Δεν ξέραμε πολλά για εκείνους, πριν τους γνωρίσουμε. Μόνο τα βασικά: τέσσερις δάσκαλοι από την Πορτογαλία, με αγάπη για τη μάθηση και τη διάθεση να μοιραστούν, να μάθουν, να δουν, να γνωρίσουν. Ξέραμε, ταυτόχρονα, όμως, και κάτι πιο βαθύ. Όταν ανοίγεις την πόρτα σου, δεν υποδέχεσαι μόνο επισκέπτες· υποδέχεσαι ψυχές. Και σε ό,τι έχει να κάνει ψυχές, δεν μιλάμε μονάχα για πρόγραμμα. Μιλάμε για συνάντηση. Εκείνη τη Συνάντηση που πάντα θα γράφεται με κεφαλαίο.
Τον Μάιο του 2025, όταν φτάσανε στο Ηράκλειο, κουβαλούσαν στις αποσκευές τους κάτι ακριβό: τη δίψα για ουσιαστική επαφή, για γνωριμία με τα πάντα. Κι εμείς τους ανοίξαμε τις αίθουσες, τις αυλές, τα χαμόγελα των παιδιών και τις καρδιές μας κι εκείνοι άνοιξαν την δική τους. Και μέσα σ’ εκείνο το άνοιγμα, βρήκαμε κάτι κοινό, κάτι οικείο. Κάτι που έλεγε πως δεν βρισκόμαστε πρώτη φορά. Κάτι που έλεγε πως δεν θα είναι η τελευταία.
Η Κρήτη το ‘χει τούτο το χάρισμα: να δίνει χωρίς να περιμένει, να φιλεύει χωρίς να λογαριάζει. Μα εκείνες τις μέρες, νιώσαμε κι εμείς φιλοξενούμενοι. Φιλοξενούμενοι σ’ ένα άλλο βλέμμα, σ’ έναν άλλο τρόπο σκέψης, σ’ έναν καθρέφτη που μας έδειχνε τη δουλειά μας με άλλο φως. Δεν ήταν μόνο ότι ανταλλάξαμε μεθόδους ή ιδέες· ήταν ότι κοιταχτήκαμε αληθινά.
Κι αυτό το κοίταγμα μας έδειξε πολλά. Μας θύμισε πως το να διδάσκεις είναι μια πράξη εμπιστοσύνης — όχι μόνο ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή, αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους που τολμούν να συνδεθούν. Γιατί η Συνάντηση πάντα θα θέλει Τόλμη.
Οι Πορτογάλοι συνάδελφοί μας δεν ήρθαν να παρατηρήσουν, ήρθαν να συμμετάσχουν. Να ακούσουν τα παιδιά μας, να γελάσουν μαζί τους, να περπατήσουν στους ίδιους διαδρόμους που καθημερινά διανύουμε με την ελπίδα πως χτίζουμε το όμορφο. Και μέσα απ’ αυτήν τη συντροφικότητα, γεννήθηκε κάτι σπάνιο: ένας δεσμός.
Τώρα που έχουν φύγει, νιώθουμε σαν να έχει περάσει ένα όμορφο κύμα και να έχει αφήσει πίσω του σημάδια στην άμμο — όχι για να σβηστούν, αλλά για να θυμίζουν τη Συνάντηση. Γιατί κι αν έφυγαν το έκαναν αφήνοντας κομμάτι τους βαθιά μες στην καρδιά μας. Εκεί ακριβώς που το φυτέψαμε κι εμείς. Βαθιά μες στη δική τους. Μα τι παράξενο!! Ενώ όλοι δώσαμε κομμάτι μας γίναμε πιο μεγάλοι!! Γίναμε έμπνευση και ο ένας για τον άλλον. Απόδειξη ότι σε έναν κόσμο που αλλάζει, σε έναν κόσμο που αγωνίζεται να κρατηθεί στην επιφάνεια, σε έναν κόσμο που παλεύει να ανέβει, η παιδεία παραμένει γέφυρα. Γέφυρα που ενώνει. Γέφυρα που θα μένει εκεί σε πείσμα των καιρών. Γέφυρα να θυμίζει το ταξίδι.
Εκείνο το ταξίδι που δεν μετριέται σε χιλιόμετρα, αλλά σε ματιές. Εκείνο το ταξίδι που μετριέται σε αγκαλιές και σε αγγίγματα ψυχής. Και έρχονται άνθρωποι που, δίχως να το ξέρουν, σε κάνουν καλύτερο δάσκαλο — καλύτερο άνθρωπο. Σε οδηγούν σε άλλο ταξίδι.
Σε εκείνο το ταξίδι της Επιστροφής στην Αθωότητα.
Καλή μας συνέχεια συν-οδοιπόροι.
Την επόμενη μέρα της Συνάντησης ήρθε το παρακάτω κείμενο το οποίο θελήσαμε να μοιραστούμε μιας και μας συγκίνησε ιδιαίτερα.
“Βλέμματα που διασταυρώνονται: Ένα ταξίδι στην ανθρώπινη ουσία“

“Τον Μάιο του 2025, τέσσερις Πορτογάλοι δάσκαλοι άφησαν το σταθερό έδαφος του σχολείου τους για να πετάξουν προς το Ηράκλειο, στην Κρήτη, στο πλαίσιο μιας εμπειρίας Erasmus που έμελλε να μεταμορφώσει όχι μόνο τις παιδαγωγικές τους πρακτικές — αλλά και τη ματιά τους προς τον κόσμο.
Μόλις έφτασαν, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σύμβολο που φαινόταν να είναι παντού: το ελληνικό μάτι, το μάτι, εκείνο το μπλε και λευκό φυλαχτό που, λένε, διώχνει το κακό μάτι και προστατεύει όποιον το φέρει. Δεν ήξεραν τότε ότι κι αυτό το μάτι θα τους παρατηρούσε επίσης — όχι σαν επιτήρηση, αλλά σαν καθρέφτης. Ένας καθρέφτης που αντανακλά το ουσιώδες: την ομορφιά της απλότητας, τη δύναμη της προσφοράς, την αξία του άλλου.
Η Κρήτη, τόπος λουσμένος από μια βαθιά θάλασσα και πλατιούς ορίζοντες, τους υποδέχθηκε με τη γενναιοδωρία που μόνο ο Νότος ξέρει να προσφέρει. Στους διαδρόμους των σχολείων, ανάμεσα σε γέλια παιδιών και λέξεις που μοιράστηκαν με Έλληνες συναδέλφους, οι τέσσερις δάσκαλοι βρήκαν περισσότερα από παιδαγωγικές στρατηγικές: βρήκαν την ανθρωπιά.

Οι άνθρωποι του Ηρακλείου — γαλήνιοι, αυθεντικοί, σταθεροί στην παράδοση αλλά ανοιχτοί στο καινούργιο — τους δίδαξαν ένα μάθημα που δεν περιλαμβάνεται σε κανένα εγχειρίδιο: τη σημασία του να κοιτάς τον άλλον με καλοσύνη και περιέργεια, όπως κοιτάς τη θάλασσα χωρίς να θέλεις να την ελέγξεις. Τους έδειξαν ότι η διδασκαλία δεν είναι μόνο μετάδοση γνώσης, αλλά καλλιέργεια σχέσεων, άνοιγμα δρόμων, ξύπνημα ελπίδας.
Όπως το ελληνικό μάτι, σύμβολο προστασίας και συνείδησης, έτσι κι αυτή η εμπειρία έγινε για εκείνους ένα ζωντανό φυλαχτό. Ένα φυλαχτό φτιαγμένο από αναμνήσεις, από απλές χειρονομίες και αυθεντικούς διαλόγους. Κάτι αόρατο αλλά παρόν, που τώρα τους συνοδεύει στην επιστροφή τους στην Πορτογαλία — όχι κρεμασμένο στον λαιμό, αλλά χαραγμένο στην καρδιά.
Και έτσι, όπως το μάτι που τα βλέπει και τα κρατά όλα, αυτό το ταξίδι στην Κρήτη παραμένει, όχι ως τέλος, αλλά ως αρχή. Γιατί υπάρχουν μάτια που δεν χρησιμεύουν μόνο για να βλέπουν, αλλά για να κατανοούν. Και υπάρχουν συναντήσεις που, όπως η θάλασσα που αγκαλιάζει το Ηράκλειο, δεν ξεχνιούνται: απλώς μεταμορφώνονται σε αόρατο ρεύμα που σπρώχνει τους ταξιδιώτες προς πιο ανθρώπινους ορίζοντες.”
