπουν δυσάρεστα πράγματα. Είχε χρεωθή εις ένα τοκογλύφον και εντός ολίγων ετών τόσον είχεν εξογκωθή το χρέος του, ώστε δια να το εξοφλήση δεν θα έφθανεν εντός ολίγου ολόκληρος σχεδόν η περιουσία του.
Ο τοκογλύφος ήρχισε να τον πιέζη· έπειτα του εκίνησεν αγωγήν και εφοβέριζε να του πωλήση εις πλειστηριασμόν την περιουσίαν του. Ο Συρμαλής τον εύρε και τον παρεκάλεσε να μη πετάξη τα παιδιά του στον δρόμον διά χρέος, το οποίον του είχε πληρώσει διπλάσιον. Ο τοκογλύφος όμως έμενεν άκαμπτος και αμείλικτος.
Δια τούτο ο Συρμαλής εισήλθε πολύ κατηφής εις τα Χριστούγεννα. Την δευτέραν ημέραν των Χριστουγέννων κάποιος συγγενής του τοκογλύφου τον συνήντησε και γελών τον ηρώτησε:
– Τι είπανε τα βώδια εφέτος, Γιώργη;
– Είπανε πως αν μου κάμη την κατάσχεσι ο μπάρμπας σου δεν θα βγάλη το μήνα. Και να του το πης.
Αλλ’ η απειλή δεν έπιασε τόπον. Ο τοκογλύφος επέμεινεν εις την απόφασίν του. Μετά τινάς ημέρας τον συνήντησεν ο Συρμαλής. Ήτο τρομερά εξαγριωμένος.
– Τώπαν τα βώδια και δεν το πίστευσες. Λοιπόν τώρα σου το λέγω εγώ που δεν είμαι βώδι. Δεν θα βγάλης όχι το μήνα, αλλά την ημέρα τη σημερινή.
Και τον ήρπασεν από τον λαιμόν, ενώ το άλλο του χέρι εκινείτο εις, το στηθός του να σύρη όπλον.
Ο τοκογλύφος έτοιμος να λιποθυμήση, είπε:
– Γιώργη, μη με σκοτώσης. Συλλογίσου τι μέρα είχαμε χθες.
– Εσύ δεν το συλλογίζεσαι;
– Σου δίδω προθεσμία.
– Όχι προθεσμία, θέλω να μου χαρίσης τους τόκους που μου ζητάς παραπάνω.
Ο τοκογλύφος εδίσταζεν. Αλλά νέον σφίξιμον του λαιμού του υπό της σιδηράς χειρός του Συρμαλή επετάχυνε την απόφασίν του.
– Ας είνε, σου τους χαρίζω.
– Επί γης ειρήνη λοιπόν, είπεν ο Συρμαλής και τον αφήκε.

ΔΙΑΒΑΤΗΣ»

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί