Ο Καζαντζάκης ως υποστηρικτής της φιλοσοφικής τάσης του έμμεσου ρεαλισμού στην «Ασκητική».

Του Μανώλη Λ. Πασπαράκη*

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι pasparakis-man.jpg

Δεκέμβριος 1991

Στα χέρια μου έρχεται για πρώτη φορά ένα βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη. Ήμουν μαθητής της πρώτης γυμνασίου. Τίτλος του βιβλίου «Salvatores Dei», «Ασκητική». Δηλαδή, «Σωτήρες του Θεού» (ή οι άνθρωποι είναι Σωτήρες του Θεού), «Ασκητική». Τότε, γνώριζα πως το βιβλίο αυτό, υπό μία έννοια «το κατά Καζαντζάκην ευαγγέλιο», κατά μία ελβετική εφημερίδα (1), είχε σταθεί αφορμή για άλλη μία επίθεση εναντίον της ελευθερίας του πνεύματος του συγγραφέα. Τα νοήματα, για εκείνο το στάδιο της προσωπικής μου εξέλιξης, δύσκολα, αλλά ενδιαφέροντα. Με το τέλος της ανάγνωσης έμεινα με την εντύπωση πως χρειάζονται βήματα, εκ μέρους μου, για να κατανοήσω τις έννοιες στην ακρίβειά τους.

Δεκέμβριος 2015, ημέρα γενικής εφημερίας, ώρα 23:40.

Σε ημέρα γενικής εφημερίας, καλούμαι να γνωμοδοτήσω, από ψυχιατρικής άποψης, για μία κυρία 89 ετών, στο Τμήμα Επειγόντων περιστατικών. Η κυρία, σε πολύ καλή κατάσταση και με καλή αποδοτικότητα των νοητικών της λειτουργιών, συνοδευόταν από τα δύο της παιδιά. Μου ζήτησε να αποχωρήσουν για να μου μιλήσει με ελευθερία. Το σεβάστηκα και την άκουσα με προσοχή. Μου περιέγραψε πως το τελευταίο διάστημα, ειδικά το βράδυ, την επισκέπτονται και κάθονται στο τραπέζι του σπιτιού της, όπου ζει μόνη, ο σύζυγος και ο γιος της. Αμφότεροι είχαν φύγει πρόσφατα από τη ζωή. Μου ανάφερε χαρακτηριστικά:         “ Όλα τούτα που ζω, τον τελευταίο καιρό, τα περιγράφω συνεχώς στα παιδιά μου. Για την ακρίβεια, δεν τα περιγράφω στο σύνολό τους, γιατί θα νομίζουν πως σε αυτή την ηλικία κουζουλάθηκα εντελώς (έχασα τα λογικά μου). Εγώ μιλώ του αντρούς μου και του γιου μου και αυτοί δεν μου απαντούν. Έπειτα, είναι φορές που θωρώ (που κοιτάζω) στο παραθύρι, επάνω από τον νεροχύτη, ειδικά την ώρα που πέφτει ο ήλιος και βλέπω απ’ έξω, παράξενα πρόσωπα να με κοιτούν. Εγώ, καταλαβαίνω ντο, πως δεν έχω κουζουλαθεί, μα όλα τούτα που θωρώ, μάλλον, τα φτιάχνει ο ίδιος μου ο νους”.

Είχα καταλάβει άμεσα πως απέναντί μου, είχα μία κυρία, η οποία είχε την ευφυΐα και την νοητική ικανότητα, τη δεδομένη στιγμή, να κατανοεί επακριβώς τη φύση του προβλήματός της. Βίωνε, για πρώτη φορά στα 89 της έτη, τη βιωματική εμπειρία των οπτικών ψευδαισθήσεων. Οι υποθέσεις μου, ως προς τη διάγνωση, ήσαν οι εξής τρεις:

1) Charles Bonnet Syndrome,

2) Delirium από παθολογική αιτία,

3) Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Για να καταλήξω σε συμπέρασμα ήταν απαραίτητη η διεξαγωγή εργαστηριακού ελέγχου και παθολογικής εκτίμησης, νευρολογικής εκτίμησης, αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου και οφθαλμιατρικής εκτίμησης. Έχοντας τη συνεισφορά των λοιπών ειδικοτήτων, είχα αποκλείσει την οποιαδήποτε παθολογική αιτία γένεσης του φαινομένου (άρα το delirium), καθώς και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τέσσερα ήσαν τα στοιχεία που είχα στη διάθεσή μου:

α) Από την οφθαλμιατρική εκτίμηση προέκυπτε ιδιαίτερα χαμηλή αποδοτικότητα, για την εξεταζόμενη κυρία, αναφορικά με την ικανότητα πρόσληψης πληροφοριών από το εξωτερικό περιβάλλον, καθώς και αναφορικά με τη διαδικασία ροής αυτών, διαμέσου του οφθαλμού, προς τον εγκέφαλο. Συγκεκριμένα, η οπτική οξύτητα, από την εξέταση αμφότερων των οφθαλμών, αντιστοιχούσε στο 1/10,

β) Στο ιστορικό της αναφέρετο διαγεγνωσμένος καταρράκτης και στους δύο οφθαλμούς, για τον οποίον δεν είχε υπάρξει θεραπευτική παρέμβαση,

γ) Από τον εργαστηριακό έλεγχο προέκυπτε έλλειμμα ως προς τα επίπεδα της βιταμίνης B12 στο αίμα,

δ) Από την ψυχιατρική εκτίμηση διακρινόταν η επικράτηση υποθάλπτοντος καταθλιπτικού συναισθήματος, σε συνάρτηση με το πένθος το οποίο βίωνε.

Η ερμηνεία που απέδωσα ήταν η εξής:

Ο εγκέφαλος της κυρίας των 89 ετών, δεδομένου του ελλείμματος της ικανότητας πρόσληψης οπτικών ερεθισμάτων με σκοπό την ακέραιη δόμηση των εικόνων στο νου βάσει των αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος, οδηγείτο, ειδικά από το σούρουπο και εξής, όταν το φως του εξωτερικού περιβάλλοντος, ουσιαστικά, παύει να υπάρχει, σε υπερ-ενεργοποίηση περιοχών του εγκεφάλου, οι οποίες αντιστοιχούν στον πλευρικό κροταφικό λοβό, στο ραβδωτό και στο θάλαμο (3) (βλ. επίσης εικόνα 1). Με άλλα λόγια, η μειωμένη οπτική οξύτητα, οφειλόμενη στον καταρράκτη, οδηγούσε τον εγκέφαλο στο να υπερλειτουργεί σε συγκεκριμένες περιοχές, ώστε να αναπληρωθεί το “έλλειμμα” στις αναδυόμενες από αυτόν νοητικές εικόνες. Το έλλειμμα της βιταμίνης B12, λειτουργούσε ως συν-μεταβλητή στην πρόκληση του φαινομένου, ενώ το περιεχόμενο των νοητικών εικόνων επενδύετο από τις αποθηκευμένες νοητικές μνήμες της κυρίας (η εικόνα του συζύγου και του γιου). Το καταθλιπτικό συναίσθημα (ακόμα και εάν δεν εκφραζόταν με γλαφυρό τρόπο) ήταν ο βασικός εκλυτικός παράγων για να διαμορφωθεί συγκεκριμένο περιεχόμενο (και νόημα) των ψευδαισθήσεων, βάσει της αυτοβιογραφίας της εξεταζόμενης κυρίας.

paspar

Εικόνα 1. Οι περιοχές 17, 18, 19 και 37 κατά Brodmann, εκτός από τον ρόλο τους για το σχηματισμό των νοητικών εικόνων, υπό φυσιολογικές συνθήκες, είναι εκείνες οι οποίες συσχετίζονται με τη γένεση οπτικών ψευδαισθήσεων (3).

Η διάγνωση εξόδου ήταν “Charles Bonnet Syndrome”, ένα σύνδρομο το οποίο χαρακτηρίζεται από την εκδήλωση οπτικών ψευδαισθήσεων, σε άτομα κυρίως ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών (βλ. παραπομπές). Τα άτομα αυτά δεν αντιμετωπίζουν κάποιο ψυχιατρικό πρόβλημα, αλλά χαρακτηρίζονται από μειωμένη οπτική οξύτητα. Το περιέγραψε για πρώτη φορά, το έτος 1760, ο Ελβετός Φιλόσοφος και Βιολόγος Charles Bonnet, παρατηρώντας τη συμπεριφορά του παππού του, όταν εκείνος, σε ηλικία 89 ετών, εξαιτίας ελλείμματος στην ικανότητα οράσεως, λόγω καταρράκτη, εκδήλωσε οπτικές ψευδαισθήσεις.

Μετά το πέρας της εξήγησης του φαινομένου στην κυρία και στα παιδιά της και αφού συνέστησα το θεραπευτικό πλάνο, αποχώρησα φέρνοντας στη μνήμη μου τις διαλέξεις της καθηγήτριάς μου, κας Βενιέρη, στα μαθήματα Φιλοσοφίας, κατά τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, αλλά και το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, «Ασκητική». Η φράση της ασθενούς που μόλις είχα εξετάσει “όλα τούτα που θωρώ, μάλλον, τα φτιάχνει ο ίδιος μου ο νους”, με έκαναν να συνδυάσω τη σχέση του “πρώτου χρέους” της «Ασκητικής» με το φιλοσοφικό ρεύμα του «έμμεσου ρεαλισμού», όπως το είχα διδαχτεί.

Η «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη. Το “πρώτο χρέος”.

Ο Καζαντζάκης άρχισε να γράφει την «Ασκητική» στη Βιέννη και την ολοκλήρωσε στο Βερολίνο κατά το τέλος του 1922 ή στις αρχές του 1923. Για πέντε χρόνια μετά την οριστικοποίηση της πρώτης γραφής περιέφερε μαζί του τα χειρόγραφα, έχοντας την αδημονία να την δει τυπωμένη, με την προοπτική διορθώσεων στο μέλλον, όπως συνήθιζε, καθώς ακόμη και σε βιβλία του υπό κυκλοφορία έκανε ιδιόχειρες διορθώσεις. Το φθινόπωρο του 1927 η «Ασκητική» δημοσιεύεται στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δημήτρη Γληνού. Συγγραφέας και εκδότης καλούνται σε απολογία από τον ανακριτή, ο πρώτος γιατί έγραψε το «ασεβέστατο» αυτό βιβλίο και ο δεύτερος γιατί δημοσίευσε στο περιοδικό του την «άθεη παλιοφυλλάδα». Και οι δύο παραπέμφθηκαν σε δίκη στις 10 Ιουνίου 1930. Δίκη η οποία δεν διεξήχθη ποτέ (1).

Στην αρχή του βιβλίου, στο “πρώτο χρέος”, ο Καζαντζάκης καταθέτει με σαφήνεια και ακρίβεια την άποψή του περί της αντιλήψεως του εξωτερικού κόσμου από τον άνθρωπο. Μεταφέρω το εδάφιο του βιβλίου ακέραιο, καθώς η κάθε λέξη έχει σημασία, για τη διαμόρφωση της θέσης του συγγραφέα και για το συσχετισμό αυτής με τη φιλοσοφία της αντίληψης:

“ Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου. Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος. Τ’ άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα. Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται. -“Εγώ μονάχα υπάρχω!” φωνάζει ο νους. “Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα. Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σαν το νερό, το χάος μουγκρίζει. Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο. Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες. Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος. Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ, δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: “Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!” Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα. Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω. Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη. Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει“.

Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του ανθρώπινου νου, και μέσα στ’ αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα, ακατάπαυτα να δουλεύεις. Να ποιο είναι το πρώτο σου χρέος.

Με αντρεία, με σκληρότητα στερέωσε πάνω στο σαλευόμενο χάος το καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, ν’ αλωνίσεις, να λιχνίσεις, σα νοικοκύρης, τα σύμπαντα. Καθαρά να ξεχωρίσεις κι ηρωικά να δεχτείς τις πικρές γόνιμες τούτες, ανθρώπινες, σάρκα από τη σάρκα μας, αλήθειες:

α) Ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μονάχα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία.

β) Κι όχι όλα τα φαινόμενα, παρά μονάχα τα φαινόμενα της ύλης.

γ) Κι ακόμα στενώτερα: όχι καν τα φαινόμενα τούτα της ύλης, παρά μονάχα τους μεταξύ τους συνειρμούς.

δ) Κι οι συνειρμοί τούτοι δεν είναι πραγματικοί, ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο. Είναι κι αυτοί γεννήματα του ανθρώπου.

ε) Και δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι, παρά μονάχα οι πιο βολικοί για τις πραχτικές και νοητικές του ανάγκες.

Μέσα στα σύνορα τούτα, ο νους είναι ο νόμιμος απόλυτος μονάρχης. Καμιά άλλη εξουσία στο βασίλειο του δεν υπάρχει. Αναγνωρίζω τα σύνορα τούτα, τα δέχουμαι μ’ εγκαρτέρηση, γενναιότητα κι αγάπη, κι αγωνίζουμαι μέσα στην περιοχή τους άνετα σα να ‘μουν ελεύτερος.

Υποτάζω την ύλη, την αναγκάζω να γίνει καλός αγωγός του μυαλού μου. Χαίρουμαι τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τους θεούς σαν παιδιά μου. Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακολουθάει σα σώμα. Σε άξαφνες φοβερές στιγμές αστράφτει μέσα μου: -“Όλα τούτα είναι παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα“. Μα ξαναζεύουμαι, πάλι, γοργά στον τροχό της ανάγκης κι όλο το Σύμπαντο ξαναρχινάει γύρα τρογύρα μου την περιστροφή του.

Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου. Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα, πριν να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς” (2).

Η Φιλοσοφία της αντίληψης. Η μάχη άμεσου και έμμεσου ρεαλισμού.

Η αισθητηριακή αντίληψη αποτελεί αντικείμενο μελέτης διαφόρων κλάδων τόσο των επιστημών όσο και της φιλοσοφίας. Στη φιλοσοφία, η μελέτη της αντίληψης αποτελεί τόπο συνάντησης της φιλοσοφίας του νου, της γνωσιοθεωρίας, της φιλοσοφίας της επιστήμης και της αισθητικής.

Πώς ορίζεται, όμως, η αντίληψη;

Αντίληψη είναι ο τρόπος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο διαμέσου των αισθήσεών μας.

Στη νεότερη φιλοσοφία, η προβληματική του τρόπου με τον οποίον ερχόμαστε σε επαφή μέσω της αντίληψης, δηλαδή άμεσα ή δια της διαμεσολάβησης, αποτελεί κεντρικό θέμα διαμάχης δύο φιλοσοφικών ρευμάτων: του άμεσου και του έμμεσου ρεαλισμού. Ρεαλιστής θεωρείται ο φιλόσοφος ο οποίος υποστηρίζει ότι κάποιες οντότητες, εν προκειμένω τα φυσικά αντικείμενα, υπάρχουν ανεξάρτητα από το νου του ανθρώπου. Στη φιλοσοφία της αντίληψης χρησιμοποιούνται οι όροι άμεσος (direct) και έμμεσος (indirect) για να χαρακτηρίσουμε δύο είδη ρεαλισμού ως προς την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου. Σύμφωνα με τον άμεσο ρεαλισμό, αντιλαμβανόμαστε άμεσα τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Άμεση πρόσβαση στα αντικείμενα έχουμε όταν δεν αντιλαμβανόμαστε μέσω κάποιων άλλων αντικειμένων ή καταστάσεων, ενώ έμμεση όταν μεσολαβεί ένα αντικείμενο ή κατάσταση μέσα από την οποία αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Για τον άμεσο ρεαλιστή, τα φυσικά αντικείμενα ή οι επιφάνειές τους είναι τα άμεσα ή αδιαμεσολάβητα αντικείμενα της αντίληψης. Στον έμμεσο ρεαλισμό αντιλαμβανόμαστε τον εξωτερικό κόσμο συνήθως μέσω κάποιων μη φυσικών  οντοτήτων, νοητικών αναπαραστάσεων, ιδεών, εντυπώσεων, σύμφωνα με τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν από τον 17ο αιώνα ή μέσω των αισθητηριακών δεδομένων (sense data),  σύμφωνα με τις θεωρίες του 20ου αιώνα. Για τις περισσότερες θεωρίες του έμμεσου ρεαλισμού τα άμεσα αντικείμενα της αντίληψης είναι νοητικά (μη φυσικά) (4).

Επίλογος

Ο Καζαντζάκης, με βάση το εδάφιο της Ασκητικής “πρώτο χρέος”, αποτελεί υποστηρικτή του έμμεσου ρεαλισμού. Επί της ουσίας, η άποψή του αποτυπώνεται στη φράση με την οποία ξεκινά: “ Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου”.  Φράση, η οποία είναι όμοια με τα λόγια της κυρίας 89 ετών, όταν κατά την εξέτασή της, μου είχε πει: “Όλα τούτα που θωρώ, μάλλον, τα φτιάχνει ο ίδιος μου ο νους”.

Από τα όσα μου υπαγορεύει η εμπειρία μου, έως τώρα, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη θέση, εκείνη του έμμεσου ρεαλισμού, υπερισχύει έναντι του άμεσου. Ο Καζαντζάκης αναφέρεται στην ανθρώπινη αντίληψη υπό φυσιολογικές συνθήκες, δίχως να κάνει αναφορές σε παρεκκλίσεις αυτής. Στο παράδειγμα που ανέφερα, στην αρχή του κειμένου μου, εστιάζω στη βιωματική εμπειρία της οπτικής ψευδαίσθησης. Όταν κάποιος έχει την εμπειρία αυτή θεωρεί ότι η νοητική του εικόνα αντιστοιχεί στην εμπειρία ενός φυσικού αντικειμένου το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει. Η κυρία του παραδείγματός μου ήταν πεπεισμένη ότι έβλεπε το σύζυγο και το γιο της, οι οποίοι, όμως, είχαν φύγει από τη ζωή. Εφόσον τους έβλεπε σημαίνει ότι έβλεπε κάτι μη φυσικό. Δεν μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην ψευδαίσθησή της και στη φυσική υπόσταση των αγαπημένων της προσώπων. Ως εκ τούτου, μπορούμε να υποστηρίξουμε, όπως ακριβώς υποστηρίζουν οι φιλόσοφοι του έμμεσου ρεαλισμού και συγκεκριμένα εκείνοι που τάσσονται υπέρ των αισθητηριακών δεδομένων (sense data), ότι, πιθανότατα, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο, ένας “κοινός παράγοντας” ανάμεσα στην αληθή αντίληψη και στην ψευδαίσθηση (4). Αυτό το κοινό στοιχείο, θα πρέπει να είναι νοητικό, μη φυσικό, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι και στην αληθή αντίληψη δεν αντιλαμβανόμαστε άμεσα τα αντικείμενα, αλλά τα αισθητηριακά δεδομένα. Επομένως, η αντίληψη του φυσικού κόσμου, διαμεσολαβείται πάντοτε από τα αισθητηριακά δεδομένα (4), όπως υποστηρίζει αναλυτικά και με σαφήνεια ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Ασκητική».

Βιβλιογραφικές αναφορές:

  • Σταύρου Π., 2005, Η «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, Εφημερίδα Καθημερινή, Ενότητα Αρχείο Πολιτισμού (ημερομηνία δημοσίευσης 24.08.2005).
  • https://research.uni-leipzig.de/giannis/Philosophie/ASKHTIKH.pdf.
  • Pang L., 2016, Hallucinations Experienced by Visually Impaired: Charles Bonnet Syndrome, Optometry and Vision Science 93 (12): 1466 – 1478.
  • Βενιέρη Μ., 2013, Το πέπλο της αντίληψης: Αισθήσεις και αντικείμενα, Εκδ. Νήσος, Αθήνα.

Παραπομπές για το Charles Bonnet Syndrome:

http://www.rnib.org.uk/eye-health/your-guide-charles-bonnet-syndrome-cbs/charles-bonnet-syndrome

https://www.youtube.com/watch?v=T6504PLC0qo

*Ο Μανώλης Λ. Πασπαράκης είναι Ιατρός [Πανεπιστήμιο της Βολωνίας (Bologna), Ιταλία], κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης «Εγκέφαλος και Νους» (Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης), Διδάκτορας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης (Γενετική Ψυχιατρική), Υποψήφιος Διδάκτορας του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, καθώς και ειδικευόμενος ιατρός στην Ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί