ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISS
Του Τάσου Παππά

ΕΦ.ΣΥΝ.
«Αλλο πράγμα η παραίτηση κι άλλο η μεταρρύθμιση, η παραίτηση δεν συνεπάγεται υπαναχώρηση» δήλωσε για τις εξελίξεις στα ΕΛΤΑ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση «θα προχωρήσει αλλά με διάλογο και διαβούλευση συνολική με την κοινωνία, τα κόμματα, τους βουλευτές, αλλά και με την τοπική αυτοδιοίκηση». Διαβούλευση λοιπόν εκ των υστέρων. Γιατί όμως δεν έπραξε αυτό που επιβαλλόταν στον σωστό χρόνο και με τη δέουσα επιμέλεια; Είναι άσχετοι αυτοί που διαχειρίστηκαν τη συγκεκριμένη υπόθεση; Μπορεί.
Δεν υποψιάστηκαν ότι η επιλογή τους θα είχε τόσο μεγάλες αντιδράσεις; Ενδεχομένως. Γιατί όμως έπεσαν τόσο έξω; Μα επειδή δεν υπήρξαν εντάσεις και ενστάσεις την περίοδο που έκλεισαν άλλα καταστήματα των ΕΛΤΑ. Πέρασε στο ντούκου. Ελάχιστοι διαμαρτυρήθηκαν, η αντιπολίτευση είπε μερικές επικριτικές κουβέντες, δεν σήκωσε όμως το θέμα, και οι κυβερνητικοί παράγοντες πίστεψαν ότι δεν θα δημιουργηθεί πρόβλημα με τη νέα έφοδό τους.
Μήπως σε «τελική ανάλυση» έχει βάση η δικαιολογία που ψελλίζουν αρμόδιοι υπουργοί, αναρμόδιοι κόλακες, στελέχη του μεγάρου Μαξίμου, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και λοιποί αξιωματούχοι, ότι αιφνιδιάστηκαν από την πρωτοβουλία του πρώην διευθύνοντος συμβούλου; Δεν ήξεραν ούτε τον χρόνο ούτε την έκταση και γι’ αυτό δεν φρόντισαν να οργανώσουν την άμυνα της κυβέρνησης και κυρίως να προετοιμάσουν τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας για να μη βγουν στα κεραμίδια;
Το επιχείρημα «δεν ήξερα» δεν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται από το καθεστώς. Κάθε φορά που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο το επιστρατεύει. Αλλοτε για να καλύψει τις πομπές, τα εγκληματικά λάθη, τις αστοχίες Υπουργών και Φαρισαίων, άλλοτε για να προστατεύσει τον αρχηγό ο οποίος μονίμως είναι σε κατάσταση άγνοιας. Πρόκειται για συγγνωστή πλάνη βεβαίως βεβαίως. Δεν του αξίζει τιμωρία. Μια απλή συγγνώμη είναι αρκετή. Κι αυτή με μέτρο. Μην το παρακάνει γιατί πλήττει το κύρος του. Αν μετρήσουμε τα «δεν ήξερα» του πρωθυπουργού θα χάσουμε τον λογαριασμό.
Οπως στις άλλες περιπτώσεις, έτσι και σ’ αυτήν οι πάντες γνώριζαν τα πάντα. Και τον χρόνο και την έκταση. Ψεύδονται ασυστόλως όταν ισχυρίζονται το αντίθετο. Αν δεχτούμε ότι δεν γνώριζαν, πρέπει να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι τον τόπο κυβερνούν κάποιοι μικρόνοες που μπορεί να γίνουν επικίνδυνοι και πρέπει να απαλλαγούμε απ’ αυτούς πριν μας βρει καμιά μεγάλη συμφορά. Ομως δεν έχουμε να κάνουμε με μικρόνοες. Εχουμε να κάνουμε με φανατικούς και αλαζόνες. Είναι φανατικοί ιδεολογικά.
Κατά την άποψή τους οι ιδιώτες είναι πιο χρήσιμοι και πιο παραγωγικοί από το κράτος και γι’ αυτό πρέπει οι κυβερνήσεις να τους στρώνουν το έδαφος για να μπουκάρουν σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Τελείως τζάμπα; Ε, όχι. Με κάποιο αντίτιμο για να μην κατηγορηθούν οι κυβερνήσεις για ξεπούλημα και φυσικά με ανταλλάγματα σε ρευστό γιατί η πολιτική έχει γίνει πολύ ακριβό σπορ και τα κόμματα δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, χώρια που μερικά χρωστάνε ένα σκασμό λεφτά στις αξιαγάπητες και γενναιόδωρες τράπεζες.
Ο ιδεολογικός φανατισμός πάει χέρι χέρι με την αλαζονεία. Κυβερνούν έξι χρόνια, στην ουσία χωρίς αντίπαλο ή για να ακριβολογούμε με μοναδικό αντίπαλο τον εαυτό τους. Οταν στριμώχνονταν, έδειχναν στους άλλους τα εκλογικά ποσοστά τους. Υποδύονταν τους ιδιοκτήτες της χώρας, υπόσχονταν στους πολίτες ότι θα διορθώσουν τα ελάχιστα λάθη τους και τους καλούσαν να μην υποκύψουν στη γοητεία του λαϊκισμού για να μην μπλέξει η χώρα σε περιπέτειες. Η πολιτική σταθερότητα είναι ο κεντρικός στόχος έλεγαν και συνεχίζουν να λένε και μόνο αυτοί μπορούν να την εγγυηθούν. Το οικοδόμημα όμως που έστησαν καταρρέει. Με πάταγο.
Τούτη τη φορά βγήκαν από τα ρούχα τους και οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Το να πάψουν να είναι ιδεολογικά φανατικοί είναι μια δύσκολη υπόθεση. Θα πρέπει να αρνηθούν την ταυτότητά τους. Το να πάψουν να είναι αλαζόνες είναι αδύνατον. Ετσι έχουν μάθει να πορεύονται χρόνια τώρα. Το μοναδικό πλεονέκτημά τους είναι η προγραμματική οκνηρία και ο κατακερματισμός της δημοκρατικής παράταξης.
