Η Αμερική της Ειρήνης (διήγημα)

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Ήταν μια μαγική εξοχή με πρασινάδες, δέντρα και λουλούδια. Έμοιαζε βγαλμένη από παραμύθι και συγκεκριμένα από το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης του Δάσους. Μόνο που δεν υπήρχε παλάτι, γύρω από το οποίο ένας πανύψηλος αγκαθωτός φράχτης θα έκρυβε ένα ολόκληρο βασίλειο που κοιμόταν μαζί με την Ωραία Κοιμωμένη. Υπήρχε μόνο ένα μικρό σπιτάκι, η καλύβα του Χριστόφορου. Είναι λογικό ακούγοντας το όνομα αυτό να υποθέσει κανείς ότι ο Χριστόφορος ήταν ίσως καλόγερος ή παπάς. Και πράγματι. Έμεινε ορφανός πολύ μικρός και από τους δύο γονείς και σπούδασε με τη βοήθεια της εκκλησίας. Τελειώνοντας το σχολείο σχεδίαζε να γίνει παπάς. 

Η εξοχή του Χριστόφορου ήταν σαν το εργαστήριο ενός σπουδαίου αρωματοποιού. Φύτρωναν παντού αγκαθωτές αγριοτριανταφυλλιές, που έβγαζαν ένα σπάνιο, παλιό είδος ροζ τριαντάφυλλου. Είχα βρεθεί και εγώ μια φορά εκεί, μια Πρωτομαγιά. Το θυμάμαι σαν όνειρο, είχα προσπαθήσει να μαζέψω τριαντάφυλλα, είχαμε προσπαθήσει να κάνουμε μπάρμπεκιου με ένα κουνέλι, όμως ξαφνικά ξέσπασε μια δυνατή καταιγίδα, τα μαζέψαμε γρήγορα, βάλαμε και το κουνέλι στο πορτ μπαγκάζ όπως ήταν μαζί με την ψησταριά και φύγαμε. Ανθόνερο. Τα τριαντάφυλλα, μαζί με τα γιασεμιά και τα άνθη από τις λεμονιές δημιουργούσαν ένα άρωμα όμοιο με το ανθόνερο που ραντίζει ο παπάς στην εκκλησία. Όχι το φτηνό που μπορεί να βρει κανείς στα ράφια με είδη ζαχαροπλαστικής, αλλά το αληθινό. Κοντά στο σπίτι του Χριστόφορου υπήρχαν δύο πηγές. Υπήρχε μια δοξασία, ότι η μία από τις δύο πηγές είχε κάτι το ιδιαίτερο και σε κάθε περίπτωση καλό ήταν να αποφεύγει κανείς να πιει από αυτή. Της είχαν δώσει την ονομασία Το Νερό του Γιασεμί και υποτίθεται ότι είχε βρεθεί εκεί ένας μεγάλος ασημένιος σταυρός με πελώρια αληθινά πετράδια. Κάποιος φαίνεται ότι είχε κρύψει εκεί το θησαυρό του, για να τον σώσει, όμως εντελώς τυχαία αιώνες μετά βρέθηκε από κάποιον πιστό. Αν κάποιος στα κοντινά χωριά ήταν λίγο διαφορετικός, έλεγαν πως είναι «κουζουλός» ή «κουζουλή», επειδή μάλλον είχε πιει νερό από το Γιασεμί.

Η Ειρήνη ζούσε με την οικογένειά της σε ένα χωριό εκεί κοντά. Ήταν περίπου είκοσι ετών, μια ψηλή, ξερακιανή κοπέλα, πολύ μελαχρινή, με κατάμαυρα ίσια μαλλιά και μάτια σχιστά, σαν Ινδιάνα. Έμοιαζε πολύ με την Ποκαχόντας από τη σχετική ταινία κινουμένων σχεδίων. Συχνά πυκνά, τα απογεύματα, η Ειρήνη έπαιρνε μαζί της τη μικρή της αδερφή, που ήταν περίπου δεκαπέντε χρόνια μικρότερή της και πήγαιναν στο Γιασεμί, υποτίθεται για να μαζέψουν λουλούδια, χόρτα ή λεμόνια. Ο πραγματικός λόγος που ήθελε να πηγαίνει εκεί η Ειρήνη ήταν για να βλέπει το Χριστόφορο. Έλεγε μάλιστα στη μικρή, να, βλέπεις, κάποιον σαν αυτόν θα ήθελα να παντρευτώ. Η μικρή όμως δεν πολυκαταλάβαινε, ούτε είπε ποτέ τίποτα σε κανένα. Στη μικρή αυλή έξω από το σπίτι του ο Χριστόφορος συνήθιζε να διαβάζει ή περίμενε να στεγνώσει το μοναδικό καλό του πουκάμισο. Δεν τον χαιρετούσαν, ούτε μιλούσαν ποτέ μαζί του. Όμως κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα την ώρα που περνούσε η Ειρήνη με την αδερφούλα της έξω από το σπίτι του, αυτός καθόταν στην αυλή. Η αλήθεια είναι ότι συνήθιζαν να επισκέπτονται την περιοχή του πάντα την ίδια ώρα. 

Ήταν ένας νέος μετρίου αναστήματος και περίπου στην ηλικία της, δυο τρία χρόνια μεγαλύτερος. Τα μαλλιά του ήταν λίγο μακριά, σε χρώμα ανοιχτό καστανό. Ήταν πάντα καθαρός και περιποιημένος, αξιοπρεπής, σοβαρός και λιγομίλητος. Το σχέδιό του ήταν να γίνει παπάς και μετά να μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου τον περίμεναν καλύτερες αμοιβές, καλύτερες ευκαιρίες. Στην πραγματικότητα ήταν φιλόδοξος, όμως προσπαθούσε πολύ για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, δεν βρήκε τίποτα έτοιμο, τίποτα στη ζωή του δεν ήταν αυτονόητο. Το πρόβλημα ήταν ότι για να γίνει παπάς έπρεπε πρώτα να βρεθεί η παπαδιά και κανείς δεν ήθελε για γαμπρό ένα παιδί ορφανό και φτωχό. Σχετικά με την Ειρήνη, δεν είχε ούτε καν τολμήσει να φανταστεί ότι θα τη ζητούσε σε γάμο. Οι γονείς της ήταν πολύ αυστηροί, θα θύμωναν και μόνο που σκέφτηκε ή τόλμησε κάτι τέτοιο. Η ίδια η Ειρήνη μιλούσε για το Χριστόφορο στη μικρή της αδερφή, με την αμυδρή ελπίδα ότι μπορεί να το πει στους γονείς της, τουλάχιστον να συζητηθεί το θέμα… Όμως η μικρή, όχι επειδή κρατούσε μυστικά, αλλά επειδή δεν την ενδιέφερε το θέμα, δεν έλεγε τίποτα. Κάποια άλλη θα μιλούσε η ίδια στους γονείς της, ίσως και στον ίδιο το Χριστόφορο, όμως η Ειρήνη ήταν πολύ ντροπαλή, δεν ήταν αρκετά τολμηρή. 

Παράλληλα στο σπίτι της Ειρήνης όλοι ήταν απασχολημένοι με τους γάμους της μεγαλύτερης αδερφής της. Είχαν τόσο πολύ ενθουσιαστεί που προς στιγμήν ξέχασαν κυριολεκτικά ότι είχαν άλλες τέσσερις κόρες και οι τρεις ήταν ήδη σε ηλικία γάμου… Εκείνα τα χρόνια, όπως συμβαίνει και τώρα σε άλλα μέρη του κόσμου, ο γάμος ήταν ζήτημα επιβίωσης, έπρεπε κάποιος να αναλάβει τα κορίτσια, για να μην γίνουν βάρος στην υπόλοιπη οικογένεια. Όμως ακόμα και αν δούλευαν σαν αγόρια, ακόμα και στα χωράφια, πάλι θα έφεραν το στίγμα της γεροντοκόρης και έπρεπε να έχουν τεράστια ψυχική δύναμη για να επιβιώσουν. Οικονομικό ήταν το θέμα και στη συνέχεια το οικονομικό έγινε αναγκαστικά και κοινωνικό. Τώρα πια έχουν όλοι αντιληφθεί ότι υπό κανονικές συνθήκες κερδίζεις πιο εύκολα και πιο γρήγορα τα χρήματα μόνη σου δουλεύοντας… Στα χωριά, αλλά και στις πόλεις, ένας καλός γάμος ήταν ό,τι πιο ζηλευτό, τώρα όμως το ζηλευτό είναι η σπουδασμένη γυναίκα που ακολουθεί μια καριέρα την οποία αγαπά. Όταν ασχολείσαι με πράγματα που αγαπάς τότε είσαι ευτυχισμένη. Θυμάμαι στο σχολείο, κάποιοι δάσκαλοι ή καθηγητές μας «έτρωγαν» το διάλειμμα. Τα παιδιά αυτό δεν το ήθελαν όμως οι δάσκαλοι πρέπει να αγαπούσαν πολύ το επάγγελμά τους, για να επιμένουν να διδάσκουν και στο διάλειμμα. Πολύ διαφορετικό από το να κοιτάς το ρολόι σου για να γλυτώσεις από μια καταναγκαστική εργασία…

Τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Ήταν όλα έτοιμα για τη μετανάστευση στην Αμερική, σε έναν νέο, ελπιδοφόρο κόσμο. Ήθελε να φύγει από αυτό το χωριό, γιατί δεν άντεχε άλλο την κακία, την ανοησία και τη σκληρότητα. Επειδή ήταν αξιοπρεπής και δεν έδειχνε πόσο υπέφερε, δεν σημαίνει και ότι δεν είχε βιώσει από παιδί την αδιανόητη σκληρότητα που είναι ικανοί να δείξουν οι «καλοί αθρώποι» απέναντι στον ευάλωτο ή στο διαφορετικό. Ίσως και άθελά τους, από άγνοια. Η καλοσύνη υπήρχε, μα συνυπήρχε με απύθμενη σκληρότητα και δεν θα μπορούσες να το φανταστείς, ούτε θα το πίστευες αν σου το έλεγε κανείς, ότι καμιά φορά οι «άνθρωποι του Θεού» δεν είναι πάντα τόσο καλοί όσο φαίνονται. Στη μακρινή ήπειρο νόμιζε ότι δεν θα υπάρχει κακία, λες και δεν είναι παντού οι ίδιοι άνθρωποι. Μια από τις μέρες που η Ειρήνη και η αδερφή της περνούσαν από το σπίτι του, ο Χριστόφορος αποφάσισε να δράσει αποφασιστικά και ό,τι γίνει. Είχε ετοιμάσει ένα γράμμα για τον πατέρα της Ειρήνης και το έδωσε στη μικρή Αθηνά, με την οδηγία να το δώσει στον πατέρα της και μόνο σε αυτόν. Εκείνη τη στιγμή η Ειρήνη είχε αφήσει για λίγο την Αθηνά μόνη της. Είχε προχωρήσει προς το Νερό του Γιασεμί και εντελώς αφηρημένη, ήπιε λίγο νερό γιατί διψούσε. Δεν αντιλήφθηκε το λάθος της, σαν να είχε χάσει προσωρινά τη μνήμη της. Επέστρεψε και βρήκε την Αθηνά να μιλάει με το Χριστόφορο. Έφυγαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και όταν έφτασαν στο σπίτι, η Αθηνά παρέδωσε το γράμμα, χωρίς να έχει πει τίποτα στην αδερφή της. Όταν χρειάζεται, τα παιδιά ξέρουν να κρατάνε μυστικά, ακόμα και τα παιδιά που είναι πολύ ομιλητικά. Της Αθηνάς εξάλλου της άρεσε να μην λέει πολλά.

Στο λεγόμενο «πόρτεγο», το κεντρικό ας πούμε δωμάτιο του παλιού σπιτιού, ο πατέρας των κοριτσιών διάβασε το γράμμα. Ο ίδιος δεν θα είχε αντίρρηση, αν συμφωνούσε η σύζυγός του. Μπορεί να ήταν αυστηρός, όμως καταπιεστικός με τη γυναίκα του δεν ήταν. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη έκανε κουμάντο στο σπίτι και το ίδιο συνέβαινε και στο σπίτι των γονιών του, δηλαδή η μητέρα του ήταν μια γυναίκα αυταρχική, ενώ ο πατέρας του ήταν ήσυχος και ήθελε πάντα να αποφεύγει τις συγκρούσεις με το μόνο τρόπο που είχε στη διάθεσή του, την υποχώρηση. Δεν το έχουν όλοι αυτό το χάρισμα, να καταφέρνουν να αποφεύγουν τις συγκρούσεις που δημιουργεί ο πολεμοχαρής του ζευγαριού, ενώ άλλες φορές είναι δύο οι πολεμοχαρείς. Όταν μίλησε στη γυναίκα του για την προοπτική να παντρευτεί η Ειρήνη τον Χριστόφορο και να φύγουν μαζί για την Αμερική, εκείνη ξέσπασε με μια ασυγκράτητη οργή. Για γαμπρό αυτόν τον λιμοκοντόρο δεν τον θέλω! Στην Αμερική; Δεν θα την ξαναδούμε ποτέ. Το έχεις σκεφτεί αυτό; Δεν θέλω να ακούσω ούτε λέξη παραπάνω για το θέμα αυτό. Το θέμα έληξε.

Η Ειρήνη άρχισε να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί, είχε κρυφακούσει τη συζήτηση των γονιών της, αναρωτιόταν μάλιστα ποιος ήταν ο μυστηριώδης «προξενητής» που τους είχε μιλήσει. Μέρα με τη μέρα η Ειρήνη έπεφτε σε μελαγχολία, έχανε βάρος, δεν είχε πια διάθεση για τίποτα. Έμενε κλεισμένη στο δωματιό της χωρίς να κάνει δουλειές όπως πριν, ούτε ύφαινε, ούτε ζύμωνε, ούτε κεντούσε. Μια μέρα αποφάσισε επιτέλους να βγει από το δωμάτιο. Σαν υπνοβάτης, έφτασε μέχρι το ξέφωτο του Γιασεμί. Είχε ένα προαίσθημα ότι ο αγαπημένος της γρήγορα θα εξαφανιζόταν. Ένα τελευταίο αντίο, μόνο αυτό μπορούσε να έχει. Μόλις την είδε ο Χριστόφορος δεν έχασε χρόνο. Σε δύο μέρες φεύγω. Την Τετάρτη. Αν θέλεις. Θα σε περιμένω στην πηγή του Γιασεμί. Η Ειρήνη σαν υπνωτισμένη επέστρεψε στο σπίτι της. Δεν ήξερε αν ζει όνειρο. Ξαφνικά η μελαγχολία εξαφανίστηκε, ήταν εκστατικά χαρούμενη, όμως προσπαθούσε να συγκρατηθεί, για να μην την καταλάβουν. Το είχε ήδη αποφασίσει.

Όταν ήρθε η ώρα, έβαλε σε ένα βαλιτσάκι τα πιο καλά της ρούχα και τα απολύτως απαραίτητα και έφυγε κρυφά. Ο Χριστόφορος την περίμενε στο σημείο που είχαν συμφωνήσει, όμως δεν είχαν υπολογίσει κάτι… Η μικρή Αθηνά είχε δει την Ειρήνη να ετομάζει το βαλιτσάκι και την είχε ακολουθήσει. Μόλις είδαν την Αθηνά να πλησιάζει, κρύφτηκαν και σε ελάχιστο χρόνο εξαφανίστηκαν. Το μόνο που βρήκε η Αθηνά ήταν το  βαλιτσάκι, δίπλα ακριβώς στην πηγή. Η Ειρήνη είχε πάρει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο. Δεν τον γνώριζε καλά, ήταν ριψοκίνδυνο να τον εμπιστευτεί. Καμιά φορά μπορεί να σε εγκαταλείψει ακόμα και κάποιος που τον γνωρίζεις καλά, δεν σκέφτονται όλοι με τη λογική «ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλό σου είναι αυτό που το κάνει τόσο σημαντικό για σένα». Αν κάτι δεν πήγαινε καλά, οι γονείς της δεν θα τη συγχωρούσαν ποτέ. Ακόμα και αν δεν την έδιωχναν από το σπίτι (τόσο άσπλαχνοι δεν ήταν), θα έπεφτε για πάντα σε δυσμένεια. Θα την έβαζαν στο περιθώριο. Όλα αυτά ούτε που τα σκέφτηκε, όχι επειδή ήταν τόσο αφελής, αλλά επειδή κάποιοι άνθρωποι πρέπει να πάθουν για να μάθουν. Ξεκινούν τη ζωή τους ανυποψίαστοι, χωρίς να φοβούνται και χωρίς να προσέχουν πάρα πολύ. Όλα πήγαν καλά. Εγκατέλειψαν την Κρήτη το ίδιο κιόλας βράδυ. Με ένα σκάφος έφτασαν ως τις ακτές της Πελοποννήσου. Εκεί παντρεύτηκαν και την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησαν για το μεγάλο ταξίδι… Σε ένα χωριό εγκαταστάθηκαν και πάλι. Η περιοχή εκείνη έμοιαζε σαν το σκηνικό μιας τηλεοπτικής σειράς που βλέπαμε παλιά, Το μικρό σπίτι στο λιβάδι. Το νέο τους χωριό είχε καλοσύνη και κακία, όπως ακριβώς και το δικό τους. Ο Χριστόφορος έγινε ο παπάς της ελληνικής κοινότητας. Οι άνθρωποι εκείνοι είχαν αποφασίσει να προκόψουν, είχαν όμως και τις ανάλογες ευκαιρίες. Καμιά φορά είναι ωραία να είσαι ξένος. Γίνεσαι ένας άλλος, ξεχνάς τις πίκρες που είχες ζήσει στον τόπο σου. Η Ειρήνη ήταν καλή μαθήτρια. Έμαθε γρήγορα την ξένη γλώσσα και έγινε δασκάλα στο σχολείο της ελληνικής κοινότητας. Μερικές φορές θυμόταν το χωριό της, την οικογένειά της, όμως είχε αντιληφθεί έγκαιρα πως έπρεπε να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Αν έμενε στο πατρικό της, οι προοπτικές της δεν θα ήταν καθόλου καλές. Κανείς δεν μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένη, αν δεν κάνεις η ίδια κάποια βήματα προς το σκοπό αυτό. Αντίθετα, η δυστυχία είναι εγγυημένη για εκείνους που δεν βγαίνουν ποτέ από το comfort zone τους που λένε και οι Αμερικανοί. Δεν αισθανόταν τύψεις και ενοχές για αυτό που είχε κάνει. Σαν να ερχόταν μια φωνή από το μέλλον που της έλεγε ότι αν δεν τους είχε εγκαταλείψει, θα είχε χαντακώσει τον εαυτό της. Σαν να ήξερε, σαν να έβλεπε το μέλλον. Ήταν όμορφη η ζωή τους. Έμεναν σε ένα αγρόκτημα, είχαν ζώα, πρόβατα, αγελάδες, άλογα, είχαν μεγάλες εκτάσεις γης, δικές τους, μπορούσαν να τις καλλιεργήσουν. Για φαντάσου, σκεφτόταν η Ειρήνη. Όλη αυτή η γη είναι δική μας, δεν τη διεκδικεί κανένας άλλος… Και να φανταστείς ότι στο χωριό θα ήμασταν ακτήμονες, περιφρονημένοι, ταπεινοί… Θα μας εκμεταλλεύονταν οι μεγαλογαιοκτήμονες, όπως συμβαίνει πάντα σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. Πόσο ωραία θα ήταν να υπήρχε ένας κόσμος στον οποίο να μην υπήρχαν ισχυροί και ταπεινοί, αφεντικά και εργάτες, ένας κόσμος στον οποίο να μην μετράνε μόνο τα υλικά αγαθά… Δεν τον γνώρισαν ποτέ αυτόν τον κόσμο. Ήρθε, αλλά ήταν στην άλλη πλευρά της κουρτίνας… Όμως έζησαν τουλάχιστον το αμερικανικό όνειρο, μάζεψαν χρήματα, αργότερα πήραν τα παιδιά τους και μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη, στη μεγάλη πόλη. Άνοιξαν ένα εστιατόριο, το οποίο ήταν πάντα γεμάτο. Για  φαντάσου, κάποιοι προτιμούν το φαγητό τους μαγειρεμένο, να το βρουν έτοιμο. Δεν είχαν χρόνο για μαγείρεμα, ο χρόνος ήταν χρήμα και το χρήμα ήταν χρόνος. Με τα χρόνια απέκτησαν ολόκληρη αλυσίδα εστιατορίων, τα παιδιά τους σπούδασαν, όμως ποτέ δεν επέστρεψαν στην πατρίδα. Ήταν σαν οι δυο γονείς να ήθελαν να ξεχάσουν ότι υπήρξαν μετανάστες, ότι αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό τους. Δεν μιλούσαν ποτέ στα παιδιά τους για την Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλους μετανάστες που έκαναν τα πάντα για να διατηρήσουν ζωντανή την ανάμνηση της πατρίδας τους και να διδάξουν στα παιδιά τους τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους.

Πίσω στο σημείο όπου η Αθηνά βρίσκει το βαλιτσάκι, το παίρνει μαζί της και επιστρέφει στο χωριό… Οι γονείς της δεν μπορούσαν να φανταστούν τι ακριβώς είχε συμβεί. Φοβούνταν μήπως της είχε συμβεί κάτι κακό, την έψαχναν μέρα νύχτα, για μέρες. Κανείς δεν είχε κάποια πληροφορία για το τι συνέβη στην Ειρήνη και στο Χριστόφορο και κανείς δεν τόλμησε ποτέ να υπαινυχθεί ότι μπορεί να είχαν φύγει μαζί. Ακόμα και οι γονείς της Ειρήνης απώθησαν τη σκέψη ότι η Ειρήνη μπορεί να είχε φύγει με τον Χριστόφορο, που εντελώς τυχαία είχε εξαφανιστεί το ίδιο διάστημα. Σύντομα την ξέχασαν. Η ζωή συνεχίστηκε, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ η Ειρήνη. Είχαν μια αδερφή Ειρήνη. Ήταν σαν να πέθανε πολύ νέα. Ξανάγραψα την ιστορία της Ειρήνης, με την ελπίδα ότι σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, ποιος ξέρει, σε κάποια άλλη ζωή, οι ιστορίες των ανθρώπων να αλλάζουν, αν κάποια πένα μια μέρα, η πλέον κάποιο πληκτρολόγιο, τις γράψει αλλιώς. Όσοι ζωντανοί, μπορούν και μόνοι τους να ξαναγράψουν την ιστορία τους, αρκεί να είναι αρκετά τυχεροί, ώστε να αντιληφθούν έγκαιρα τις σημαντικές αλήθειες που τους αφορούν. Μια παλιά μου φίλη, μια καλή γυναίκα στην ηλικία της μητέρας μου, μου είχε αποκαλύψει πριν από δυόμισι δεκαετίες την αλήθεια, όπως η ίδια την είχε ανακαλύψει. Στη ζωή, Ελευθερίτσα, είμαστε μόνοι… Ο άνθρωπος δεν πρέπει να γίνεται έρμαιο στις διαθέσεις του καθενός. Κάπου μπορεί  να περιμένει ένας Νέος Κόσμος και δεν είναι απαραίτητα ανάγκη να πάει κανείς μακριά. Μερικοί το θησαυρό τον βρίσκουν στην αυλή τους.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί