Ο μαύρος που ζήλευαν

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Αυτή είναι μια από τις λίγες ιστορίες που με κάνουν να χάνω το χιούμορ μου, είναι μια τραγική ιστορία που επιβεβαιώνει τη φράση της καθηγήτριάς μου στο μάθημα της ιστορίας «το φασίστα, αυτό το αυταρχικό ανθρωπάκι, θα το συναντήσετε στη ζωή σας». Η ίδια καθηγήτρια μας συμβούλευε, «αν θέλετε κάτι για τον εαυτό σας, να διαβάζετε» και «στη ζωή η βρύση έχει ζεστό και κρύο, οι επιτυχίες πρέπει να κερδίζονται με κόπο». Τον γνώριζα από τότε που ήμουν μαθήτρια νηπιαγωγείου. Όταν μετά το σχολείο πήγαινα στο γραφείο της μαμάς, ήταν καλός μαζί μου, έκανε αστεία και μου μάθαινε ένα «τραγουδάκι» που για κάποιο λόγο μου κέντριζε το ενδιαφέρον: «Ένα κουμμούνι, ένα σαπούνι, δύο κουμμούνια, δύο σαπούνια, τρία κουμμούνια μία βιλανόβα». Τότε δεν ήξερα ούτε τι σήμαινε «κουμμούνι», ούτε τι σήμαιναν αυτοί οι… «στίχοι», αλλά μου άρεσε να επαναλαμβάνω το χαρωπό ρυθμό και το γεγονός ότι οι γονείς μου μου απαγόρευαν να το τραγουδάω, το έκανε ακόμα πιο διασκεδαστικό.

Χρόνια αργότερα, έγινα στενή φίλη με την κόρη του, η οποία ήταν αρκετά μεγαλύτερή μου και είχαμε κάποια κοινά ενδιαφέροντα. Ήμουν χαρούμενη που βρήκα μια καινούρια φίλη και σιγά σιγά γνώρισα και άλλες κοπέλες και ξεκίνησα μια νέα ζωή εδώ στο Ηράκλειο. Αυτό που έλειπε από τη ζωή μου ήταν ένας σύντροφος, αλλά έτσι και αλλιώς η ζωή μου ήταν γεμάτη, είχα τη δουλειά μου, τις φίλες μου, τις βόλτες μου, τα ψώνια μου, τα ταξίδια μου, δεν ήμουν αυτή που χρειαζόταν κάποιον «για να φτιάξει τη ζωή της». Μια φορά πίνοντας καφέ με μια άλλη φίλη, άρχισα να παραπονιέμαι ότι είμαι μόνη επειδή είμαι πολύ ντροπαλή. Τότε η φίλη μου ξέσπασε σε γέλια και σχολίασε «Ελευθερία, εσύ ντροπαλή; Δηλαδή αν είσαι εσύ ντροπαλή…»! Είχε δίκιο. 

Τι να πρωτοθυμηθώ. Το σαββατιάτικο πρωινό που πήγα στη δουλειά και είχα μόλις αγοράσει το καινούριο σιντί του Μητροπάνου και πρόσφερα ένα αντίγραφο στο γείτονά μου και αυτός είπε απλά ευχαριστώ και με ξεφορτώθηκε, ενώ δεν ήταν κανείς άλλος στο κτίριο. Τον πελάτη που μπήκε μια μέρα στο γραφείο που δεν περίμενα κανένα και ήταν καλοκαίρι και ήμουν ντυμένη με ένα μικρό μαύρο φόρεμα κοντό σαν μπλούζα και τόσο ανοιχτό που κανονικά έπρεπε να φοριέται από μέσα με μπλουζάκι και με κοιτούσε σαν να είδε φάντασμα και εγώ το πέρασα για ενδιαφέρον και από τότε τον ακολουθούσα ελπίζοντας να μου δώσει σημασία… Δεν ήταν ενδιαφέρον, ήταν απλά αμηχανία, ίσως και περιέργεια. Τι να πεις πια. Αν δείξεις το ενδιαφέρον σου σε περνάνε για απελπισμένη, πρέπει λέει να κάνεις τη δύσκολη, να καλλιεργείς προσδοκίες, έτσι ώστε τα «αρσενικά» να έχουν «τη χαρά του κυνηγιού»… Δεν πάει στο καλό, να μη σώσουν. Τότε οι γνωριμίες μέσω διαδικτύου όχι μόνο δεν ήταν συχνές, αλλά είχαν και κάτι το περιθωριακό, ένα σοβαρό στίγμα. Η φίλη μου που είχε το ίδιο πρόβλημα με μένα μια μέρα με συμβούλεψε να μπω σε μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα να συνομιλώ με άτομα από όλο τον κόσμο. Ακολούθησα τη συμβουλή της και λίγες μέρες μετά βρέθηκα να συνομιλώ με έναν Μαροκινό που τον έλεγαν Χισάμ και αφού είχαμε συνομιλήσει αρκετές φορές, αποφασίσαμε να ανταλλάξουμε φωτογραφίες. Η πρώτη έκπληξη ήταν ότι ήταν μαύρος, όχι απλά μελαμψός. Είχα συναντήσει στη Γερμανία Μαροκινούς στο πανεπιστήμιο αλλά κανείς δεν ήταν με αφρικανικά χαρακτηριστικά, ήταν απλά μελαχρινοί. Η πρώτη έκπληξη αντικαταστάθηκε από το «γιατί όχι» λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου μετά. Ήταν ψηλόλιγνος, σαν σκιά, σαν τον μαύρο καλόγερο στο διήγημα του Τσέχωφ. Σαν όνειρο. Σαν ψέμματα.

Ακολούθησε ένα μεγάλο διάστημα επικοινωνίας από απόσταση, συνομιλίες, email, αγόρασα και μια κάμερα και την τοποθέτησα πάνω στον υπολογιστή για να μπορούμε να βλεπόμαστε. Ανταλλάσσαμε δώρα, γλυκά, ρούχα και σιντί που τα στέλναμε με το ταχυδρομείο και έξι μήνες μετά οργανώσαμε την πρώτη μας συνάντηση. Ήμουν ευτυχισμένη, οι γονείς μου δεν είχαν πρόβλημα και τους αρκούσε να με βλέπουν να είμαι καλά. Δεν είχα υπολογίσει κάτι. Ότι είχα δίπλα μου μια φίλη που ήταν δυσαρεστημένη καταρχάς με την επαγγελματική μου επιτυχία και κατά δεύτερο με την προσωπική μου ευτυχία. Η ζήλεια και ο φθόνος είναι συναισθήματα ανθρώπινα, τα έχω νιώσει και εγώ και ξέρω πως είναι. Όμως ήξερα ότι δεν είναι καλά συναισθήματα και δούλεψα με τον εαυτό μου για να τα δίωξω. Είχα και εγώ ζηλέψει φίλες που παντρεύτηκαν, φίλες που οι γονείς τους είχαν περισσότερα χρήματα από τους δικούς μου και ειδικά σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν εγώ που ένιωθα έτσι. Αυτό που δεν μπορούσα τότε να φανταστώ ήταν ότι ο φθόνος μπορεί να περάσει σε άλλο επίπεδο, δηλαδή όχι μόνο δεν προσπαθείς να διώξεις το «τοξικό» συναίσθημα, αλλά κάνεις πράξεις για να βλάψεις το άτομο που φθονείς. Μπορεί το άτομο αυτό να απέκτησε κάτι με κόπους και θυσίες, όμως εσύ δεν θέλεις να το έχει, θεωρείς πως το απέκτησε με ευκολία, με εύνοια της τύχης και σε κάθε περίπτωση θεωρείς ότι δεν του αξίζει.

Είχα αγοράσει τα εισιτήρια για να συναντηθούμε δεύτερη φορά και φυσικά η φίλη μου το ήξερε, την εμπιστευόμουν χωρίς δεύτερη σκέψη. Δούλευα σκληρά και στον λίγο ελεύθερο χρόνο μου μιλούσα με τον αγαπημένο μου στο μέσεντζερ. Ώσπου μια μέρα όλα άλλαξαν. Είχε συμβεί κάτι. Ο πατέρας της φίλης μου, αυτός που μου μάθαινε το χιτλερικό αντικομμουνιστικό τραγουδάκι όταν ήμουν παιδί, είχε προσεγγίσει τη μητέρα μου, την οποία ήξερε χρόνια λόγω δουλειάς και λόγω κοινής καταγωγής και της έκανε πλύση εγκεφάλου σχετικά με τη σχέση μου και με το ταξίδι που σχεδίαζα και γενικά για τα μελλοντικά μου σχέδια. Για να γίνει ακόμα πιο πειστικός της δημιούργησε προσδοκίες ότι υπάρχει ένας συγκεκριμένος «γαμπρός» που θα ήταν «ταμάμ περίπτωση» για μένα… Το ήξερα ότι πατέρας και κόρη είχαν καλή και στενή σχέση, αλλά δεν ήξερα ότι τα προσωπικά μου θέματα γίνονταν αντικείμενο κουτσομπολιού. Ο μπαμπάς είχε σοβαρό κίνητρο για να μου κάνει τη «χαλάστρα» και ήταν το ρατσιστικό μίσος για τον «αράπη» που μπορεί μια μέρα και να τον παντρευόμουν. Για τη φίλη μου δυστυχώς το κίνητρο ήταν μόνο η ζήλεια για το γεγονός ότι είχα γνωρίσει ένα υπέροχο άνθρωπο, νέο και με εντυπωσιακή εμφάνιση που μιλούσε ξένες γλώσσες και ήταν πρόθυμος να έρθει για μένα στην Ελλάδα. Όμως το μεγαλύτερο αγκάθι στην καρδιά της ήταν το γεγονός ότι εγώ κέρδιζα χρήματα από τις δουλειές μου, τότε ήταν ακόμα καλά και μια μέρα δεν κρατήθηκε και με ρώτησε «μα πού τα βρίσκεις τόσα λεφτά;». 

Καμιά φορά η σχέση αιτίας αιτιατού δεν είναι πολύ ξεκάθαρη και γίνονται άλματα λογικής. Για παράδειγμα όταν ήμουν στο δημοτικό μια μέρα στο χωρίο, το καλοκαίρι, την ώρα που οι γονείς μου ήταν στη δουλειά, μια θεία μου μου ζήτησε να πάω «στου μπακάλη» να πάρω κάτι και αρνήθηκα και τότε έστειλε την συνομήλική μου ξαδέρφη, ή οποία έπεσε και χτύπησε τόσο άσχημα που χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για ράμματα στο γόνατο. Τότε όλες οι θείες μαζί μου επιτέθηκαν με απίστευτο τρόπο ρίχνοντάς μου ευθύνες. Αρνήθηκα να πάω στου μπακάλη, πήγε αντί για μένα η ξαδέρφη μου, έπεσε, άρα εγώ φταίω που έπεσε. Δεν έχει λογική, όμως στην ιστορία με το Χισάμ οι πράξεις της φίλης μου και του πατέρα της είχαν τραγικές συνέπειες για την οικογένειά μου, δημιουργήθηκε πρόβλημα, κάποιοι επέμεναν πολύ, γιατί θεωρούσαν τον παιδικό φίλο ως αξιόπιστο άτομο που ήθελε το καλό μας και τότε συνέβη η ξαφνική αρρώστια και ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα μου.

Έτσι τέλειωσαν όλα. Αποφάσισα ότι η φίλη μου δεν έφταιγε, το λάθος της ήταν μόνο που έλεγε στον πατέρα της όσα της είχα εμπιστευτεί και συνέχισα σαν να μην συνέβη τίποτα, τη συγχώρεσα. Όταν όμως στο μέλλον προσπάθησε ξανά να παρέμβει στη ζωή μου, της τα είπα όλα, με λεπτομέρειες, τι είχε γίνει τότε. Ότι ο πατέρας της έμαθε τα σχέδιά μου και έπεισε τη μητέρα μου να με σταματήσει. Την έπεισε τόσο αποτελεσματικά που κανείς, ούτε ο πατέρας μου, άνθρωπος τόσο δυναμικός, τόσο γενναίος, δεν κατάφερε να τη μεταπείσει. Σαν να είχε πιεί ένα μαγικό φίλτρο που τη μεταμόρφωσε σε πέτρα. Το επιχείρημα ήταν ακλόνητο. «Φαντάζεσαι να αποκτήσεις εγγονάκι αραπάκι;». Δημιουργήθηκε πρόβλημα από το πουθενά. Ο μπαμπάς ο ίδιος ερχόταν και τον χαιρετούσε στη βιντεοκλήση, του χαμογελούσε, αλλά δεν ήξερε ξένες γλώσσες για να μιλήσουν. Μετά την τραγική κατάληξη της ιστορίας εγώ έγινα το μαύρο πρόβατο, ο αποδιοπομπαίος τράγος που έφταιγα για ό,τι έγινε. Η στιγμή που άλλαξε για πάντα τις σχέσεις μου με τους δικούς μου ανθρώπους, η στιγμή που κατάργησε την αγάπη ως κάτι αυτονόητο, ήταν η στιγμή που αποφάσισε να επέμβει στη ζωή μου ένας, ένας… δεν θέλω να πω τη λέξη. Ο μπαμπάς μου είχε αδυναμία και δεν άντεχε να με βλέπει να στενοχωριέμαι που αναγκάστηκε να μου απαγορεύσει ακόμα και το ταξίδι. Είχα αγοράσει τα εισιτήρια για να ταξιδέψω μια Τρίτη και 13 του μήνα. Δεν ταξίδεψα ποτέ. 

Τη θυμήθηκα όλη αυτή την ιστορία γιατί και πάλι τώρα που έχω βρει την ισορροπία μου και προσπαθώ να είμαι καλά ακόμα και αν δεν πάνε καλά τα πράγματα, κάποια ενοχλείται που είμαι καλά. Απομακρύνθηκε από μένα, με κατηγόρησε για διάφορα πράγματα, ανάμεσα στα οποία και ότι «μιλάω για πολιτικά» και με έκανε να νιώθω ότι φταίω που απομακρυνθήκαμε. Όμως επειδή έχω την προηγούμενη εμπειρία, τώρα ξέρω ποιος είναι ο λόγος που χαλάνε αυτού του είδους οι φιλίες μεταξύ γυναικών. Δεν θέλω ούτε να σκεφτώ τι θα γινόταν αν είχα και μια σίγουρη καλοπληρωμένη δουλειά ή αν είχα παντρευτεί έναν πάμπλουτο! Δηλαδή αν είχα αυτά που η κοινωνία θεωρεί ως «ευλογία». Και όμως δεν χρειάζεται τίποτα από όλα αυτά, αρκεί να δείχνεις αξιοπρεπείς για να προκαλέσεις το μίσος. Δυστυχώς δεν μπόρεσα ποτέ να εφαρμόσω τη φράση ενός άγγλου συγγραφέα «ποτέ μη δίνεις όλη την καρδιά σου». Κάποιους ανθρώπους πρέπει να τους κρατάμε σε απόσταση, δεν είναι για στενές σχέσεις και φιλίες…

Σχετικά Άρθρα

2 Thoughts to “Ο μαύρος που ζήλευαν”

  1. Ελευθερία Μηλάκη

    Ευχαριστώ πολύ! Νιώθω ευγνώμων να μοιράζομαι σκέψεις και ιστορίες!

  2. Αλεξάνδρα

    Η καλύτερη σας ιστορία! Συγχαρητήρια!

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί