Ostalgie*

Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε… Στον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Εργαζόταν ως καθαρίστρια σε νοσοκομείο του Ηρακλείου. Μια εμφανίσιμη κυρία από Βουλγαρία, όχι τόσο νέα για να μην θυμάται. Η τηλεόραση έλεγε τα γνωστά καθημερινά θέματα, που τώρα τα γνωστά κανάλια προσπαθούν όπως όπως να ωραιοποιήσουν, για να εμφανίσουν μια μαγική, όμορφη εικόνα που θα τους εξυπηρετήσει ενόψει εκλογών. Φτώχεια, ακρίβεια, εξαθλίωση, έγκλημα, διαφθορά… Κάποια στιγμή σταμάτησε και ακουμπώντας πάνω στο κοντάρι της σφουγγαρίστρας σχολίασε ψυχρά «δημοκρατία μας βρήκε…». Όλοι ξέρουμε ότι η δημοκρατία είναι κάτι καλό. Για παράδειγμα όμως και στο Πακιστάν έχουν «ισλαμική δημοκρατία», που σημαίνει θεοκρατία, οικογενειοκρατία, πλουτοκρατία… Κάτι μου θυμίζει αυτό. Προφανώς η κυρία από τη Βουλγαρία είχε βιώσει κάτι καλύτερο πριν γίνει μετανάστρια. Δεν ισχύει λοιπόν αυτό που λένε «αν είχαν νικήσει οι κομμουνιστές στον Εμφύλιο, θα είχαμε γίνει Βουλγαρία κτλ». Ποιον να πιστέψει κανείς; Ήμουν στην Κέρκυρα, στην Πλατεία Σπιανάδα και περίμενα το λεωφορείο. Όση ώρα περίμενα, μιλούσα με μία ηλικιωμένη κυρία από Αλβανία που περίμενε και αυτή το λεωφορείο. Πρέπει να ήταν 1998. Τότε δεν με ενδιέφεραν αυτά τα θέματα, αλλά από ευγένεια την άκουγα. Η «άρχουσα τάξη όμως»… Ξεκίνησε να λέει… Άκουγα με περιέργεια. «Κάνανε και ταξίδια, απολάμβαναν πολυτέλειες, αυτοί και τα παιδιά τους». Γιατί να μην το πιστέψω; Προφανώς και ο ηγέτης της Κούβας Φιντέλ Κάστρο αγαπούσε την «καλή ζωή», αυτό από μόνο του δεν λέει ότι δεν ήταν καλός ηγέτης. Σημασία έχει πώς περνούσε ο λαός.

Βρήκα τυχαία κάτι παλιές «κασέτες» με το Χάρυ Κλυν και γέλασα για ώρα. «Πήγα στη Ρωσία και μου επιτέθηκαν να μου πάρουν τα αθλητικά παππούτσια», «με το δελτίο ζούνε, με το δελτίο». Αυτό προφανώς συνέβη στο τέλος, όταν οι εσωτερικοί εχθροί κατάφεραν να γίνουν ολιγάρχες συνεργαζόμενοι με τους εξωτερικούς εχθρούς, εξαθλιώνοντας τον πληθυσμό. Είναι τόσο απλό. Η πιο σημαντική συμβουλή που μου έχουν δώσει ποτέ είναι να βλέπω τα πράγματα ακριβώς όπως είναι. Να βλέπω την πραγματικότητα. Στη Γερμανία υπάρχουν πάρα πολλά ανέκδοτα σχετικά με την πρώην DDR (Ανατολική Γερμανία). Επειδή μου αρέσουν τα ανέκδοτα και τα αστεία, έχω διαβάσει αρκετά. Μπαίνει ένας πελάτης σε κατάστημα και ρωτάει τον πωλητή, έχετε κουρτίνες; Υπηρεσιακά, σοβαρά και επίσημα ο πωλητής απαντάει: Στον πάνω όροφο ΔΕΝ έχουμε κουρτίνες… Αυτού του είδους τα αστεία θα άρεσαν πιστεύω στον υπουργό υγείας που δεν θέλει «Σοβιετίες», αντίθετα θέλει το σύστημα που εμπορευματοποιεί τα πάντα, μέχρι και τα σώματα των γυναικών. Αν είναι βέβαια «ωραία», αν είναι τίποτα χοντρές κτλ δεν τις χρειάζονται. 

Όσοι ασχολούνται με τη λογοτεχνία γνωρίζουν ότι υπάρχει μια ολόκληρη γενιά, όχι, γενιά είναι λίγο, υπάρχει μια ολόκληρη στρατιά, παγκόσμια συστράτευση λογοτεχνών που ασχολούνται αποκλειστικά με το να κοροϊδεύουν το πρώην σύστημα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Για παράδειγμα στην Τσεχοσλοβακία «ο άνθρωπος που περπατούσε ανάποδα» και άλλοι που κάποιοι τους χαρακτηρίζουν ως «τα παιδιά του Κάφκα». Πιο πολύ θα τους ταίριαζε «τα ορφανά του Χίτλερ». Γιατί ο Κάφκα, επειδή ήταν και Εβραίος και είχε ζήσει τον αντισημιτισμό, είχε προφητέψει το Τρίτο Ράιχ. Στη συνέχεια ο Κάφκα «καταργήθηκε» από τις σοσιαλιστικές χώρες, γιατί δεν υπήρχε πια ο φασισμός και ο ναζισμός τον οποίο περιγράφει και από τον οποίο εμπνέεται, παρόλο που είχε πεθάνει πρόωρα από την ασθένεια των «ρομαντικών ποιητών», τη φυματίωση, πριν ακόμα τα αδέρφια του καταλήξουν στους φούρνους. Όταν κάποιος δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική ιστορία, τα διαβάζει αυτού του είδους τα λογοτεχνικά βιβλία χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνουν. Το ίδιο μου συνέβη όταν διάβασα το πρώτο μυθιστόρημα – αριστούργημα του γερμανού Michael Kumpmüller τη χρονιά που κυκλοφόρησε, το 2000. Νόμιζα ότι είναι απλά η ζωή ενός ανθρώπου ο οποίος ήταν «αποτυχημένος από κούνια» και κατέφυγε από τη Δυτική Γερμανία στην Ανατολική, για να γλυτώσει από τους πιστωτές του. Όμως εκεί πήρε και πάλι τον κακό δρόμο και κατέληξε στη φυλακή, όπου πέθανε μόνος, αλκοολικός, άρρωστος. Το θέμα δεν ήταν ο «φτωχός» Χάινριχ. Μια «φτωχή καρδιά», πολύ μελοδραματικό… Το θέμα ήταν να γίνει μια όσο γίνεται πιο «ζωηρή» περιγραφή του σοσιαλιστικού κράτους ως «χάος» και να φτάσει ο αναγνώστης στο συμπέρασμα ότι ο ήρωας «για να φύγει από τον καπιταλισμό να πάει στον σοσιαλισμό, πρέπει να ήταν τρελός». Και όντως ήταν ένα άτομο «προβληματικό» με έντονα «ψυχολογικά προβλήματα», με πρώτη και κύρια την εξάρτησή του από το αλκοόλ, ενώ είχε και διάφορά άλλα πάθη, όπως οι (όχι απαραίτητα ωραίες) γυναίκες, όπως η λεπτεπίλεπτη δασκάλα «που αποκαλούσε τον εαυτό της κομμουνίστρια» και «καλούσε μερικούς συντρόφους στο σπίτι της, οι οποίοι καμιά φορά διανυκτέρευαν», «για να συζητήσουν τις προοπτικές του σοσιαλισμού στη Δυτική Γερμανία». «Η τρυφερή κομμουνίστρια, που αν την ακουμπούσες θα χτυπούσες από τα πολλά κόκαλα που προεξείχαν, δεν θα έχανε άλλο το χρόνο της με έναν αποτυχημένο». Δεν το λες και τόσο αθώο όλο αυτό σαν συγγραφικό εγχείρημα. Ποιο να ήταν το κίνητρο των λογοτεχνών αυτών και γιατί τους εμπνέει ακόμα η κατασυκοφάντηση ενός συστήματος που «έχει πια παρέλθει»; Γιατί ο αντικομμουνισμός αυτή τη στιγμή μαίνεται με τόση λύσσα στα Μέσα του συστήματος; 

Στο μικρό χωριό Ahrensfelde όπου έμενα, στο ανατολικό Βερολίνο τα χρόνια 2016-17, γίνονταν πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είχε βιβλιοθήκη, κέντρα όπου γίνονταν διαλέξεις, συναυλίες, βραδιές ποίησης. Είχε ακόμα θέατρο και άλλους χώρους πολιτισμού. Τα καλοκαίρια γίνονταν δωρεάν συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις στις πλατείες. Ένα βράδυ η βιβλιοθήκη φιλοξενούσε τον ρουμάνο συγγραφέα Καταλίν Ντόριαν Φλορέσκου, ο οποίος ήταν παιδί μεταναστών, είχε πάει με τους δικούς του στην Αμερική και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Ελβετία. Γι’ αυτό έγραφε στα γερμανικά. Ήταν τα χρόνια της άγριας κρίσης, τότε που το σύστημα για να επιβιώσει θυσίασε τα πιο εύκολα θύματα. Σιγά να μην πλήρωναν την κρίση οι εφοπλιστές. Τέλος πάντων, αναζητώντας δουλειά μου έδωσαν και σφουγγαρίστρα. Τι και αν είχα μεγαλώσει νομίζοντας ότι επειδή μόχθησα να σπουδάσω και να αποκτήσω εργασιακή εμπειρία, θα έχω επιλογές στη ζωή μου. Πήρα τη σφουγγαρίστρα, έριξα νερό σε όλο το μαγαζί εδώ και εκεί με ένα μπουκάλι και μετά σφουγγάρισα. Χωρίς κουβά, χωρίς στίψιμο. Και εμείς έτσι το κάνουμε, είπε η κοντή και κοντοκουρεμένη «επιστάτρια». Μετά μου είπε να καθαρίσω και την τουαλέτα, η οποία έτσι και αλλιώς ήταν καθαρή – εκνευρισμένη έκανα αυτό που είχα ακούσει ότι κάνουν σε κάποια ξενοδοχεία, χρησιμοποιούν το ίδιο σφουγγάρι για όλα – για κακή μου τύχη με είδε από την κάμερα και με συμβούλεψε φιλικά «δεν το κάνουνε έτσι». Μόλις πληρώθηκα για το μεροκάματο, βράδυ ήταν, έτρεξα κατευθείαν στην βιβλιοθήκη, δυο βήματα ήταν, για να προλάβω την παρουσίαση. Ήταν τόσο πολύς ο κόσμος που ο συγγραφέας αστειεύτηκε «μα τις σας κάνουν και έρχεστε, σας κερνάνε ποτά;». Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε ένας μπουφές με νερά και κάποια ποτά, αλλά και ξηρούς καρπούς αν θυμάμαι καλά ή κάτι ανάλογο. Πάνω στον μπουφέ υπήρχε και ένα κουτί σαν αυτά που έχουν στο παγκάρι των εκκλησιών «υπέρ της βιβλιοθήκης». 

Το βιβλίο κόστιζε 20 ευρώ. Ακριβό, αν σκεφτείς ότι είχα δουλέψει 8 ώρες για 40 ευρώ… Δεν το αγόρασα. Προς το τέλος της εκδήλωσης, όταν ήρθε η ώρα για παρατηρήσεις ή ερωτήσεις, είπα στον συγγραφέα ότι έρχομαι από την Ελλάδα και ότι μου αρέσει ο τίτλος του βιβλίου «der Mann der das Glück bringt” (ο άντρας που φέρνει την ευτυχία), γιατί η κρίση έφερε στην Ελλάδα στενοχώρια. Απάντησε μόνο «είναι όμως μια λυπητερή ιστορία», εννοώντας ότι ο τίτλος ήταν παραπλανητικός. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Δεν ήθελε να χαλάσει το αφήγημα του διωγμένου, πολιτικού πρόσφυγα, που βρήκε την ευτυχία και την επιτυχία στην ονειρεμένη δύση. Δεν ήθελε άλλους ορφανούς του υπαρκτού ή ανύπαρκτου σοσιαλισμού, που μπορεί να έλεγαν κάτι διαφορετικό από αυτό που εκείνος διαφήμιζε. Κάτι όπως «ακόμα και με τον ανύπαρκτο σοσιαλισμό ζούσαμε με αξιοπρέπεια, όσοι βέβαια δεν εκμεταλλευτήκαμε τις καταστάσεις, όσοι δεν γίναμε ληστές». Αυτό ήταν. Σαν να ήμουν στην παρουσίαση του Όσοι αγαπιούνται της Βικτόρια Χίσλοπ, που τόσο λατρεύτηκε από το Μητσοτάκη, αλλά και από τοπικούς άρχοντες. Επειδή κάνει σκληρό αντικομμουνισμό. Ένας φίλος μου, με γονείς και παππούδες κομμουνιστές, όταν το διάβασε σχολίασε «μα αυτή δεν είναι δεξιά, είναι…» Είναι. Γι’ αυτό έλαβε και την ελληνική ιθαγένεια, τη στιγμή που οι αρχές αρνούνται ακόμα και μια απλή άδεια διαμονής, ακόμα και για λόγους ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι. Όλοι είναι.

Και όμως. Ακόμα και 30 χρόνια μετά, το ανατολικό Βερολίνο είχε ανθρωπιά, κουλτούρα, επίπεδο. Κάτι είχε μείνει. Είχε κάτι παραπάνω από «ανεκτικότητα» για το «διαφορετικό». Πολυσυλλεκτικότητα, πολυπολιτισμό και μια δραστήρια ρωσική κοινότητα που μιλούσε και ρώσικα και γερμανικά. Επίσης μία παλιά βιετναμέζικη κοινότητα που ντύνονταν με πολλή χάρη τις Κυριακές και αντάλλασσαν επισκέψεις ή πήγαιναν σε κάποιο είδος εκκλησίας. Είχε επίσης ένα περήφανο παρελθόν, όχι το παρελθόν του Χίτλερ, αλλά το παρελθόν «του κράτους των εργατών και των αγροτών». Σε εκείνη την εργατική περιοχή, δίπλα στους Ασιάτες, δίπλα στην ξενοφοβική Afd (εκεί ήταν το προπύργιό της), οι άνθρωποι σέβονταν τον συνάνθρωπό τους και ενδιαφέρονταν για την τέχνη, τη λογοτεχνία, τις ξένες κουλτούρες. Αυτό ήταν το «κατάλοιπο» του κομμουνισμού. Είχα την εντύπωση ότι μέχρι και η Afd είχε κάτι σαν… «καλούς τρόπους». Είχαν στήσει τον πάγκο τους σε ένα πεζοδρόμιο και κάθε μέρα που περνούσα ούτε με κοίταξαν, ούτε με ενόχλησαν ποτέ, ούτε φυσικά μου έδωσαν «φυλλάδιο». Είχα πολύ μαύρα μαλλιά για τα γούστα τους, φαίνεται. Σκέφτομαι τώρα ότι δεν έχω διαβάσει την Αμερική του Κάφκα. Αστείο ακούγεται να περιγράφουν τους αντικομμουνιστές ως «παιδιά του Κάφκα», έστω και αν ήταν Τσεχοσλοβάκοι. Εξάλλου, αυτός ήταν γερμανόφωνος, δεν έγραφε στα τσέχικα. Οι «δημοκράτες» χρησιμοποιούν τις λέξεις όπως , για να παραποιούν την πραγματικότητα. Βοηθάνε και διάφοροι «διαφημιστές» που μας λένε τις ειδήσεις σε εφημερίδες, τηλεόραση, διαδίκτυο.

Ανέκδοτο: Γιατί «γονάτισε» η οικονομία της DDR; Γιατί ετοιμαζόταν να πηδήξει, για να ξεπεράσει την καπιταλιστική οικονομία…». Γέλασε κανείς; Την ξεπέρασε ίσως, αλλά το θέμα είναι ποιοι καρπώθηκαν την κερδοφορία. Το έθεσε με τρεις λέξεις η κυρία από τη Βουλγαρία. «Δημοκρατία μας βρήκε».

*Ost = ανατολή, Nostalgie = νοσταλγία, η λέξη νοσταλγία για την «Ανατολή», για το σοβιετικό παρελθόν.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί