Κουζουλοσυνέδριο ή το λεξιλόγιο του «τρελοκομείου»

Της Ελευθερίας Μηλάκη

(νανο-διήγημα με αφορμή την Ημέρα Ψυχικής Υγείας 10 Οκτωβρίου)

Ο Γρηγόρης είχε σχιζοφρένεια. Μπαινόβγαινε σε ψυχιατρικές κλινικές και ψυχιατρικά ιδρύματα για χρόνια. Είχε ως στήριγμα τη μητέρα του, η οποία στεκόταν δίπλα τους σαν βράχος χωρίς ποτέ να εκδηλώσει συναισθήματα αυτολύπησης. Είχε μια περίεργη όψη, σαν να ήταν το δέρμα του γεμάτο μώλωπες διαφόρων χρωμάτων, κίτρινους, ροζ, μπλε, μωβ. Είχε και κοπέλα, την Άννα, η οποία τον επισκεπτόταν συχνά. Εκείνη έπασχε από διπολική διαταραχή. Ήταν υπέρβαρη σε ακραίο βαθμό, ως αποτέλεσμα της ισόβιας υποχρεωτικής φαρμακευτικής αγωγής, χωρίς την οποία δεν έχει καμία ελπίδα για κάποιο επίπεδο κανονικότητας στη ζωή της. Γενικά φαινόταν να έχει τη ζωή της υπό έλεγχο, σε αντίθεση με το Γρηγόρη. Του άρεσε να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει… Εγώ θέλω πριγκιπέσσα, από το Μαρόκο μέσα…

Ένας όμορφος νεαρός αλβανικής καταγωγής, γύρω στα είκοσι, φαινόταν να μην έχει κάποιο πρόβλημα. Είχε ήδη ηρεμήσει. Μια παρόρμηση τον είχε οδηγήσει στην ταράτσα από όπου απειλούσε να πέσει. Οι γονείς του τον είχαν αφήσει στη νονά του, γιατί στα χρόνια της οικονομικής κρίσης έπρεπε να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη για να βρουν δουλειές. Ήταν ντυμένος καλά, ήρεμος, ευδιάθετος και σοβαρός. Αντίθετα ο συμπατριώτης του, ο Μάριο, σαράντα εννέα ετών, φαινόταν πολύ καταβεβλημένος. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί το πρόβλημα με το αλκοόλ, είχε καταστρέψει τη σχέση του με τη σύζυγό του και συχνά δεν ήταν σε θέση ούτε να εργαστεί. Ήταν μόνος, δεν είχε κανέναν να τον στηρίζει και να νοιάζεται γι’ αυτόν, εκτός από την αδερφή και την ανιψιά του στην Αλβανία. Σαν να μην είχε ούτε παιδιά… Κάποιος άλλος άκουγε μουσική και ο Μάριο σιγοτραγουδούσε… Αν δεν με παίρνεις αγκαλιά εγώ θυμώνω… Δεν φαινόταν θυμωμένος και επιθετικός, μόνο πολύ βαθιά λυπημένος και απογοητευμένος από τους ανθρώπους και ειδικά από τους δικούς του. Ήταν καλλιεργημένος. Στην πατρίδα του, πριν το 1990, εργαζόταν ως δάσκαλος δημοτικού. Κάπνιζε διαρκώς τσιγάρα, ενώ ζητούσε από ένα άλλο άτομο που είχε smartphone να τον βοηθήσει να επικοινωνήσει με την ανιψιά του… Αυτό που φοβόταν ήταν το να καταλήξει σε ίδρυμα, σωφρονιστικό ή ψυχιατρικό, μετά τις καταγγελίες της γυναίκας του για οικιακή βία. Στον κήπο της κλινικής είχε γρασίδι και οι ασθενείς πίσω από τα τζάμια κοιτούσαν τα πουλιά και όσοι ήταν σε θέση να σκέφτονται λαχταρούσαν την ελευθερία τους, να φύγουν από αυτή τη φυλακή με τις πόρτες σαν ψυγείο κρεάτων και τα σιδερόφρακτα παράθυρα.

Η Σοφία ήταν μια νεαρή γιατρός με πολύ ανοιχτό μυαλό. Μπορούσε για παράδειγμα να διακρίνει, σε περιπτώσεις ακούσιας νοσηλείας, αν ο ψυχασθενής ήταν αυτός που έφεραν οι αστυνομικοί ή μάλλον το πρόβλημα το είχαν οι οικείοι του ή και όλοι. It runs in the family συνήθως, γιατί είναι θέμα κληρονομικότητας, γονιδίων δηλαδή, σε συνδυασμό με το περιβάλλον. Μια μέρα έπρεπε να εξετάσει ένα Γερμανό σχιζοφρενή που στο ύψος πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο μέτρα και είχε μακριά μαλλιά πλεγμένα «ράστα». Τον είχαν φέρει από το δρόμο, όπου ζούσε ως άστεγος. Καμιά φορά του άφηναν από κάποιο κοντινό εστιατόριο ένα πλαστικό μπολάκι φαγητού… Δεν υπήρχε χρόνος να βρεθεί διερμηνέας και έτσι η Σοφία κάλεσε για τη διερμηνεία έναν από τους ασθενείς που θεωρούσε ότι κατά λάθος βρέθηκαν εκεί και ήξερε και γερμανικά. Ακούω φωνές. Ποιοι είναι; Οι φίλοι του πατέρα μου. Έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια. Ρώτα τον, τι του λένε. Να σκοτώσω κάποιον. Οποιονδήποτε. Και περισσότερους, αν μπορώ… Επικράτησε ησυχία. Η εξέταση τελείωσε και ο ασθενής οδηγήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο δωμάτιο της απομόνωσης.

Ο Σταύρος είχε έρθει μερικές φορές στην κλινική. Η μητέρα του ήταν δίπλα του με αστείρευτη κατανόηση και τρυφερότητα, αν και ήταν υπερβολικά ταλαιπωρημένη, καθώς επιβίωσε μόνη της ως πολύτεκνη χήρα με μικρά παιδιά. Είναι άδικο να φέρεται η οικογένεια και η κοινωνία τόσο σκληρά στη χήρα. Χήρα είναι η γυναίκα του νεκρού, του φυλακισμένου, του αδιάφορου και του αρρώστου. Οι συγγενείς του συζύγου της όχι μόνο δεν τη στήριξαν, αλλά προσπάθησαν να της στερήσουν και περιουσιακά στοιχεία απαραίτητα για την επιβίωση της ίδιας και των παιδιών. Δεν τη στήριξαν ούτε οι γονείς του, σύμφωνα με τα λεγόμενά της. Ο γιός της αν και ήταν ήδη 34 ήταν πολύ παράξενος. Είχε ένα είδος διανοητικού προβλήματος, όμως αν δεν μιλούσε φαινόταν υγιής, κανονικός, φυσιολογικός. Του άρεσε μία φοιτήτρια, από εκείνες που έκαναν την πρακτική τους στην κλινική. Λοιπόν Εύα, η μητέρα μου είναι πια μεγάλη, θα χρειαστώ κάποια να μου πλύνει και να μου μαγειρεύει. Καλύτερα μαζί σου παρά με μια όμορφη που θα την κυνηγάνε και άλλοι. 

Ένας άλλος από τους «τρελούς» είχε φέρει το λάπτοπ του και άκουγε τον ύμνο της χούντας. Ένα εμβατήριο πάντα έχει δυναμικό ρυθμό. Τότε πλησίασε ο εφημερεύων γιατρός, αριστερός στις πεποιθήσεις και σαν τη Σοφία, ανοιχτόμυαλος και χωρίς να προσπαθεί να δείξει στους ασθενείς ότι ξέρει κάτι παραπάνω από έναν άνθρωπο, απείλησε «κλεί’ το αμέσως, θα σε βάλω στην απομόνωση»! Υπάρχουν επαΐοντες, οι οποίοι συμπεριφέρονται αλαζονικά στον ασθενή, δεν λαμβάνουν υπόψη καθόλου τις ανησυχίες του και δεν διστάζουν να τον τρομοκρατήσουν. Λοιπόν αρκετά με τη γκρίνια για τα φάρμακα, ότι σας κλέβουν χρόνια ζωής και τα λοιπά, καλύτερα να έχεις ποιότητα ζωής και να ζήσεις λιγότερο. Και τώρα άσε με ήσυχο γιατί σχολάω και θέλω να πάω για σουβλάκια. Και η μέθοδος της τρομοκρατίας όμως καμιά φορά λειτουργεί. 

Η Μαρία είχε βουλιμία. Όταν οι τραπεζοκόμοι άπλωναν τους δίσκους με τα γεύματα στο τραπέζι, εκείνη έτρωγε το δικό της και μετά περίμενε να φύγουν όλοι από την τραπεζαρία. Τότε καταβρόχθιζε όσα περισσότερα γεύματα μπορούσε. Κατά το απόγευμα μαζεύονταν όσοι δεν είχαν φάει το μεσημέρι και ζητούσαν τη μερίδα τους και τότε η νοσοκόμα αναρωτιόταν «μα ποιος τα έφαγε»… Στον αντίποδα, η Κατερίνα έπασχε από ανορεξία. Μανία λιμοκτονίας. Όσο περισσότερο πεινούσε, τόσο καλύτερα ένιωθε. Έμοιαζε με σκελετό ντυμένο με ρούχα. Μερικοί εκτός από τη βασική τους ασθένεια είχαν και άλλες συμπεριφορές για παράδειγμα κλεπτομανία. Η νεαρή Ειρήνη δεν είχε κλείσει ούτε τα είκοσι, ζητούσε συνεχώς τσιγάρα από όποιον έβλεπε και όταν δεν ήταν αντιληπτή έκλεβε χρήματα και ό,τι άλλο υπήρχε στις τσάντες, ακόμα και χρησιμοποιημένα κραγιόν.

Ήταν Απόκριες και η μαμά του Σταύρου είχε φέρει τζουλαμά. Ένα περίεργο φαγητό, μια πίτα με σταφίδες, ζάχαρη και συκώτι. Έφαγαν όλοι. Την ίδια στιγμή η καθαρίστρια, με καταγωγή από τη Βουλγαρία, η Ντέσι, πάσχιζε να καθαρίσει στο διπλανό δωμάτιο… Κάποιοι δεν είχαν κανένα έλεγχο της συμπεριφοράς τους, ενώ υπήρχαν και άτομα με αναπηρία, σε καροτσάκι, ως συνέπεια κάποιας απόπειρας. Ο Τάσος είχε επίσης ανορεξία. Ζούσε με τους γονείς του και είχε και μια αδερφή με δική της οικογένεια. Δεν δεχόταν πολλές κουβέντες. Πάω να φάω, έλεγε ψέματα και εξαφανιζόταν. Ήταν πολλοί εκείνοι που υπέφεραν, επειδή πίστευαν ότι τα αδέρφια τους τα κατάφεραν καλύτερα ή ότι οι γονείς μεροληπτούσαν σε βάρος τους. Όταν υπάρχει νοσηρό περιβάλλον πρέπει να φεύγει κανείς, να οργανώνει τη φυγή του και να δει αν μπορεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να διατηρήσει τη σχέση σε άλλο πλαίσιο. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι αδιάγνωστοι ψυχασθενείς είναι αυτοί που αρρωσταίνουν και τους λεγόμενους ευάλωτους, ευαίσθητους, αδύναμους, ευπαθείς και άλλα, η ελληνική λέξη είναι τόσο πλούσια, είναι όμως άδικο να στιγματίζονται κάποιοι, επειδή οι άλλοι δεν πάνε στο γιατρό. Το αυτόματο μηχάνημα των καφέδων χαλάει συνέχεια. Καταφτάνει ο τεχνικός. Δωρεάν καφές για όλους, ανακοινώνει. Ο καφές δεν είναι καλός ,αλλά παρά το τίποτα κάτι είναι…

Επίσης, πέρα από τους πελάτες ψυχίατρου και τους συγγενείς τους, υπάρχουν στην κοινωνία άνθρωποι χυδαίοι, πρόστυχοι, φτηνοί, που συχνά έχουν και πολύ καθωσπρέπει προσωπείο. Είναι τα βέβηλα αυτιά που αν ακούσουν κάτι για κάποιον ή αν τους το πει ο ίδιος θα κοιτάξουν να το αξιοποιήσουν για να του το χτυπήσουν ή με άλλο τρόπο. Είναι ρατσιστές, σεξιστές, φασιστοειδή, είναι ο κάθε σαχλαμάρας. Αυτοί δεν εμπίπτουν στην ψυχική νόσο ή ασθένεια ή διαταραχή, γιατί λειτουργούν κανονικά και δεν έχουν συμπεριφορά προβληματική για τους ίδιους. Πνευματική, ψυχική, διανοητική υγεία, αυτά είναι τα συνώνυμα. Η Ειρήνη χορεύει ξέφρενα, ενώ ο αρραβωνιαστικός της, τον οποίο γνώρισε εκεί μέσα, έχει δεχτεί επίσκεψη των γονιών του. Θα με παντρευτεί δεν θα με παντρευτεί; Οι γονείς του συμφώνησαν να με πάρουν σπίτι τους όταν βγούμε από εδώ… Η Άννα και ο Γρηγόρης ζουν από συντάξεις αναπηρίας, κάνουν σχέδια για το μέλλον τους. Επιστρέφουν οι φοιτήτριες με τα ψώνια. Κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, νοσηλεύτριες. Σε κάθε σακουλάκι ένα σημείωμα με το όνομα, την παραγγελία και τα χρήματα. Το σακουλάκι επιστρέφει με τα ρέστα. Περιοδικά, τσιγάρα, καφέδες, αναψυκτικά, κρουασάν, τυρόπιτες, σάντουιτς, επιτρέπονται όλα. 

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί