Της Ελευθερίας Μηλάκη

Η Παναγιώτα ήταν πραγματικό πρόσωπο. Πιθανότατα να ζει. Καταγόταν από τη Μάνη και ο παππούς της ήταν ένας άγριος άνθρωπος που συνήθιζε να επιβάλλει τη δικαιοσύνη όπως την αντιλαμβανόταν αυτός. Σκότωνε έτσι απλά όποιον θεωρούσε άτιμο, για οποιοδήποτε λόγο. Εκείνη την εποχή, πριν από έναν αιώνα, συνέβαιναν αυτά στις ελληνικές επαρχίες. Όταν πέθανε έγινε βρυκόλακας και συνέχισε να επιτελεί το έργο του, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και ευρύτερα των Βαλκανίων.
Η Άνοιξη ήταν προ των πυλών. Ο ήλιος έλαμπε και ζέσταινε τους ανθρώπους, τα πρώτα ανυπόμονα λουλούδια είχαν ανθίσει και ένα ζευγάρι πελώριων κοτσυφών προχωρημένης ηλικίας πέταξαν πάνω από την πόλη. Το ένα άτομο σίγουρα είχε πορτοκαλί ράμφος, το άλλο δεν είδα. Μία νεαρή κοπέλα φορούσε μαύρα και από τη ζώνη του παντελονιού της κρεμόταν μία κατακκόκινη ψεύτικη φράουλα, μια φανταχτερή και συνεσταλμένη συνάμα πορτοκαλί νεραγκούλα στόλιζε την είσοδο ενός ανθοπωλείου και άλλη μία πορτοκαλί νεραγκούλα παρακολούθαγε τον ήλιο σε ένα μπαλκόνι λίγο έξω από το κέντρο της πόλης. Κάποια γιορτή ήταν και είχε μαζευτεί κόσμος πολύς και επίσημοι.
Μια γυναίκα πέθανε μπροστά στο άγαλμα του Βιτσέντζου Κορνάρου. Πραγματικό γεγονός αυτό, ίσως να την έπιασαν τα μάγια που έκανε ο Αζίζ ο Μαροκινός εκεί απέναντι στο πρακτορείο προπό. Παρακολουθούσα τη σκηνή πίνοντας καφέ πίσω από τη βιτρίνα του φούρνου, στον πάγκο. Ήρθε το ασθενοφόρο. Παραπέρα ένας μαχαίρωσε έναν άλλο έτσι απλά στη μέση του δρόμου. Αυτό ήταν ρουτίνα στην Αλβανία το 1990, έτσι λένε. What seems to be the problem? Η σπιτονοικοκυρά μου είπε ότι αν δεν της δώσω άμεσα 500 ευρώ θα αλλάξει κλειδαριά στο δωμάτιό μου. Ένα άστεγος κοιμάται στο αυτοκίνητο. Έχει μια επιγραφή στο τζάμι. Δεν έχω σπίτι, δεν έχω φαγητό και χρειάζομαι και τρεις χιλιάδες ευρώ για να κάνω εγχείρηση. Έχω υποφέρει πολύ. Καλύτερα όμως να υποφέρεις μέσα στον πλούτο παρά μέσα στη φτώχεια. Την πραγματική φτώχεια, γιατί μερικοί παραπονιούνται για να τραβήξουν την προσοχή σαν τον ψεύτη βοσκό… Η πραγματική φτώχεια δεν αρέσει σε κανένα. Όλοι θέλουν όχι απλά να επιβιώνουν, αλλά και να ευημερούν, με κάθε κόστος. Σε βάρος των άλλων. Φτιάχνουν ένα αξιοπρεπέστατο, ακόμα και τρυφερό ίματζ, για να μην φαίνεται ότι είναι κοράκια λυσσασμένα για χρήμα και προβολή.
Παναγία μου, τι είναι τούτο; Δεν ήταν το Φάσμα της Πείνας. Δεν ήταν το Φάσμα του Πολέμου. Δεν ήταν η Πανούκλα, ο Μαύρος Θάνατος, δεν ήταν ο Βασιλιάς Καρνάβαλος. Ήταν ο παππούς της Παναγίωτας. Και μάντεψε. Ήρθε για να καθαρίσει. Ο κόσμος ήταν ασυνήθιστα ήσυχος. Δεν είδε κανείς τον παππού της Παναγίωτας να ίπταται βελούδινα και να φτάνει στη Μεγάλη Πλατεία, όπου ήταν μαζεμένοι όλοι οι επίσημοι και ο αρχηγός της κυβέρνησης. Κρατούσε δρεπάνι σαν Χάρος. Ξεκίνησε από τον αρχηγό της κυβέρνησης, συνέχισε στον κυβερνήτη του Τόπου και μετά θέρισε και ένα δύο αυλοκόλακες, τη Δέσπω Διαμαντίδου, τον Ψηλό με το Κοστούμι και τον Καιρό των Τσιγγάνων. Εξαφανίστηκε αλαλάζοντας, ο Αλλάχ είναι Μεγάλος. Δεν είμαστε καλά. Τρελάθηκαν μέχρι και οι βρυκόλακες. Η οργή, η οργή κάνει τα πνεύματα να τρέμουν, κάνει τα σώματα να σφίγγουν τα δόντια, για να αντιμετωπίσουν περήφανα τον κόσμο. Αναλήφθηκε στον Ουρανό, ενώ, ένα περίεργο φαινόμενο, ο κόσμος σαν να μην είδε. Ήρθε η αστυνομία, ήρθε το ασθενοφόρο, μάζεψαν τα πτώματα ήσυχα και έφυγαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Έπρεπε να έρθει ο παππούς της Παναγίωτας να καθαρίσει. Και τι κατάλαβε; Τα πλοκάμια της αδικίας είναι σαν τη Λερναία Ύδρα, σαν τα Κεφάλια της Μέδουσας, ένα κόβεις, δέκα φυτρώνουν.
Είστε καλά; Είδα από πάνω μου το κορίτσι με τη φράουλα. Ο παππους της Παναγιώτας, αλίμονο, πήγε να με σκοτώσει και μένα. Η Παναγιώτα τον είχε ενημερώσει για μένα. Με θεωρούσε εχθρό του. Ήθελε να μου χαρίσει τη Βασιλεία των Ουρανών, όμως αστόχησε. Με χτύπησε με ένα τόξο. Το βέλος του ήταν τοξικό, βουτηγμένο στην ίδια την Κόλαση, πέτυχε έναν ανύποπτο διαβάτη ο οποίος απεβίωσε αμέσως. Ο κόσμος ξύπνησε από το βαθύ του ύπνο. Τα μαγαζιά άνοιξαν. Άρχισαν όλοι να αγοράζουν καφέδες και σουβλάκια. Οι πρώτοι γερμανοί τουρίστες ξεπρόβαλλαν βουτηγμένοι στη μιζέρια. Μας έπιασε η πείνα και ήρθαμε να πάρουμε τα δικά σας, είπαν στην αλβανικής καταγωγής ξεναγό – διασκεδάστριά τους. Άκουγε άναυδη και ένα θρασύ κουνούπι πέταξε και τσίμπησε ένα γερμανό συνταξιούχο που ήθελε πριν πεθάνει να δει πώς ζουν οι φτωχές κατώτερες φυλές. Έχουν κουνούπια. Θα το αναφέρω οπωσδήποτε! Das melde ich bestimmt! Έχουν και μπαλκόνια στα σπίτια τους! Εμείς ζούμε ακόμα στις εργατικές κατοικίες του Καρόλου Μαρξ και του Ιωσήφ Στάλιν. Mit Balkon! Θετική ενέργεια παιδιά. Προσπαθούσε η ξεναγός να εμψυχώσει το ψόφιο κοπάδι.
Είμαι εντάξει, ευχαριστώ, είπα στο κορίτσι με τη φράουλα και έπιασα το χέρι της να σηκωθώ.
Κάτι πνεύματα έλεγαν διάφορα λόγια, ho l’ abitudine di mangiare poco la sera!
Προχώρησα παρακάτω, είδα τον Κώστα Καρυωτάκη, το Φραντς Κάφκα, μια δεκαριά άτομα τα είχαν κακαρώσει γύρω από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, άλλοι δέκα πιο κάτω και προχωρούσα προς τη θάλασσα μετρώντας δέκα δέκα τα πτώματα. Πόλεμο έχουμε; Τι επεισόδια είναι αυτα;
Η οργή κάνει τα πνεύματα να τρέμουν και τα σώματα να σφίγγουν τα δόντια.
Και στο τέλος βγαίνει στις ειδήσεις ο Πορτοσάλτε. Τελικά αυτοί οι Έλληνες έχουν κατάθλιψη όχι γιατί δεν μπορούν να επιβιώσουν, αλλά γιατί θέλουν να ζουν σαν άρχοντες…
Aspra Battaglia… Σκληρή η μάχη, αξίζει όμως κάθε λουλούδι!
♥ γερμ., Μάρτης, προφορά Μερτς