Για το πρωί της Δευτέρας (22/9) έχει προγραμματιστεί μετά από αναβολές η εκδίκαση της υπόθεσης για τον θάνατο του πρώην υπουργού Σήφη Βαλυράκη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας.
Ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης ο Ηρακλειώτης θεατρικός συγγραφέας Μάνος Λαμπράκης προχώρησε σε μια ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
Ακολουθεί το κείμενο της ανάρτησης:
Η μη τοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ επί της υποθέσεως της πολιτικής δολοφονίας του πρώην υπουργού, αντιστασιακού αγωνιστή, δραπέτη των φυλακών της χούντας, ιστορικού στελέχους και συνοδοιπόρου του Ανδρέα Παπανδρέου, Σήφη Βαλυράκη, πέντε ολόκληρα χρόνια μετά τη βίαιη, οργανωμένη, δολοφονική επίθεση που του στοίχισε τη ζωή στην Ερέτρια, δεν αποτελεί ένδειξη πολιτικού τακτ ούτε δυσκολίας νομικής ερμηνείας, αλλά συνιστά πλήρες στρατήγημα αφαίρεσης του παρελθόντος από τον δημόσιο λόγο του κόμματος, μια λειτουργική εξαγωγή του τραύματος έξω από τη σφαίρα της πολιτικής αλήθειας, μια απόσυρση της ιστορικής υποχρέωσης στο όνομα της μεταπολιτικής ευταξίας, μια αποκήρυξη της ίδιας της κομματικής του ταυτότητας, που τεκμαίρει τη συντριβή κάθε εννοιολογικής συνέχειας μεταξύ της πράξης της Αντίστασης και της σημερινής διαχειριστικής του γραφειοκρατίας, η οποία επιλέγει να δρα μονάχα ως μηχανισμός σφυγμομέτρησης εκλογικής ανοχής και όχι ως ιστορικός φορέας μιας αποστολής.
Η επιδεικτική σιωπή του κόμματος καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδοχικών αναβολών της δίκης, οι οποίες λειτουργούν όχι ως τυχαία εμπόδια αλλά ως μετανεωτερικοί μηχανισμοί αδρανοποίησης του πραγματικού, η μετατροπή της Δικαιοσύνης σε επ’ αόριστον pending κατάσταση τύπου software update, όπου το αίτημα της οικογένειας παραμένει εσαεί σε ουρά αναμονής και το φάκελο δεν τον αγγίζει κανείς από σεβασμό στη σκόνη που έχει καθίσει πάνω του, η πλήρης θεσμική και συμβολική απουσία του κόμματος από τη δημόσια υπεράσπιση της αλήθειας του Βαλυράκη, ενός ανθρώπου που έζησε, έδρασε, κινδύνευσε και υπέφερε για να υπάρξει η δυνατότητα της ίδιας της δημοκρατικής ανασυγκρότησης του κόμματος αυτού, δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά μονάχα ως συνειδητή πολιτική επιλογή διαγραφής της ριζοσπαστικής του ιστορικότητας, μια σιωπή που δεν είναι έλλειψη αλλά επιτελεστικότητα, ένα κενό, στο οποίο το κόμμα κάνει ακριβώς αυτό που κάνουν οι σύγχρονοι φορείς της διαχειριστικής εξουσίας: παράγει γυμνή ζωή, μια ζωή χωρίς πολιτική αναγνώριση, ένα νεκρό σώμα χωρίς δικαίωμα επανάληψης στο λόγο, ένα πολιτικό υποκείμενο που δεν είναι πια ούτε υποκείμενο ούτε πολιτικό, αλλά σκιά, επιβίωση, κατάλοιπο.
Όταν ο Βαλυράκης πεθαίνει στην αγκαλιά της θάλασσας, χτυπημένος από παρακρατικούς σε θαλάσσιο πεδίο κυριαρχίας φασιστικού τύπου, η παρατεταμένη αναβολή της δίκης, η σιωπή της Βουλής, η απουσία οποιασδήποτε πολιτικής τελετής ανάμνησης, η μη έκδοση πολιτικής καταγγελίας για τη βία εναντίον ενός πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ που υπήρξε και δεξί χέρι του Ανδρέα Παπανδρέου, αποκαλύπτει την καθολική κρίση της μοναδικότητας της μνήμης στον δημόσιο λόγο του κόμματος, καθώς αυτό δεν αντέχει πια να εκπροσωπεί την τραυματική του ύλη, μετατρέποντας τους ήρωες σε ανεπιθύμητα φορτία και τα μαρτύρια τους σε ενοχλητικά αρχεία, που δεν εξυπηρετούν το σύγχρονο μάρκετινγκ της πολιτικής εικόνας, όταν περιγράφει τη μετάβαση από το πολιτικό σώμα στο πολιτικά αξιοποιήσιμο πρόσωπο, με άλλα λόγια, από την τραγική υποκειμενικότητα στην ανώνυμη χρηστικότητα του προφίλ.
Η αμηχανία του ΠΑΣΟΚ μπροστά στην ίδια του την ιστορική κληρονομιά είναι πλέον θεσμικά κωδικοποιημένη ως φοβία απέναντι στο ανέκφραστο, ως διαχειριστικός τρόμος απέναντι στην πολιτική ασυνέχεια, ως προληπτική απώθηση της εσωτερικής ρήξης, και αυτή η απώθηση δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε πίσω από την αιδήμονα σιωπή ούτε πίσω από τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις περί σεβασμού της Δικαιοσύνης ούτε βεβαίως πίσω από τη στεγνή αποπομπή ενός υποψηφίου όπως ο Γιάννης Γλύκας, ο οποίος υπήρξε συνήγορος υπεράσπισης των φερόμενων ως δολοφόνων του Βαλυράκη, αποπομπή που έγινε όχι από θέση πολιτικής ευθύνης αλλά από ανάγκη αποφυγής επικοινωνιακής φθοράς, όχι για να αποκατασταθεί ο Βαλυράκης ως σημαίνων της Δημοκρατίας αλλά για να επανέλθει το ψηφοδέλτιο στη ροή της διαχειρίσιμης εικόνας, διότι η πολιτική μνήμη, όταν δεν είναι θεμελιωμένη σε αξιακό λόγο, μετατρέπεται σε ρητορική νεκρολογία χωρίς συνέπειες.
Η μη-αναγνώριση της πολιτικής φύσης του εγκλήματος εις βάρος του Σήφη Βαλυράκη, η μη-διεκδίκηση της δίκης ως πράξης ανάκτησης της δημοκρατικής τάξης, η απουσία του ΠΑΣΟΚ από τον δημόσιο λόγο υπέρ της οικογένειας του νεκρού, που παραμένει εδώ και πέντε χρόνια μέσα σε ένα καθεστώς αναμονής και εξουθένωσης, όπου κάθε νέα αναβολή λειτουργεί ως ένα μικρότερο έγκλημα εντός του πρώτου, και η αδυναμία του κόμματος να συνδέσει την υπόθεση αυτή με την ιστορική του αποστολή, φανερώνουν την πλήρη αποσύνθεση της έννοιας του κομματικού καθήκοντος, την καταγώγια κατάρρευση της σχέσης μεταξύ κόμματος και Ιστορίας, μεταξύ οργανισμού και ηθικής υποχρέωσης, καθιστώντας το ΠΑΣΟΚ όχι μόνον αδιάφορο απέναντι στους νεκρούς του, αλλά εν δυνάμει συνένοχο στην καθολική αποπολιτικοποίηση της απώλειας.
Αν η πένθιμη υποκειμενικότητα συγκροτεί την ηθική κοινότητα, τότε το ΠΑΣΟΚ, με τη συνεχιζόμενη του σιωπή και την απουσία πένθους, αυτοαποκλείεται από το ίδιο του το θεμελιακό κοινωνείν, μετασχηματιζόμενο σε κομματικό φάντασμα του εαυτού του, απονεκρωμένο φορέα μιας παλιάς υπόσχεσης, που προτίμησε να ξεχάσει εκείνον που του χάρισε ιστορική υπόσταση, ακριβώς επειδή η ανάμνηση του Βαλυράκη απαιτεί πολιτικό θάρρος, απαιτεί ανάληψη λόγου, απαιτεί την επικίνδυνη πράξη της μνήμης, που δεν χωράει σε δελτία τύπου, ούτε σε συλλυπητήριες επιστολές χωρίς πρόσωπο, ούτε σε ρητορικές τιμές άνευ περιεχομένου, αλλά μόνο σε ρήξεις, σε τοποθετήσεις, σε πράξεις δικαιοσύνης, που λείπουν ολοκληρωτικά.
Ο Βαλυράκης δεν πέθανε από φυσικά αίτια, δεν έπεσε από το σκάφος του, δεν χτυπήθηκε από την προπέλα, αλλά δολοφονήθηκε πολιτικά από εκείνους που έλεγχαν τη θάλασσα και κοινωνικά από εκείνους που φοβούνταν να μιλήσουν και θεσμικά από εκείνους που επέτρεψαν πέντε χρόνια αργότερα η υπόθεση να σέρνεται σαν άψυχο φάκελο σε μια Δικαιοσύνη που δεν αποδίδει, και πολιτικά από εκείνους που σωπαίνουν ακόμη και σήμερα, διότι δεν ξέρουν πώς να σταθούν δίπλα στους νεκρούς τους, εφόσον έχουν πλέον ξεχάσει πώς ήταν να μάχονται μαζί τους.
