Νοσταλγώ τις Απόκριες των παιδικών μου χρόνων

Του Μηνά Παπαδάκη

Την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου ανοίγει το «Τριώδιον» και αρχίζει η περίοδος των Απόκρεων. Τις τρεις αυτές εβδομάδες που μεσολαβούν έως την τυρινή Κυριακή ,είναι μια περίοδος οινοποσίας και διασκέδασης, ελευθερίας και ελευθεριότητας.
Στις μέρες μας οι Απόκριες έχουν μετονομασθεί σε «καρναβάλια». Προαναγγέλλονται και διαφημίζονται από τα Ραδιόφωνα, τις εφημερίδες τις Τηλεοράσεις και με τεράστια πανό κρεμασμένα στα κάγκελα των γεφυρών των εθνικών δρόμων και αλλού.
Σε ελάχιστα χωριά μπορεί ακόμα να συναντήσεις να εορτάζεται η Αποκριά με τον παλιό αγνό παραδοσιακό τρόπο. Δυστυχώς και εδώ ο αυθορμητισμός και η εθελούσια συμμετοχή του κόσμου έχει μετατραπεί σε οργανωμένα Σόου με παρελάσεις με άρματα με ημίγυμνες μαζορέτες και καρναβαλιστές με πανάκριβες πολύχρωμες ενδυμασίες.
Νοσταλγώ τις Απόκριες των παιδικών μου χρόνων, τότε που από την Τσικνοπέμπτη και μετά άρχιζαν τα μασκαρέματα μεγάλων συνήθως ανδρών και γυναικών κατά γειτονιές, με μοναδικές στολές μεταμφίεσης αναποδογυρισμένα σακάκια ή μεγάλα φουστάνια με πρόσωπα μουζωμένα από την κάπνα των πήλινων τσικαλιών ή καλυμμένα με ένα μαύρο «μπολίδι» της γιαγιάς αραιοϋφασμένο για να βλέπουν χωρίς όμως να μπορεί να αναγνωριστούν από τους ανθρώπους των συγγενικών τους σπιτιών που κυρίως επισκέπτονταν.
Στα χέρια τους που και αυτά ήταν καλυμμένα με κάλτσες κρατούσαν πολύ χοντρές βέργες που μ΄ αυτές χτυπούσαν τις πόρτες για να τους ανοίξουν οι νοικοκυραίοι και τις οποίες ύψωναν απειλητικά όταν προσπαθούσαν να τους βγάλουν τα «μπολίδια» για δουν ποιοι είναι, συνήθως στο τέλος της επίσκεψης αποκάλυπταν μόνοι τους το πρόσωπό τους.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις κορυφώνονταν την τελευταία Κυριακή, οι μασκαράδες από το πρωί γύριζαν όλο το χωριό, στη συνέχεια επισκέπτονταν τα κοντινά γειτονικά χωριά και κατά το απόγευμα μαζεύονταν όλοι μαζί στην πλατεία της εκκλησίας στο κέντρο του χωριού.
Εκεί είχε μαζευτεί όλο το χωριό, τα γέλια των παιδιών αλλά και των γερόντων από τα καμώματα των μεταμφιεσμένων ανέβαιναν στα ουράνια και μαζί τους γελούσαν και οι ψυχές των αποθαμένων που όπως λένε καταβαίνουν στη γη τούτες τις ημέρες για να διασκεδάσουν.
Τα σκωπτικά ποιήματα είχαν το πρώτο λόγο:
«πάει η μάννα μου στο παζάρι
και μου παίρνει ένα φουστάνι
μα ήτανε πολύ κοντό μου
και στα γόνατα μου φτάνει
πάω να κάνω το σταυρό μου
και εφάνη…. το κωλιό μου».!!!
Οι μεταμφιέσεις ήταν αυτοσχέδιες και κωμικές, τα πιο προσφιλή θέματα ήταν η καμήλα, ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας έβαζε στους ώμους του ένα μικροκαμωμένο και αδύνατο νέο και ένας άλλος τον έπιανε από τη μέση και σκύβοντας τον ακολουθούσε κατά πόδας. Όλοι μαζί σκεπάζονταν από ένα τεράστιο σεντόνι που έφτανε ως το έδαφος, ο καμηλιέρης την τραβούσε με ένα κομμάτι σκοινί και την πρόσεχε πολύ, όταν τους κερνούσαν δεν ξεχνούσε να προσφέρει και στην καμήλα από ένα μικρό άνοιγμα που είχαν κάνει στο σεντόνι.
Το πιο προσφιλές θέμα ήταν η κηδεία και όταν κατέφθανε στην πλατεία η νεκρώσιμη ακολουθία ό Σταθογιώργης ντυμένος παπάς, ο Σαρακηνός ντυμένος γυναίκα στα μαύρα να μοιρολογάται τον άντρα της και οι λοιποί συγγενείς να κλαίνε και να οδύρονται ακολουθώντας το φέρετρο μια ξυλόσκαλα που απάνω είχαν ξαπλώσει ένα ομοίωμα άντρα σκεπασμένο με κουρέλια .Οι κραυγές και οι θρήνοι ανακατεύονταν με τις αυτοσχέδιες ψαλμωδίες με αποκορύφωμα την ανάγνωση του Ευαγγελίου από τον υποτιθέμενο ιερέα, ο οποίος ζητούσε ησυχία ανέβαινε σε μια πέτρα για να τον βλέπουν και να ακούγεται και διάβαζε υποτίθεται το Ευαγγέλιο:
«Τον καιρό της Γαλιλαίας και της μακρολιναρέας……
Ποιος θα ξεχάσει τον Στελιανό ένα τεράστιο και δυνατό άνδρα με έξι δάκτυλα στα χέρια και τα πόδια με το μικρόσωμο γάιδαρο του, που πότε τον καβαλίκευε και έφταναν τα πόδια του χάμω και πότε τον σήκωνε στους ώμους όταν το ζώο φοβισμένο από τις φωνές του κόσμου αρνούνταν να προχωρήσει .!!!
Ποιος δεν θυμάται τους μασκαράδες από το διπλανό χωριό τον Αμπελούζο; Μια χρονιά περιέφεραν στο χωριό μια μεγάλη κασέλα και προέτρεπαν τον κόσμο να πλησιάσει για να δει το μεγαλύτερο μαϊμούνι στον κόσμο, που μόλις το είχαν φέρει από την Αφρική και ανοίγοντάς την, έβλεπες ….το πρόσωπό σου μέσα σε ένα μεγάλο καθρέπτη που είχαν τοποθετήσει στον πάτο της κασέλας.!!!
Ανεξίτηλα έχει χαρακτεί στη μνήμη μου η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την περίμενα να έρθει πιο πολύ ακόμα και από την ημέρα της «Λαμπρής». Το βράδυ εκείνο «αποκριγιώναμε» μαζευόμαστε δηλαδή όλο το σόι, παιδιά ,εγγόνια, αδέλφια και ξαδέλφια, στο σπίτι ενός από τα παιδιά του παππού και δειπνούσαμε . Κάθε οικογένεια έφερνε το φαγητό της, έτσι μαζεύονταν στο Αποκριάτικο τραπέζι ότι εκλεκτό διέθετε ή μπορούσε να ετοιμάσει η κάθε νοικοκυρά, αυτό δε σε συνδυασμό με το καλό κρασί βοηθούσε ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο εορταστικό κλίμα .
Μέσα σ΄ αυτή την εορταστική ατμόσφαιρα όταν ο παππούς σήκωνε πρώτος το ποτήρι και παρότρυνε τους άλλους να πιάσουν τα ποτήρια τους να τσουγκρίσουν και να ευχηθούν και του χρόνου , λύνονταν οι όποιες παρεξηγήσεις είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του χρόνου που πέρασε. Τα μάτια μου βούρκωναν όταν έβλεπα τον πατέρα μου να
τσουγκρίζει το ποτήρι του με έναν από τους θείους μου που δεν μιλιόνταν και αργότερα που άναβε το γλέντι να τραγουδούν αγκαλιασμένοι. Έτσι λύνονταν οι όποιες παρεξηγήσεις και σφυρηλατούνταν ο συγγενικός δεσμός μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Τα παραδοσιακά εδέσματα φτιαγμένα με μεράκι και κέφι από τη μητέρα και τις θείες ήταν πεντανόστιμα , οι χορτόπιτες και τα πιταράκια με γλυκιά μυζήθρα μου άρεσαν πολύ. Το βραστό κοτόπουλο με το πιλάφι συναγωνίζονταν σε νοστιμιά τις μπριζόλες και τα παιδάκια και όλοι οι συνδαιτυμόνες έδιδαν μάχη για να μην αφήσουν τίποτα παραπονούμενο.!!!
Οι μαντινάδες και τα τραγούδια ήταν σκωπτικά και σατίριζαν πρόσωπα και καταστάσεις από την καθημερινή ζωή, συνήθως συνοδεύονταν από τις γλυκές πενιές του μαντολίνου ή τον ήχο της γλυκόλαλης λύρας. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι δεν υπήρχε οικογένεια στο χωριό που ένας ή και περισσότεροι από τα μέλη της να μην έπαιζε ένα μουσικό όργανο, το πιο διαδεδομένο ήταν το μαντολίνο.
Ακόμα ηχεί στ΄ αυτιά μου η ουράνια φωνή της θείας Σοφίας να αφιερώνει και να τραγουδάει μια μαντινάδα στον αδελφό της τον Παναγιώτη που δεν ήταν ανάμεσά τους γιατί ήταν στρατιώτης.
«το κυπαρίσσι στη φωτιά, ξερό χλωρό μυρίζει
μα μένα η αγάπη μου στη ξενιτιά γυρίζει»
Μαγικές βραδιές ανεπανάληπτες!!! Εικόνες που έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου και δεν θα τις ξεχάσω μέχρι να ζω!

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί