Ο Νίκος Καζαντζάκης, ως φανατικός Κρητικός και Καστρινός, διατήρησε με τη γραφή του τη φήμη του Αγίου Μηνά ως προστάτη της πόλης του Ηρακλείου. Ως καβαλάρη Αγίου, που συχνά εμφανιζόταν ως από μηχανής θεός και έσωζε τους χριστιανούς από τη μανία του Τούρκου κατακτητή.
Δείτε επίσης: Όταν οι Κρητικοί σταματούσαν τις επαναστάσεις, έχτιζαν τον Άγιο Μηνά!
Οι χριστιανοί θεωρούσαν τον Άγιο Μηνά προστάτη τους από το Πάσχα του 1826, όταν τότε προσπάθησαν οι Τούρκοι να αποκλείσουν τους πιστούς που βρίσκονταν στον μικρό Ναό του Αγίου Μηνά, προγενέστερο του σημερινού, που είχε κτισθεί τον 18ο αιώνα. Η παράδοση λέει ότι τότε ξαφνικά εμφανίστηκε ένας καβαλάρης, γενειοφόρος, κραδαίνοντας ένα σπαθί και μ’ αυτό προστάτευσε τους χριστιανούς. Οι Τούρκοι νόμιζαν πως ήταν κάποιος δικός τους αξιωματικός και τους κάλεσε να σταματήσουν. Την ιστορία έχει περιγράψει ο Στέφανος Νικολαΐδης, που ήταν 9 ετών εκείνο το Πάσχα.
“Οι Τούρκοι τότε, επειδή ακούγανε τις επιτυχίες των επαναστατημένων Ελλήνων από παντού, ξεσπούσανε εκεί εναντίον των Ελλήνων και προβαίνανε σε σφαγές και λεηλασίες. Η ζωή των Ραγιάδων κρεμότανε στο καπρίτσιο ή στα κακούργα ένστικτα του κάθε Τούρκου.
Την ημέρα του Πάσχα στις 18 Απριλίου 1826 νομίσανε, πως ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία να τους χτυπήσουν. Θα τους εύρισκαν όλους μαζεμένους να παρακολουθούν την Ακολουθία της Αναστάσεως μέσα στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά.
Ο Ναός του Αγίου Μηνά ήτανε τότε μικρότερος από τον σημερινό. Είχε κτιστεί κατά τον 18ο αιώνα. Σώζεται μάλιστα μέχρι σήμερα( μικρός ΄Αγιος Μηνάς ). Σ’ αυτόν τον Ναό επιχείρησαν και άλλοτε σφαγή οι Τούρκοι :στις 24 Ιουνίουτου 1821.Τότε έσφαξαν έξι επισκόπους και πολλούς άλλους κληρικούς και λαϊκούς.
Και τώρα επιχείρησαν να σφάξουν όλους μαζεμένους τους Χριστιανούς. Ουδείς θα τους ξέφευγε, διότι τα φανατισμένα στίφη των Τούρκων, με σπαθιά και μαχαίρια και με κάθε είδους φονικών όπλων, είχαν περικυκλώσει το Ναό. Άλλες γραμμές είχαν σχηματισθεί σε όλες τις παρόδους και τις κατευθύνσεις. Για να παραπλανήσουν δήθεν τη προσοχή της ντόπιας διοίκησης, βάλανε φωτιές σε διάφορες απομακρυσμένες συνοικίες της πόλης. Το σχέδιο είχε καταστρωθεί και στη παραμικρή του λεπτομέρεια. Την ώρα που διάβαζε το ιερό Ευαγγέλιο ο Μητροπολίτης Καλλίνικος, ξαφνικά ακούστηκε η κλαγγή των όπλων. Τα μανιασμένα στίφη των βαζιβιζούκων πλησίασαν τις πόρτες. Ήταν έτοιμα ν΄αρχίσουν τη σφαγή των Χριστιανών, που ήσαν ανύποπτοι και απροετοίμαστοι.Κρίσιμη ώρα !
Μα ξαφνικά βλέπουν ένα αστραφτερό φως, γιομάτο από αίγλη, που πλημμύρισε την Εκκλησία, από την μια άκρη ως την άλλη. Ένας δε ασπρομάλλης γέρος αξιωματικός με σεβάσμια μορφή φάνηκε καβάλα στο άσπρο περήφανο άτι του, κραδαίνοντας το ξεγυμνωμένο σπαθί του.
‘Ηταν αγριεμένος και έμοιαζε καταπληκτικά με τον αρχηγό των εκεί Τούρκων, τον Αγιάν Αγά. Το άλογό του είχε χρυσοποίκιλτα χάμουρα και σέλλα στολισμένη με πολύτιμα πετράδια. Ήταν αγριεμένος και η ματιά του, όταν έπεφτε στους Χριστιανούς, ήταν γλυκειά και θεϊκή, όταν όμως ερρίχνετο στους βαρβάρους, που είχανε ζωσμένη την Εκκλησία, άλλαζε και πετούσε αστραπές, που προμηνούσαν όλεθρο σ΄αυτούς οι οποίοι δε σεβάστηκαν την άγια μέρα και τον ι ε ρ ό Ν α ό ν του. Οι Τούρκοι τότε, που ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν την αλύπητη σφαγή, κατατρομαγμένοι και πανικόβλητοι το έβαλαν στα πόδια και διελύθηκαν.
Πήγανε τότε και διαμαρτυρήθηκαν στο Διοικητή τους, διότι τους έστειλε το Αγιάν αγάν και τους διέλυσε, ώστε να μη φέρουν σε πέρας το έργο τους. Αλλά ο διοικητής τους είπε, ότι δεν εγνώριζε τίποτε και ότι δεν έστειλε κανένα. Ο δε Αγιάν Αγάς κοιμόταν εκείνο το βράδυ μακαρίως ήσυχος στο σπίτι του. Τότε κατάλαβαν οι Τούρκοι, ότι ήταν ο Άγιος Μηνάς, που φάνηκε να σώσει τους Χριστιανούς.
Και πράγματι τους έσωσε. Δεν έπαθε κανείς τίποτε, εκτός από μια γυναίκα, η οποία επάνω στη σύγχυση έπεσε και πέθανε. ‘Ολο μάλιστα το Εκκλησίασμα φοβήθηκε και έφυγε. ‘Έμεινε μόνος του ο Μητροπολίτης Καλλίνικος και συνέχισε την Θεία Λειτουργία.
Ο Μητροπολίτης για να επισημοποιήσει περισσότερο το θαύμα και να εξευτελίσει τους Τούρκους, επισκέφθηκε την άλλη μέρα τον Τούρκο Διοικητή, για να τον ευχαριστήσει δήθεν, διότι έστειλε τον αξιωματικό Αγιάν Αγά και τους έσωσε από τον συρφετόν εκείνο. ‘Ο Διοικητής όμως του είπε, ότι δεν έστειλε κανένα Αγάν Αγιάν.”
Ο Άγιος του Καζαντζάκη
Την παράδοση αυτή διατηρεί και ενισχύει ο Καζαντζάκης. Στην “Αναφορά στο Γκρέκο”, γράφει:.
“Στα παλιά εκείνα ηρωικά χρόνια, το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένα σ’ ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα ακατάπαυστα αγριεμένο πέλαγο κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας.
Άγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε, κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό απάνω του νόμο. Κάποιος πάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές. Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο ένα Αγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου…”.
Το περιστατικό που αναφέρει στον “Καπετάν Μιχάλη” μοιάζει με την ιστορία του θαύματος του 1826:
“Έκαμαν κορδόνι και του ‘φραξαν το δρόμο. Η Εφεντίνα στάθηκε, ξεγλωσσισμένη απελπισμένος… θα ‘χει φτάσει πια ο Αράπης, θα ΄χει σπάσει την πόρτα, θα ‘χει σφάξει τον καπετάν Μιχάλη.
– Δεν έχετε, μωρέ, Θεό απάνω σας; κλαψούρισε. Αφήστε με να περάσω. Βιάζουμαι, μωρέ αδέρφια!
– Ποιος σε κυνηγάει, Εφεντίνα Καβαλίνα; Αυτό να μας πεις, να περάσεις!
Το μυαλό της Εφεντίνας άστραψε. Κοίταξε πίσω του, έσυρε φωνή:
-Ο Αι- Μηνάς!
Οι τουρκαλάδες ξέσπασαν στα γέλια.
– Τι γελάτε, μωρέ αθεόφοβοι; Δεν ακούτε τα πέταλα του αλόγου του; Τον είδα να βγαίνει από την εκκλησία, τον είδα! Και με πήρε ξοπίσω . Δεν ακούτε; Νάτος! ζυγώνει!
Οι τουρκαλάδες ένιωσαν να σηκώνεται η τρίχα τους. Σα ν΄άκουσαν, αλήθεια, πεταλιές αλόγου. Κάποιος καβαλάρης ζύγωνε!
– Νάτον! φώναξε πάλι η Εφεντίνα και τα μάτια της γούρλωσαν τρομαγμένα. Νάτος! Νάτος!
Μα οι τουρκαλάδες που να γυρίσουν να δουν! πήραν δρόμο κι αφανίστηκαν.
Ως τους είδε η Εφεντίνα να φεύγουν αλαφιασμένοι, κοκάλωσε. «Μωρέ, έχει το χάζι του να ΄ναι αλήθεια!» συλλογίστηκε με τρόμο. Κι άλλη φορά, στην άλλη Επανάσταση, δεν τον είχε δει να χιμάει καβαλάρης και να κυνηγάει τους Τούρκους που ήθελαν να πατήσουν την εκκλησία του; Κρύος σπυρωτός ιδρώτας τον έκοψε…πεντακάθαρα τώρα γρικούσε το άλογο που ζύγωνε.
– Αλλάχ! Αλλάχ! ξεφώνισε, ανασκουμπώθηκε πάλι και έβαλε τις φτέρνες στον ώμο.
Έτρεχε, έτρεχε αλαλιασμένος. Ως ξεπρόβαλε στου Ιδομενέα τη βρύση, ξέκρινε απόξω από του καπετάν Μιχάλη τον αράπακα και τους συντρόφους του να βαρούν την πόρτα, να τη σπάσουν. Χύθηκε καταπάνω τους.
– Βάρδα, παιδιά φώναξε, βάρδα και θα μας φάει! Έρχεται καβαλάρης!
– Ποιος, μωρέ κουζούλακα; ούρλιασε ο Αράπης.
– Ο γείτονας
– Ποιος γείτονας;
– Ο Αι- Μηνάς, νάτος!
Όλοι στράφηκαν. Τα μάτια τους πεταλούδιζαν, δε διάκριναν τίποτα.
– Νάτος! Νάτος! φώναζε η Εφεντίνα κι ακούμπησε στην πόρτα του καπετάν Μιχάλη αλλοπαρμένος
Κόλλησε πιτακώθηκε απάνω στην πόρτα, σα να ‘θελε να κρυφτεί και να περάσει ο Αϊ Μηνάς, χωρίς να τον αρπάξει το μάτι του. Είχε προβάλει τώρα στου Ιδομενέα τη βρύση, τον έβλεπε καθαρά, ο ίδιος απαράλλαχτος όπως ήταν στο κόνισμα: ηλιοκαμένος, ψαροσγουρογένης, απάνω σε μούρτζινο άλογο και χρυσά σελοχάλινα. Όλος ο αέρας μπροστά από του Ιδομενέα τη βρύση γέμισε ψαρά γένια, μούρτζινο άλογο και σελοχάλινα.
– Νάτος! Νάτος! φάνηκε μουρμούριζε και το κατωσάγονό του καταχτυπούσε.
– Που ‘ναι, μωρέ; τα μάτια μου θάμπωσαν!
– Δεν τον θωράς; νάτος! νάτος! μαύρος ψαρογένης, μ’ ένα κόκκινο κοντάρι… Μας είδε, χύνεται καταπάνω μας!
Έδωσε ένα σάλτο, ξεκόλλησε από την πόρτα, πήρε κατά το λιμάνι. Πίσω του φυσομανώντας, έτρεχαν πιλάλα κι οι Τούρκοι άκουγαν τώρα κι αυτοί το άλογο που τους είχε πάρει του κυνήγου, κι ο Αράπης, που στράφηκε μια στιγμή, ξέκρινε από πάνω του, στον αέρα, έναν καβαλάρη:
– Γρήγορα πόδια, μωρέ πόδια! φώναξε κι είχε κυλήσει το κίτρινο μπουρνούζι του χάμω – μα που να σταθεί να το περιμαζώξει, πιλαλούσε τώρα ολόγυμνος,
Ξεπνεμένοι έφτασαν στο λιμάνι. Σφούγγιξαν τον ιδρώτα τους, κουκούβισαν στον ίσκιο, έβγαλαν έξω τις γλώσσες τους κι αναβόλιαζαν σα σκύλοι. Η Εφεντίνα είχε πέσει μπρούμυτα κάτω στις πέτρες και σπάραζε. Κάμποσην ώρα δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Τέλος ο Αράπης άνοιξε το στόμα:
– Φτηνά τη γλιτώσαμε, είπε.”