ΙΤΕ: Τα κουνούπια φορείς της ελονοσίας αναπτύσσουν ταχύτατα ανθεκτικότητα σε εντομοκτόνα νέας γενιάς

(από αριστερά) ο Καθηγητής Γιάννης Βόντας επικεφαλής της ομάδας Μοριακής Εντομολογίας του ΙΜΒΒ-ΙΤΕ, και τα μέλη της ομάδας.

Περισσότεροι από μισό εκατομμύριο θάνατοι, στην πλειοψηφία παιδιών κάτω των πέντε ετών, προκαλούνται κάθε χρόνο από την ελονοσία, με την υπο- Σαχάρια Αφρική να αποτελεί την πιο επιβαρυμένη επιδημιολογικά περιοχή. Τα κουνούπια του γένους Anopheles μεταδίδουν το παράσιτο Plasmodium στον άνθρωπο, προκαλώντας σοβαρά συμπτώματα της ασθένειας. Ο έλεγχος των κουνουπιών-φορέων με τη χρήση εντομοκτόνων έχει συμβάλει καθοριστικά στις προσπάθειες πρόληψης της νόσου έως τώρα, ωστόσο η επιτυχία αυτή διακυβεύεται σοβαρά από την ανάπτυξη και εξάπλωση ανθεκτικότητας σε φυσικούς πληθυσμούς κουνουπιών. Η διαλεύκανση της μοριακής βάσης της ανθεκτικότητας σε εντομοκτόνα είναι ιδιαίτερα σημαντική, ώστε να διασφαλίσουμε την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα των διαθέσιμων στρατηγικών καταπολέμησης των κουνουπιών και κατ’ επέκταση της ελονοσίας.
Η ομάδα Μοριακής Εντομολογίας του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΜΒΒ-ΙΤΕ), με επικεφαλής τον Γιάννη Βόντα, Καθηγητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει μακροχρόνια παράδοση στην πρωτοποριακή έρευνα και στην ανακάλυψη και διερεύνηση των μοριακών μηχανισμών ανθεκτικότητας σε εντομοκτόνα. Στην παρούσα μελέτη, η ομάδα, με τις Δρ. Σοφία Μπαλάσκα και Δρ. Λίντα Γρηγοράκη ως κύριες συγγραφείς, σε συνεργασία με τη Σχολή Τροπικής Ιατρικής του Λίβερπουλ, ανακάλυψε έναν νέο μηχανισμό πολλαπλής μεταβολικής ανθεκτικότητας στο κουνούπι Anopheles gambiae απέναντι σε σημαντικά για τη δημόσια υγεία, δραστικά εντομοκτόνα.

 (από αριστερά) η Δρ. Σοφία Μπαλάσκα και η Δρ. Λίντα Γρηγοράκη


Το Actellic300S είναι ένα νέας γενιάς, πολλά υποσχόμενο εντομοκτόνο σκεύασμα, που εισήχθη πρόσφατα στα προγράμματα ελέγχου της ελονοσίας στην Αφρική. Στη μελέτη του ΙΤΕ και των συνεργατών του, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications (https://doi.org/10.1038/s41467-025-65827-4), αναπτύχθηκε μια νέα μέθοδος προγνωστικής χημειο-πρωτεωμικής, η οποία μπορούσε να εντοπίσει πρωτεΐνες- ένζυμα που αλληλεπιδρούν με τα εντομοκτόνα μόρια. Η εφαρμογή της μεθόδου οδήγησε στην ταυτοποίηση της πρωτεΐνης καρβοξυλεστεράσης (Coeae6g) η οποία μπορεί να προσδένει και να κατακρατά τα δραστικά μόρια του καινοτόμου σκευάσματος Actellic300S. Με προσεγγίσεις γενετικής τροποποίησης και βιοχημικού χαρακτηρισμού, αποδείχτηκε ότι η Coeae6g δρα σαν «σπόγγος», δεσμεύοντας το εντομοκτόνο και εμποδίζοντάς το να φτάσει τον τελικό μοριακό του στόχο στο νευρικό σύστημα του κουνουπιού, καθιστώντας το ανθεκτικό. Η πρωτεΐνη βρέθηκε επίσης να δρα με αντίστοιχο τρόπο και σε άλλα εντομοκτόνα μόρια οδηγώντας σε πολλαπλή ανθεκτικότητα.
Τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένης της σχετικά πρόσφατης διάδοσης και ευρείας χρήσης του Actellic300S για την εξάλειψη των κουνουπιών-φορέων της ελονοσίας. Η Coeae6g έχει ήδη βρεθεί να εκφράζεται σε υψηλά επίπεδα σε φυσικούς πληθυσμούς Anopheles στην Αφρική, γεγονός που ενδέχεται να δυσχεραίνει τις προσπάθειες καταπολέμησης της ελονοσίας σε επιδημιολογικά επιβαρυμένες περιοχές.

 (A) Υπολειμματικός ψεκασμός εσωτερικών τοίχων σπιτιών με καινοτόμες μικροκάψουλες εντομοκτόνων.

(B) Ευαίσθητα κουνούπια (γκρι) εκφράζουν σε χαμηλά επίπεδα το ένζυμο Coeae6g (πράσινο), και πεθαίνουν κατόπιν έκθεσης στο εντομοκτόνο.

(Γ) Ανθεκτικά κουνούπια (πορτοκαλί) εκφράζουν σε υψηλά επίπεδα το ένζυμο Coeae6g, το οποίο προσδένει τη δραστική ουσία πριν γίνει τοξική για το κουνούπι.

Τα κουνούπια μένουν ζωντανά, ικανά να τραφούν με ανθρώπινο αίμα και να μεταδώσουν την ελονοσία.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί