Παραμύθια λαϊκά

Υπάρχει μόνο μια αμαρτία, η δειλία (Φ. Νίτσε)

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Τα παραμύθια δεν είναι μόνο για τα παιδιά. Αντίθετα περιέχουν «μηνύματα» που τα παιδιά δεν μπορούν να τα αντιληφθούν παρά μόνο αργότερα, όταν ο χρόνος τους έχει δώσει αναπόφευκτα τη σχετική εμπειρία. Τότε μπορεί ο καθένας να κατανοήσει τα παραμύθια των παιδικών του χρόνων με το δικό του τρόπο. Σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, παραμύθι σημαίνει παρηγοριά. Είναι όμως έτσι;

Ένα αγαπημένο μου παραμύθι, που είχα ακούσει από τη μητέρα μου, ήταν η βασιλοπούλα με τα χρυσά μήλα. Ό,τι θυμάμαι από αυτό είναι κάποια κορίτσια που ένα βασιλόπουλο τα συνόδευε σε μια κουραστική διαδρομή με προορισμό μια δεξαμενή, δίπλα στην οποία υπήρχε μια μηλιά με χρυσά μήλα. Θυμάμαι κάθε φορά την κοπέλα να λέει στο συνοδό «βασιλόπουλό μου διψώ», «βασιλόπουλό μου πεινώ», «βασιλόπουλό μου κρυώνω»… Όταν αυτός απαντούσε «δεν έχω κοπέλα μου νερό» και ούτε κάθε εξής, τα κορίτσια έφευγαν τρέχοντας. Εκτός από μία, με την οποία κατάφερε τελικά να φτάσει στη δεξαμενή δίπλα στη μηλιά και τότε πια υπήρχε και νερό και φαγητό και τα μήλα μεταμορφώθηκαν σε παλάτια και όμορφα φορέματα… Τότε το άκουγα με λαχτάρα, δεν καταλάβαινα όμως το βαθύτερο νόημα: Ότι αυτός που βιάζεται να κρίνει με κριτήρια επιφανειακά, μπορεί να βγει τελικά χαμένος, εκείνος όμως που ακολουθεί ένα δρόμο φαινομενικά λάθος, αυτός μπορεί τελικά να βγει κερδισμένος. Να είμαστε ρεαλιστές, να ζητάμε το αδύνατο…

Μετά το σχολείο, πήγαινα πότε στο γραφείο του μπαμπά και πότε στης μαμάς. Και στις δύο περιπτώσεις οι συνάδελφοι με δέχονταν, δεν με θεωρούσαν ενοχλητική. Μια φορά μια καλή κυρία από τη δουλειά με πήγε στο σπίτι της και μου χάρισε δυο βιβλία. Το ένα ήταν η Πολυάννα στο Μεξικό και το άλλο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Με ενθουσίασε η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, που ενώ έπαιζε αμέριμνη στο λιβάδι έπεσε σε μια κουνελότρυπα και όταν πια σταμάτησε να πέφτει, βρέθηκε σε ένα περίεργο βασίλειο, όπου συνέβαιναν περίεργα πράγματα. Ζούσε ένα παραμύθι εφιαλτικό. Έτσι είναι όμως η αληθινή ζωή. Ευτυχία δεν είναι να είσαι πάντα καλά, να είσαι πάντα σε κατάσταση ευφορίας. Μόνο κάποιοι λίγοι «ολιγάρχες» ζουν πάντα χωρίς δυσκολίες και προβλήματα, αλλά αυτό πρώτον είναι άδικο για όλο τον υπόλοιπο κόσμο και δεύτερον τους γεμίζει με ένα αίσθημα ματαιότητας, απόγνωσης, που προσπαθούν να το διαλύσουν με «φιλανθρωπίες». Όπου είναι ο θησαυρός σου είναι και η καρδιά σου… Τι κρίμα να έχεις τόσα πολλά και τελικά όμως «τα πλούτη τα μεγάλα, οι βασιλειές τους, χάνονται και σκορπούν με τα κορμιά τους», όπως έγραψε ο Γ. Χορτάτζης στην Ερωφίλη. 

Στο άλλο γραφείο μου χάρισαν την Κούκλα που ήθελε να αποκτήσει ένα μωρό, του Ντιμίταρ Ινκιόφ. Ένας ξυλουργός έφτιαξε μια ξύλινη κούκλα, τη Μπάμπουσκα. Κάποια στιγμή η κούκλα του μίλησε και του ζήτησε να της φτιάξει ένα μωρό. Στην αρχή σκέφτηκε «φαίνεται πως παραήπια βότκα χθες». Αλλά τελικά πραγματοποίησε την επιθυμία της και έφτιαξε την Άνουσκα. Το παραμύθι συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο και τελικά η Μπάμπουσκα είχε την Άνουσκα, η Άνουσκα τη Νούσκα και η Νούσκα ένα συμπαγές ξύλινο αγοράκι, τον Κα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι προηγούμενες γενιές και ειδικά οι γυναίκες της οικογένειας μας επηρεάζουν περισσότερο από όσο νομίζουμε, γιατί αυτές είναι που παραδοσιακά ασχολούνται περισσότερο με τα παιδιά. Είμαστε οι μαμάδες μας, οι γιαγιάδες μας και αυτό οδηγεί σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Το σημαντικό είναι να μπορέσουμε κάποια στιγμή να μπορέσουμε να φιλτράρουμε όλα όσα μάθαμε και να κρατήσουμε μόνο όσα μας εκφράζουν, μας αντιπροσωπεύουν. Αλλιώς θα μιλάμε με φωνές που δεν είναι δικές μας. 

Μια μαμά (η μητέρα μου φρόντιζε να έχουμε διάφορους συντρόφους για παιχνίδι, playmates που λένε στα αγγλικά, όμως εγώ ήθελα μόνο τη συνομήλικη ξαδέρφη μου και όταν πηγαίναμε σε σπίτια «για να παίξουμε» συνήθως έβρισκα κάποιο παραμύθι και διάβαζα) είχε χαρίσει τον Καρυοθραύστη. Ήταν ένας εφιαλτικός νονός, ο οποίος λεγόταν νονός Ντροσελμάγιερ και δεν ξέρω γιατί τον φοβόμουν τόσο πολύ. Θυμάμαι επίσης κάτι ποντικίνες και μια φωνή που έλεγε «καλή μου αδερφή δώσ’ μου και με λίγο λαρδί». Χρόνια μετά, διάβασα ότι αυτές τις ξύλινες φιγούρες τις σκάλιζαν στο ξύλο οι ανθρακωρύχοι, που εργάζονταν στην εξόρυξη του ορυκτού άνθρακα στα δάση και στα βουνά της κεντρικής Ευρώπης. Ήταν μια ιδιαίτερα σκληρή δουλειά και πολύ επικίνδυνη, καθώς πολλοί δεν έβγαιναν ζωντανοί από τις υπόγειες στοές. Με τις ξυλόγλυπτες χριστουγεννιάτικες φιγούρες οι οικογένειες αυτές κέρδιζαν ένα επιπλέον εισόδημα. «Πίσω από κάθε ιστορία επιτυχίας κρύβεται πολύς ανθρώπινος πόνος και οι  άνθρωποι δεν το αντιλαμβάνονται καν αυτό» (Τσε Γκεβάρα).

Σε πάρτυ για τα γενέθλιά μου στο σπίτι, όπως συνηθιζόταν τότε, μια μαμά μου έκανε δώρο δυο βιβλία της Ζωρζ Σαρή. Αφού τα διάβασα, αγόρασα και τα υπόλοιπα της ίδιας. Τα μυθιστορήματα δυστυχώς παρουσίαζαν γεγονότα που είχαν συμβεί ακόμα και στην Κρήτη, όχι πολλά χρόνια πριν… Ο Γ.Π. ήταν ένας γέρος που τον θυμάμαι. Δεν μιλούσε πολύ. Δεν μιλούσε καθόλου. Όταν πήγαινε επίσκεψη και του πρόσφερναν ένα κουραμπιέ ή ένα μανταρίνι, έριχνε κάτω τα ψίχουλα, ακόμα και τις φλούδες από τα μανταρίνια. Κάποιοι λέγανε πως ο γέρος αυτός ισχυριζόταν ότι στην εξοχή έβλεπε οράματα. Έμαθα τελικά και τι άλλο του είχε συμβεί… Τον είχαν συλλάβει οι Γερμανοί, τον οδήγησαν σε ένα μέρος κοντά στο χωριό και τον βασάνισαν για να αποκαλύψει πού κρύβονταν οι σύντροφοί του. Τα βασανιστήρια έφτασαν μέχρι και την εξαγωγή δοντιών και νυχιών, όμως δεν μιλούσε. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να μαζεύονται χωριανοί, οι οποίοι φοβισμένοι στην αρχή και μετά πιο δυναμικά, ζητούσαν να σταματήσει το μαρτύριο. Τελικά τον άφησαν και έφυγαν. Επιβίωσε. Δεν συνέβη όμως και με τους δύο του αδερφούς, τους οποίους τους δολοφόνησαν στον Εμφύλιο – ναι, είχε φτάσει και στην Κρήτη, άσχετα τι νομίζαμε… Έμειναν μόνο κάποιες φωτογραφίες πάνω στο τραπέζι, γύρω από το οποίο έπαιζαν τα ορφανά παιδιά. Ήταν νέοι με εντυπωσιακό παράστημα, το οποίο το κληρονόμησαν και κάποιοι απόγονοί τους. Υπάρχει τελικά φθόνος, που λένε ότι είναι το πιο κοινό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύση, αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς. Υπάρχει μεγάλος φθόνος, τον οποίο τον αισθάνονται οι κακοί άνθρωποι για πράγματα που δεν μπορούν να αγοράσουν με τα χρήματα. Όπως το κάλλος που λέγανε οι αρχαίοι, δηλαδή ομορφιά και αρετή μαζί. Ένα πέπλο σιωπής κάλυπτε αυτούς τους ήρωες, γιατί ήταν αριστεροί. Μα δεν μου λες, αριστερός ήταν αυτός; Ρωτάει ένας φίλος κοιτώντας μια παλιά φωτογραφία του γιου του Γ.Π. Ναι, πώς το κατάλαβες; Από το βλέμμα του… Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα. Όχι όμως και να λένε τώρα οι απολογητές του ναζισμού ότι δεν υπάρχει φασισμός, ότι φασίστες και αντιφασίστες είναι το ίδιο και ότι «ο φασισμός είναι ένα ιστορικά ξεπερασμένο σύστημα, άρα δεν αποτελεί απειλή στη σημερινή εποχή»… Αυτό δεν ευσταθεί με βάση την κοινή λογική, εκτός πια και αν καταργήσουμε όλα όσα ξέραμε, ακόμα και τη λογική.

Ο μουσαφίρης μου ο Τοτός με τρόμαζε επίσης, αλλά ήταν και συναρπαστικός. Ένα παιδί περιγράφει ότι δέχτηκε επίσκεψη από κάποιον αληθινό εξωγήινο και μαζί του βίωνε κάθε λογής περιπέτειες. Μια που μιλάμε για «μουσαφίρηδες», είναι αδιανόητο και λυπηρό να είναι ρατσιστές κάποιοι, οι οποίοι φαίνονται δήθεν «προοδευτικοί» και δήθεν «φιλεύσπλαχνοι». Είχα το μαγικό φίλτρο που μου αποκάλυπτε τους ρατσιστές και δεν τους φοβάμαι πια. Αν άραγε κατέφταναν στη Γη εξωγήινοι, θα υπήρχε υπηρεσία υποδοχής και ταυτοποίησης, θα τους ζητούσε να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες, θα τους έδιναν άσυλο; Επαναπροώθηση στο διάστημα… Απειλές απέλασης και στους Έλληνες. Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε; Όχι από ξενοφοβία ή ρατσισμό. Προς Θεού.

Ήταν στο πανηγύρι της Αγίας Σοφίας στην Κέρκυρα, στην Εβραϊκή γειτονιά, όταν άκουσα αυτό το τραγούδι:

Κυνηγός, που κυνηγούσε μες στα άγρια βουνά έτυχε να συναντήσει μια ερημοεκκλησιά. Προχωρεί και μπαίνει μέσα με λυπητερή καρδιά, βρίσκει εκεί και προσκυνούσε μια μικρή καλογριά.

«Καλή μέρα, καλογραία, τ’ όνομά σου επιθυμώ,
ας το μάθω κι ας πεθάνω στο ερημοκκλήσι αυτό».
«Τ’ όνομά μου δεν το λέγω, γιατί θα το λυπηθείς,
γιατί σύ `σουνα αιτία καλογραία να με δεις».

Όπου δεις δυο κυπαρίσσια και στη μέση ένας σταυρός, εκεί μέσα είναι θαμμένος ο μικρός ο κυνηγός

Όπου δεις δυο κυπαρίσσια και στη μέση μια μυρτιά, εκεί μέσα είναι θαμμένη μη μικρή καλογριά…
Αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν «μοίρα», η μερίδα του καθενός από την πίτα της ζωής και αυτού του κόσμου δεν είναι κάτι στατικό. Ο κυνηγός δεν υπερασπίστηκε το δικαίωμά του στην ευτυχία και γι’ αυτό η ήττα στο βλέμμα του είναι πολύ διαφορετική από εκείνου που πάλεψε και έχασε. Αυτή είναι η υπέρτατη αλήθεια που των παραμυθιών.  Στα Χρυσά Μήλα η κοπέλα κέρδισε τον πρίγκιπα, η Αλίκη κέρδισε ένα εφιαλτικό, αλλά συναρπαστικό ταξίδι, οι Μπάμπουσκες του Ντιμίταρ Ινκιόφ κέρδισαν μια προστατευτική οικογένεια, ο Καρυοθραύστης κέρδισε μια θέση στο μύθο του ανθρακωρύχου, ενός από τα πιο σκληρά επαγγέλματα ιστορικά, ο Τοτός κέρδισε ένα φίλο – εξωγήινο, ενώ ο Κυνηγός και η Καλογριά έζησαν και πέθαναν με ένα όνειρο που δεν έγινε αληθινό, γιατί δεν του έδωσαν την ευκαιρία. Αυτό είναι και το χειρότερο τέλος για μια ιστορία.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί