Ποιητές στον πόλεμο: Μια Κυριακή στο αντίσκηνο

(στη ζούγκλα της Βιρμανίας, 1944-45)

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Στον πόλεμο πάνε όλοι. Ανάμεσα στους στρατιώτες είναι μερικοί που όχι μόνο σκέφτονται τους αγαπημένους τους, τη ζωή τους, τον κόσμο και το μέλλον, αλλά καταγράφουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Αυτοί είναι οι ποιητές. Ένας από τους «ποιητές του πολέμου» ήταν ο Ουαλός Αλούν Λιούις (1915-1944). Σπούδασε στα πανεπιστήμια Άμπεριστουιθ και Μάντσεστερ. Κατατάχτηκε στο στρατό το 1940 και δυο χρόνια αργότερα εξέδωσε μια συλλογή διηγημάτων και μια ποιητική συλλογή (The last Inspection / Raider’s Dawn).

Ο Λιούς ερμήνευε την ιστορία όχι ψυχολογικά, αλλά πολιτικά. Συνειδητοποιούσε ότι η στρατιωτική ζωή θα μπορούσε να σκοτώσει έναν ευαίσθητο άνθρωπο τόσο εύκολα, όσο μια εχθρική σφαίρα. Αν και μισούσε τον πόλεμο, κατατάχτηκε ως εθελοντής, επειδή αισθανόταν ότι δεν θα μπορούσε να αντέξει το φασισμό. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Ha! Ha! Among the Trumpets (1945), εμπνευσμένη από την υπηρεσία του στην Ινδία και τη Βιρμανία. Πέθανε μυστηριωδώς σε μια πορεία στη ζούγκλα της Βιρμανίας, πιθανότατα αυτοπυροβολήθηκε με το περίστροφό του, λόγω κάποιας προσωπικής απογοήτευσης. Μια ευαίσθητη, αλλά γενναία ψυχή, ο Λιούις, αντιλαμβάνεται με πολύ μεγάλη ένταση κάθε συμβάν:

Έβρεχε όλη μέρα…

Έβρεχε όλη μέρα και εμείς στην άκρη του βάλτου

ξαπλώναμε μέσα στις σκηνές μας, βαρύθυμοι και σκυθρωποί σαν χωρικοί

στρωσίδια και κουβέρτες ήταν απλωμένα στο λασπωμένο δάπεδο

και από το πρώτο γκρίζο ξύπνημα δεν βρήκαμε καταφύγιο

από τις αψιμαχίες της ψιλής βροχής

και από τον άνεμο που χτυπούσε το ύφασμα

και από τα τεντωμένα βρεγμένα σκοινιά που τρίβονταν με κρότο.

Όλη μέρα η βροχή γλιστρούσε, κύμα και υγρασία και όνειρο,

μουσκεύοντας τους ασπαλάθους και την ερείκη, ένα λεπτό ρυάκι,

πολύ ελαφρύ για να ανακινήσει τα βελανίδια που ξαφνικά

ξεκολλούσαν από τα καπάκια τους και ο νοτιοδυτικός άνεμος

τα πετούσε στη σκηνή μας και στα προσωπά μας που έβλεπαν όνειρα.

Και τεντωνόμασταν, ξεκουμπώνοντας τις τιράντες μας

καπνίζοντας ένα τσιγάρο γουντμπάιν, βρίζοντας,

διαβάζοντας τις κυριακάτικες εφημερίδες – είδα μια αλεπού

και το ανέφερα στο σύντομο γράμμα που έγραφα για το σπίτι

και μιλούσαμε για κορίτσια και για βόμβες που θα ρίχναμε στη Ρώμη,

και σκεφτόμασταν τους ήσυχους νεκρούς και τις θορυβώδεις διασημότητες

που ώθησαν στη σφαγή και σε κοπάδια εκτοπισμένων

  • Όμως τους σκεφτόμασταν ήπια, αγριωπά και τόσο αδιάφορα

όσο τους εαυτούς μας ή εκείνους που αγαπούσαμε για χρόνια και ίσως

να τους αγαπάμε και αύριο. Τώρα όμως είναι η βροχή 

που μας κατέχει εντελώς, το απόβραδο και η βροχή

και δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι πιο αγαπητό ή πιο κοντά στην καρδιά μου

από τα παιδιά που παρακολουθούσα στο δάσος το Σάββατο

καθώς έψηναν κάστανα για το παιχνίδι στην αυλή του σχολείου,

ή το μαλλιαρό, υπομονετικό σκυλί που με ακολουθούσε

στις δεντρόφυτες χαλικώδεις βουνοπλαγιές

μέχρι το Σούλντερ ο Μάτον, όπου ο Έντουαρντ Τόμας συλλογιζόταν πάνω στο θάνατο και την ομορφιά – μέχρι που μια σφαίρα σταμάτησε το τραγούδι του.

Ο νεαρός ποιητής βρίσκεται σε ένα κέντρο εκπαίδευσης στον τόπο του αγαπημένου του ποιητή Έντουαρντ Τόμας, για τον οποίο η βροχή ήταν επίσης ένα προσφιλές θέμα. Το πρώτο αυτό πόστο δεν είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να του τύχει. Έχει το χρόνο να παρατηρεί και να περιγράφει λεπτομερώς την καθημερινή ζωή στο στρατόπεδο, να εκφράζει το φόβο του για το μέλλον, την αποδοκιμασία του για τους ισχυρούς που οδηγούν τους λαούς σε πολέμους… Παράλληλα, θυμάται με τρυφερότητα τα παιδιά και τα ζώα, ενώ δεν παραλείπει να μιλήσει για τα λουλούδια, τους ασπαλάθους και τα ρείκια. Βλέπει την ομορφιά της ζωής. Καταλαβαίνουμε πως είναι φθινόπωρο. Ο πόλεμος αρχίζει. Είναι μια αργόσυρτη Κυριακή, σχεδόν φυσιολογική… Η φρίκη, δεν έχει ακόμα βιωθεί. Καμια συμφορά για τους ανθρώπους δεν είναι χειρότερη από τον πόλεμο. Ένας άλλος άγγλος ποιητής, ο Σίγκφριντ Σασούν, είναι σαν να μιλάει στον Αλούν Λιούις για όσα τους περιμένουν:

Εκείνοι

Ο Επίσκοπος μας λέει: «Όταν επιστρέψουν τα παιδιά
δε θα ‘ναι σαν πρώτα: γιατί θα ΄χουν πολεμήσει
σε μια δίκαιη υπόθεση: οδηγούν στην τελική επίθεση
κατά του Αντιχρίστου. Το αίμα των συντρόφων του εξαγόρασε
καινούρια δικαιώματα για να τραφεί μια έντιμη ράτσα.
Πάλεψαν με το θάνατο και τον κοίταξαν κατά πρόσωπο.
«Κανένας δεν είναι πια ο ίδιος»! απαντούν τα παιδιά.
«Γιατί ο Τζώρτζ έχασε τα δυο του ποδάρια κι ο Μπιλ είναι θεόστραβος. Του φουκαρά του Τζήμ τρυπήσαν τα πλεμόνια κι είναι του θανατά κι ο Μπέρτ άρπαξε σύφιλη: κανένα φιλαράκο δεν θα βρεις που να υπηρέτησε και να μην άλλαξε σε κάτι».
Κι είπε ο Επίσκοπος: «Ως ανεξιχνίαστοι εισίν αι οδοί του Κυρίου».

Οι ποιητές δεν λένε ψέματα. Είναι η φωνή όλων των άλλων, λένε όσα οι άλλοι σκέφτονται, αλλά δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τα πουν. Είναι η αγάπη για την ειρήνη, γιατί, αν δεν είναι φιλειρηνιστές οι ποιητές, τότε ποιοι; Όμως δεν διστάζουν να δώσουν και την ίδια τη ζωή τους για ένα σκοπό που οι ίδιοι θεωρούν ιερό, όπως για παράδειγμα ο Λορέντζος Μαβίλης που σκοτώθηκε κατά τους βαλκανικούς πολέμους, ή ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης που δολοφονήθηκε από το καθεστώς της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο. Οι τύραννοι δεν θέλουν ανθρώπους ιδιοφυείς και τολμηρούς. Άλλοι επέζησαν, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα τη φρίκη του πολέμου στην Αλβανία, όπως την έζησε ο ίδιος το 1940. Είναι εξάλλου πολλοί οι έλληνες καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και ποιητές που πήραν μέρος ή σκοτώθηκαν στο «Έπος του ‘40» (Άγγελος Τερζάκης, Νίκος Καββαδίας, Νικηφόρος Βρετάκος, Γιώργος Σαραντάρης). Ο Άγγελος Σικελιανός ήθελε να επιστρατευτεί, 56 χρονών τότε, όμως αν και δεν πήρε μέρος στις μάχες, έγραφε εμψυχωτικά κείμενα και ποιήματα. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, στην Αθήνα, πέθανε ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, μαζί με χιλιάδες άλλους πολίτες. Η κηδεία του μετατράπηκε σε διαμαρτυρία κατά των δυνάμεων κατοχής. Υποτίθεται ότι τότε οι Έλληνες και οι σύμμαχοί τους πολέμησαν για κάτι ανώτερο από την πατρίδα, ανώτερο από την ειρήνη: Για την ανθρωπιά… Μα είναι ένας τελικά ο φασισμός, η απανθρωπιά, η «αποκτήνωση» που λέγαμε παλιά, όμως ήταν λάθος έκφραση, γιατί τα ζώα έχουν ήθος. Και αν νικήθηκε ο φασισμός του Χίτλερ, Ο ποιητής του πολέμου, του Σίντνι Κίηζ, μας υπενθυμίζει ότι ακόμα και σε καιρός ειρήνης, η ανθρώπινη αξία δεν είναι αυτονόητα σεβαστή, χρειάζεται διαρκής αγώνας και επαγρύπνηση:

«εγώ είμαι αυτός που αναζητώντας την ειρήνη βρήκα τα μάτια μου στο συρματόπλεγμα. Εγώ είμαι αυτός που ψηλαφώντας λέξεις βρήκα στην παλάμη μου ένα βέλος. Εγώ είμαι ο χτίστης που οι στέρεοι τοίχοι του ζώνουν μια γη ολισθηρή. Σαν αρρωστήσω ή σαν τρελαθώ
μη με πειράζεται και μη μ’ αλυσοδέστε:
Σαν θα πλησιάζω τον άνεμο μη με ρίχνετε χάμω:
Μόλο που η όψη μου είναι ένα βιβλίο καμένο και μια κουρσεμένη πόλη». 

Έτσι και αλλιώς, γράφει ο Αλούν Λιούις στη συλλογή The Last Inspection (Τελευταία Επιθεώρηση), «Ο νεοσύλλεκτος είναι σαν το μετανάστη, τον Άραβα που παίρνει τα υπάρχοντά του και χρειάζεται εκπληκτικά λίγα, από τα αγαθά αυτού του κόσμου…».

(πληροφορίες και μεταφράσεις από τα βιβλία του καθηγητή Πάνου Καραγιώργου Landmarks in English Literature  και Πανόραμα Αγγλικής Ποίησης)

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί