Τέσσερις δύσκολες αλήθειες για τον Κυριάκο Μητσοτάκη

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι leivadari-nikol.jpg

Της Νικόλ Λειβαδάρη

tvxs.gr

Προχθές, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε στην ολλανδική εφημερίδα Het Financieele Dagblad ότι «έρχομαι για να καταστήσω σαφές πως η Ελλάδα έχει ξεπεράσει οριστικά την εποχή της κρίσης». Χθες, το υπουργείο Οικονομικών, μετά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που έδειξαν αύξηση του ΑΕΠ 1,9% στο δεύτερο τρίμηνο, ανακοίνωσε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του πρώτου εξαμήνου «υπήρξε γενικά αναιμικός, και σε φθίνουσα πορεία… και χαμηλότερος των στόχων της προηγούμενης κυβέρνησης».

Σήμερα στο EuroWorkingGroup και, κυρίως, στις 13 Σεπτεμβρίου στο Eurogroup ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταικούρας θα διεκδικήσει δημοσιονομική ευελιξία από τους εταίρους για το 2020 επικαλούμενος τα ίδια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όπως και την μετάβαση της οικονομίας στον νέο «ενάρετο» κύκλο.

Ορθώς θα πράξει, αρκεί προηγουμένως το οικονομικό επιτελείο να αποφασίσει εάν ξεπεράσαμε «οριστικά την εποχή της κρίσης» ή εάν η ανάπτυξη είναι «αναιμική» και «φθίνουσα». Κι αρκεί επίσης, υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση δεν έχει διαφορετική θέση… Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, να πει και ο πρωθυπουργός τέσσερις δύσκολες αλήθειες για λόγους διπλής αξιοπιστίας, εθνικής στο εξωτερικό και πολιτικής στο εσωτερικό, έναντι εκείνων που τον εμπιστεύθηκαν και τον ψήφισαν στις εκλογές.

H πρώτη αλήθεια είναι πως η κρίση, στην πιο βαθιά τουλάχιστον και στην μακροοικονομική εκδοχή της, αποτελεί όντως παρελθόν. Για την ακρίβεια αποτελεί παρελθόν ο σκοτεινός κύκλος των Μνημονίων, κόντρα σε όλους όσοι πέρσι τέτοια εποχή – ανάμεσά τους και σημερινοί κυβερνώντες – μιλούσαν για «fake έξοδο» και για «4ο Μνημόνιο». Ο ρυθμός ανάπτυξης αγγίζει το 2%, η απόδοση των δεκαετών ομολόγων βρίσκεται στο 1,5% και σε ιστορικό χαμηλό, τα capital controls έχουν αρθεί πλήρως και όλα αυτά συγκροτούν την βάση μιας ισχυρής νέας εκκίνηση. Όλα αυτά όμως επίσης δεν είναι επίτευγμα των 60 ημερών της διακυβέρνησης ΝΔ – όλα αυτά οφείλονται και στην διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τις θετικές και αρνητικές της πτυχές, συμπεριλαμβανομένης και της υπερφορολόγησης την οποία πλήρωσε στην κάλπη.

Η δεύτερη αλήθεια είναι πως η αφετηρία αυτή θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο ισχυρή εάν μειώνονταν άμεσα και οι στόχοι για τα πλεονάσματα, δηλαδή η δοσολογία της λιτότητας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να μην ανοίξει αυτό το θέμα πριν από το 2021. Εάν το έκανε γιατί προεκλογικά πόνταρε σε λάθος άλογο –την «υποσχετική Βέμπερ – ή γιατί μετεκλογικά η Ανγκελα Μέρκελ εξήγησε και σε εκείνον τι σημαίνει, στα γερμανικά, το pacta sunt servanda («οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται») θα το δείξει η ιστορία. Και, έτσι κι αλλιώς, ελάχιστα ενδιαφέρει τον άνεργο που περιμένει τις «περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες» δουλειές και τον μεσαίο μισθωτό που ψήφισε ΝΔ για να πληρώσει, εδώ και τώρα,, λιγότερους φόρους.

Η τρίτη αλήθεια είναι πως, μετά την εγκατάλειψη της άμεσης μείωσης των πλεονασμάτων, η μόνη διέξοδος για να υπάρξει χώρος κάποιων έστω φοροελαφρύνσεων το 2020 είναι η επίδειξη δημοσιονομικής ευελιξίας από τους δανειστές. Κοινώς, η αποδοχή του «τρικ» για εγγραφή στον προϋπολογισμό των εσόδων (1,2 με 1,3 δις) από τις επιστροφές των κρατικών ομολόγων. Είναι το μόνον το οποίο ουσιαστικά διεκδικεί αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση από τους θεσμούς και καλά κάνει. Θα είχε όμως μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ εάν διέθετε εθνικό και συμπαγές αφήγημα. Κι αυτό δεν μπορεί να το αποκτήσει εάν την μία ημέρα… αντιπολιτεύεται τα οικονομικά πεπραγμένα της διακυβέρνησης Τσίπρα και την επόμενη επικαλείται αυτά τα ίδια πεπραγμένα για να στηρίξει τις διεκδικήσεις της.

Η τέταρτη αλήθεια είναι πως εξ αρχής η κυβέρνηση της ΝΔ έδειξε καθαρά ότι η «ανάπτυξη για όλους» την οποία επαγγέλλεται έχει, εντός της «ολότητάς» της καθαρές και στοχευμένες προτεραιότητες: Τις επιχειρήσεις και τους έχοντες μεγάλη ακίνητη περιουσία, όσους δηλαδή έτυχαν των πρώτων, άμεσων και μοναδικών μέχρι στιγμής φορολογικών ελαφρύνσεων. Διότι θεωρεί ότι η ελάφρυνση των συγκεκριμένων τάξεων είναι εκείνη που θα απελευθερώσει οικονομικές δυνάμεις και θα παράξει πλούτο και ανάπτυξη.

Θα κριθεί γι αυτό εκ του αποτελέσματος και από το εάν, όντως, σε έναν χρόνο θα έχει πετύχει ρυθμό ανάπτυξης 4%. Εως τότε, όμως, καλό θα ήταν να εξηγήσει στους μη έχοντες, δηλαδή στους χαμηλόμισθους και στους άνεργους, ποια εργασιακή ασφάλεια και ποια αναπτυξιακή προοπτική τους προσφέρει μέσα από το «μοντέλο Βρούτση» –  είτε πρόκειται για την κατάργηση των αιτιολογημένων απολύσεων και της ευθύνης των εργολάβων, είτε για το σπάσιμο των κλαδικών συμβάσεων μέσα από το νέο εφεύρημα των «τοπικών συμβάσεων εργασίας». Εάν δεν το πράξει, απλώς θα δώσει πρόσθετα επιχειρήματα στην αντιπολίτευση να υποστηρίζει ότι η «κυβέρνηση των αρίστων» δεν είναι παρά «κυβέρνηση ΣΕΒ»…

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί