Για μια παραγγελιά, ξημέρωμα 25ης Φεβρουαρίου…

Τα ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου του 1973, στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» ο Νικόλαος Κοεμτζής ήρθε στα χέρια με θαμώνες του κέντρου, με αφορμή μια «παραγγελιά» για ένα ζεϊμπέκικο. Ο απολογισμός τραγικός: τρεις νεκροί, οκτώ τραυματίες, και δυο άνθρωποι – ο δράστης και ο αδερφός του – στη φυλακή. Ο Νίκος Κοεμτζής βρέθηκε στο νυχτερινό κέντρο εκείνο το βράδυ μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Δημοσθένη, ο οποίος και έκανε «μια παραγγελιά» από την ορχήστρα για να χορέψει τις «βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Στο μαγαζί όμως, βρισκόντουσαν και τρεις ασφαλίτες, οι οποίοι γνώριζαν τη συγγένεια του ατόμου που «έκανε την παραγγελιά» με τον Κοεμτζή, ο οποίος είχε απασχολήσει στο παρελθόν τις αρχές και είχε στοχοποιηθεί λόγω των πολιτικών θέσεων μελών της οικογένειάς του. Οι τρεις άντρες της Ασφάλειας πάτησαν τον ιερό άγραφο νόμο της εποχής, που επέβαλλε να χορεύει μοναχά αυτός που ζήτησε την «παραγγελιά» και άρχισαν να χορεύουν γύρω από τον Δημοσθένη.

Ο Κοεμτζής ξεσπά, ουρλιάζοντας «Παραγγελιά, ρε!», βγάζει μαχαίρι. Οι τρεις ασφαλίτες πέφτουν νεκροί, ενώ ακόμα 8 άτομα τραυματίστηκαν. Τρεις φορές σε θάνατο καταδικάστηκε ο Νίκος Κοεμτζής για το μακελειό της νύχτας εκείνης, σε τριετή φυλάκιση ο αδελφός του Δημοσθένης, ενώ αθωώθηκε ο τρίτος της παρέας Θωμάς Κορομάνης. Ο Nίκος Κοεμτζής καταδικάστηκε για τρεις ανθρωποκτονίες: των Εμμ. Χριστοδουλάκη, Δημ. Πεγιά και I. Κούρτη και τις 8 απόπειρες ανθρωποκτονιών κατά θαμώνων του κέντρου, και για τρία χρόνια ζούσε καθημερινά με την απειλή της εκτέλεσής του.

Τελικά, ήταν ο πρώτος που γλίτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, οπότε η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Στις 31 Μαρτίου 1996, μετά από 23 χρόνια στη φυλακή, το Δικαστικό Συμβούλιο της Πάτρας αποφυλάκισε τον μετανοημένο 58χρονο Νίκο Κοεμτζή υπό όρους. Έκτοτε, και μέχρι το τέλος της ζωής του, ζούσε πουλώντας την αυτοβιογραφία του που συνέγραψε μέσα στη φυλακή (Νίκος Κοεμτζής – Το μακρύ ζεϊμπέκικο), υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα, στο κέντρο της Αθήνας, αφού ο Δήμος Αθηναίων του παραχώρησε άδεια μικροπωλητού. «Ονομάζομαι Νίκος Κοεμτζής, γεννήθηκα στο Αιγίνειο Κατερίνης…», έτσι ξεκινά η αυτοβιογραφία του, στην οποία εξιστορεί τα παιδικά του χρόνια, την κακοποίηση που είδε ως παιδί να υφίσταται ο κομουνιστής πατέρας του και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του από τους ένστολους αστυνομικούς, αλλά και τον πόλεμο που του γινόταν γενικά από την Αστυνομία. Περιγράφει ακόμα την προφυλάκισή του στις Φυλακές Κορυδαλλού και τη συνάντηση του με τον αδελφό του και το φίλο του είχε κι αυτός τραυματιστεί από το μαχαίρι του, την κακή υγεία του, αφού δεν μπορούσε να περπατήσει από τις σφαίρες που του είχαν ρίξει στα πόδια οι αστυνομικοί όταν τον συνέλαβαν.

«… στο μυαλό μου στριφογυρίζανε χίλιες σκέψεις. Έψαχνα να βρω μια λύση να διορθώσω το κακό που σκόρπισα… Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν κι αγωνίζομαι ακόμα. … Ως φαίνεται, την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου…», γράφει για εκείνη την μοιραία νύχτα. Το βιβλίο κλείνει με έναν λιτό επίλογο: «…Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λεγοντάς μου: “Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος”. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου Κρήτης στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Έμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982. … Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996.».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, διάβασε το βιβλίο του Νίκου Κοεμτζή και, εμπνευσμένος από την ιστορία του, έγραψε το τραγούδι «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», στο οποίο και περιγράφει τη ζωή του. Από τα πρώτα του βήματα στην Κατερίνη, μέχρι τη στιγμή της έκρηξης στη “Νεράιδα” και τις δολοφονίες. Ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος, με τη σειρά του, εμπνευσμένος από το τραγούδι του Σαββόπουλου έκανε την ταινία “Παραγγελιά”.


Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο του Διονύση Σαββόπουλου

Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι. Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;

Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη -Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη- Γεννήθηκε σ΄ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη.

Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί. Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη… Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.

Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ΄ το σαράντα πέντε κι οι χωρικοί απ΄ τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ΄ τον γιο. Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.

Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα κυλάει απ΄ την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει; Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία, για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν΄ η παρανομία. Νίκο, αγγίζω το στοιχειό σας Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας

Δυο καταδίκες, έξι χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε. Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ΄ την τρέλα, όχι για να σωθεί, αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς· να, λόγου χάρη, ήθελε γάμο και τότε τού ΄παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!

Κι απ΄ την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία, μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν. Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του· της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.
Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ΄ ένα κράτος που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά -διαφυγή καμιά- κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο, βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.

«Ν΄ ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ΄ αδελφάκι μου υψωμένο να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω» Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο Νίκο, σπασίματα γεμάτο «Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.

Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει: «Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει. Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη.

Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!» Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν. Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.

Έξω απ΄ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το ΄χαν διαλύσει. Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.

Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου. Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι. Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει. Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές: «Ανοίχτε, θα μας σφάξουν!» Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν…» Νίκο, σόι αλλοπαρμένο Νίκο, τι έχεις καμωμένο;

Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένιωσε ότι θα τον δώσουν «Θα φύγω,» είπε, «με μια βάρκα ν΄ ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν. Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν!»

Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες. Τον εκυκλώσαν, βγαίναν απ’ τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του από ένα νήμα που δεν θα ΄δινε σ΄ αυτούς, και πέταξε μαχαίρι.

Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι αστυνόμοι, μα εκείνοι τού ΄ριχναν στα πόδια. Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του ΄δωσε μια με ένα καδρόνι… Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;

Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος. Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί· παράξενο δεν ήταν: η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ΄ αυτόν, μιαν άλλη απειλή.

Το ΄παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου, μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ…» Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ΄ αφεντικό και τη νοικοκυρά του. Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του. Νίκο, χωριό συσκοτισμένο Νίκο, ποιοι σ΄ έχουν κυκλωμένο;

Ο ίδιος ξέγραψε απ΄ αρχής τον εαυτό του, το είπε: «Πρέπει να πεθάνω!» Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του. Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ΄ αντέξω. [Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω.]

Στα γράμματά του από την φυλακή, ο βίος δεν διαφέρει· ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί. Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση απ’ το δράμα και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα;

Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει. Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας στ΄ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.

Η ουρά που αυξαίνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλομανδύα και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία, στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει.

Νίκο, ποτέ δεν θα ΄ναι έτσι. Νίκο, είν΄ η αρρώστια που μας σώζει καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ΄ το κελί σου, Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου.

πηγή: tvxs.gr

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί