Η προβολή της “ταυτότητας” της πόλης του Ηρακλείου και… τα μιάσματα

Του Σήφη Φανουράκη*

Η  ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ  ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Γενικά, η «ταυτότητα» μιας πόλης περιλαμβάνει τα επιμέρους στοιχεία ομάδων ή ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται μέσω συγκεκριμένων ομοιογενών και κοινών στοιχείων τα οποία είναι σταθερά και αμετάβλητα. 

Πάντως, όταν μια ομάδα εγκαθίσταται σε ένα χώρο ή ένα τόπο τον μεταμορφώνει «κατ΄ εικόνα και καθ΄ομοίωσιν », αλλά συγχρόνως και η ίδια προσαρμόζεται στους υλικούς παράγοντές του χώρου ή του τόπου αυτού. 

Αυτή η σχέση ανάμεσα στον τόπο και τα άτομα μιας ομάδας, παράγει αρχιτεκτονική και αστικό περιβάλλον. Με αυτή την έννοια, οι δράσεις των πολιτών διαμορφώνουν την πόλη και ταυτόχρονα καθορίζουν και την ταυτότητά της.  

Έτσι η  «ταυτότητα» της πόλης συνδέεται, με την μοναδικότητα των φυσικών, αρχιτεκτονικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και ιστορικών χαρακτηριστικών της. 

Επομένως αυτή η «ταυτότητα» εκφράζεται από την αρχιτεκτονική, την πολεοδομική, τη χωροταξική οργάνωση και από την ποιότητα των τοπίων της. Τέτοια τοπία μπορεί να είναι οι εμβληματικές(δημοφιλείς) περιοχές ή οι χώροι της καθημερινής ζωής. 

Βέβαια ως εμβληματικές περιοχές εννοούνται, οι  χαρακτηριστικοί τουριστικοί προορισμοί, τα  ιστορικά κέντρα πόλεων, τα τοπία φυσικού κάλλους, τα  μνημεία, οι χώροι ιστορικής μνήμης, τα χαρακτηριστικά κτίρια, το θαλάσσιο μέτωπο.

Είναι γνωστό, ότι η πόλη στην αρχαιότητα είχε ανάγκη ενός μύθου για την  ίδρυσή της. Αυτός δε ο μύθος γινόταν υλικό γεγονός με την ανέγερση των κτηρίων για τους θεσμούς μιας ελεύθερης πολιτικής ζωής(τη βουλή, την εκκλησία του δήμου, τον Άρειο Πάγο) καθώς  επίσης και των κτηρίων για τις κοινωνικές ανάγκες (το γυμνάσιο, το θέατρο, το στάδιο, το ωδείο) και τέλος το τέμενος(ο Ναός).

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΕΧΕΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Είναι μια πόλη «παλίμψηστη», όπου πολλά στρώματα πολιτισμού εγγράφονται στον ίδιο χώρο. Κάθε «στρώμα» αποτελεί υπόβαθρο και μπορεί να επιδράσει τo επόμενο. 

Όλα αυτά τα πολιτισμικά ίχνη στο πέρασμα του χρόνου, χωρίς να αλλοιωθούν, συγκρότησαν σταδιακά  τα χαρακτηριστικά της «ταυτότητας» της.  

Αυτή η πόλη τρέφεται από τον μύθο της «κραταιάς» Βενετίας, που κυριάρχησε καθολικά στην ανατολική Μεσόγειο. Χαρακτηρίζεται από «κραταιά»  κτίσματα : τα τείχη και την τάφρο που δεν προστατεύουν τίποτα πια, τους ναούς που υπηρέτησαν διαδοχικά πολλές και διαφορετικές θρησκείες και δόγματα, τα νεώρια που είναι εγκαταλειμμένα χωρίς χρήση, το Ενετικό φρούριο ως μουσείο.   

Από την ίδρυσή της βρίσκεται σε συνεχή μεταβολή η οποία είναι αποτέλεσμα της ιστορίας της και των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων της καθημερινής ανθρώπινης δράσης. Οι μεταβολές  της εντοπίζονται κύρια στα γενικά και στα ειδικά χαρακτηριστικά της.

Τα γενικά χαρακτηριστικά είναι, η σχέση της με  τη θάλασσα και την ενδοχώρα. Τα ειδικά χαρακτηριστικά είναι, η οργάνωση του χώρου (τα σχέδια πόλης) και οι παρεμβάσεις στον αστικό της ιστό.

Οι επεκτάσεις της εκτός των τειχών και εδικά παράλληλα του θαλασσίου μετώπου, προσδίδουν ένα νέο στοιχείο στην ταυτότητά της και μια  συγκεκριμένη σχέση με το θαλάσσιο στοιχείο.

Ήδη από την «παράδοσή» της στους Βενετούς αποτελεί, ένα τόπο εφαρμογής τεχνικών γνώσεων διαφορετικής προέλευσης. Αποτελεί ένα τόπο επαλήθευσης οργανωτικών προτύπων και νέων κατασκευαστικών πρακτικών. 

Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς της είναι, η ύπαρξη κατασκευών μεγάλης κλίμακας από τη Βενετσιάνικη περίοδο μέχρι και την περίοδο της Αυτονομίας, όπως : οι οχυρώσεις, το λιμάνι, το Ενετικό φρούριο(Κουλές), τα νεώρια, οι σιταποθήκες, οι στρατώνες, τα θρησκευτικά κτήρια και τα δημόσια κτίρια της νεωτερικότητας. 

Αυτή είναι η πραγματική «ταυτότητα» της πόλης που συσσωρεύει, τον πολιτισμό, την κοινωνική εμπειρία, την συλλογική μνήμη και την κοινωνική συνύπαρξη και σύγκρουση.

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι, το 1965 ολόκληρη η πόλη κηρύχθηκε ιστορικό μνημείο προσδίδοντάς της επί πλέον και την ταυτότητα του «προστατευόμενου τόπου», η οποία ωστόσο δεν κατάφερε να τη«δασώσει συνολικά» από την δράση των οικονομικών ομάδων με αποτέλεσμα, η πόλη  σταδιακά να μετατρέπεται σε τόπο κατανάλωσης αλλά και πεδίο κατανάλωσης του τόπου,  αλλοιώνοντας και την συνολική της ταυτότητα.

Η  ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Είναι σαφές ότι, η μελέτη της πόλης, ως έργου των χεριών του ανθρώπου, ως υλικού γεγονότος που συντελέστηκε στο πέρασμα του χρόνου με συνέχειες και ασυνέχειες, «προσφέρεται ως τουριστικό προϊόν», ή ευγενικά, ως προβολή της ιστορίας της η οποία σαφώς και δεν εξαντλείται σε μια  ολιγόλεπτη ψηφιακή παρουσίαση.     

Άλλωστε μια τέτοιου είδους ψηφιακή παρουσίαση  λειτουργεί,  ως ροή της πληροφορίας της μνήμης και αντικαθιστά δομικά τη διαχρονική ιστορική μνήμη. Οι ψηφιακές παρουσιάσεις μετατρέπουν την σημερινή πόλη και την ιστορία της σε καμβά σεναριακής παρουσίασης που έχει ως στόχο, τον «τουρίστας της πόλης».

Ωστόσο, αυτός ο «τουρίστα», στη σύγχρονη πόλη, αντικαθιστά πλέον τον άλλοτε «αναγνώστη της πόλης» (flâneur) του Benjamin και του Baudelaire. 

Αυτός ο τουρίστας  δεν επιλέγει να «διαβάσει» ούτε να ερμηνεύσει την κοινωνικο-ιστορική πορεία της πόλης, αλλά αρκείται σε μια επιφανειακή «ανάγνωση» της εικόνα της. 

Από την άλλη η πόλη-θέαμα έχει γίνει ήδη ο «χωρικός» φορέας πολλαπλών συστημάτων και δικτύων επικοινωνίας χωρίς αρχέτυπα, που  «προσφέρουν» την αναπαράστασή της σε ψηφιακά «στιγμιαία» σενάρια.

Αυτή η ψηφιακή αναπαράσταση, με την έννοια της ταυτόχρονης επανάληψης και σύγκρισης με αρχέτυπα σχήματα, κριτικάρεται ως ενσωμάτωση στη «βιομηχανία της μνήμης». 

Έτσι όμως διαβάζεται η ιστορία της πόλης ως ένα διάχυτο «κείμενο» το οποίο συγκροτείται περισσότερο από «απουσίες», παρά από την ορατή παρουσία του παρελθόντος και μάλιστα μέσα από την συνθήκη  της αναπαράστασης. 

Σε αυτό το μηχανισμό, ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζουν οι «δημοφιλείς χώροι» που παραδοσιακά συγκεντρώνουν τη λαϊκή προτίμηση. Και μεταξύ αυτών των χώρων, ιδιαίτερη θέση έχουν τα μνημεία της πόλης. 

Με τέτοιες ολιγόλεπτες ψηφιακές  αναπαραστάσεις της ιστορικής ταυτότητας της πόλης, αντικαθίστανται τα παλιά αρχιτεκτονικά τοπόσημα, τα μνημεία  και οι άλλοι «δημοφιλείς λαϊκοί χώροι, με νέα φευγαλέα ψηφιακά στιγμιότυπα χωρίς τον κοινωνικό τους ρόλο και το «πνευματικό» τους φορτίο.

ΤΑ ΜΙΑΣΜΑΤΑ… 

Σφοδρή αντίδραση προκάλεσε η αναφερόμενη ψηφιακή απεικόνιση του Χάνδακα του 1640, σε ένα βίντεο του τμήματος τουρισμού του Δήμου, από «…επιφανείς Ηρακλειώτες, της Επιστήμης, των Γραμμάτων και των Τεχνών και της Εκκλησίας». Μάλιστα ζητούν με επιστολή τους από τον Δήμαρχο Ηρακλείου, την άμεση απόσυρσή του διότι «…από το ψηφιακό υλικό παραλείπεται κάθε τι ορθόδοξο και ελληνικό».

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, βλέποντας το ψηφιακό προπαγανδιστικό υλικό, μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι η επιστολή διαμαρτυρίας αναφέρεται σε ένα ψηφιακό προϊόν μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου που απευθύνεται στον «τουρίστα» του allinclusive, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για ιστορική εμβάθυνση της ιστορίας της πόλης. Η ψηφιακή αναπαράσταση της πόλης στοχεύει κύρια να εμπλουτίσει τη «βιομηχανία της μνήμης και του τουρισμού». Μάλλον όμως δεν επιτυγχάνει να σαγηνεύει ούτε και τους δημιουργούς του.   

Από την άλλη, οι υπογράφοντες θεωρούν ότι, το βίντεο «…δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις και προσβάλλει τόσο τον πολιτισμό της πόλης όσο και το φρόνημα των κατοίκων της».

Άραγε ποιο είναι το φρόνημα των κατοίκων της πόλης το οποίο προσβάλλεται από το ψηφιακό βίντεο και πως παραλείπεται κάθε τι ορθόδοξο και ελληνικό ; 

Και δεν σταμάτησαν οι διαμαρτυρίες εκεί. Ένας από αυτούς κάλεσε τον Δήμαρχο να καθαρίσει την πόλη από τα «μιάσματα»!…

Είχα καιρό να ακούσω αυτόν τον “φασίζοντα” χαρακτηρισμό που στοχοποίησε αγωνιζόμενους Έλληνες μια «μαύρης» μετεμφυλιακής περιόδου και που προετοίμασε την επιβολή της δικτατορίας του 1967. 

Τόσα «ιδεολογήματα ιστορικές» εξάρσεις είχα καιρό να  διαβάσω…  

 *Σήφης Φανουράκης- αρχιτεκτονας μηχ/κός (Επίτιμος Διευθυντής του ΥΠΠΟΑ)

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί