Το 1821, η Κρήτη και η Αντωνούσα Καμπουράκη

Της Νίκης Τρουλλινού*

(στην κεντρική εικόνα, χαΐνηδες ή καλησπέρηδες, Κρήτες επαναστάτες)

Η Καμπουράκη στα «Ποιήματα Τραγικά» γράφει ως γυναίκα για τις γυναίκες. Εκ μέρους όλων των γυναικών που δεν μορφώνονταν (δεν υπήρχε συστηματική γυναικεία εκπαίδευση), που δεν είχαν λόγο δικό τους, που δεν ψήφιζαν και δεν αποφάσιζαν.

«Θεέ μου δος μου λογισμόν και αίσθησιν ν’ αρχίσω
Την δυστυχή πατρίδα μου με λύπην να θρηνήσω
Συγχρόνως σηκωθήκασι κ’ οι Κρήτες οι ανδρείοι
Δέκα Μαρτίου άρχισαν να απομακρυνθούσι
Κ’ εις τα Σφακιά πηγαίνασι να προετοιμασθούσι»

200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, παρελάσεις και ταρατατζούμ, αλλά πόσοι γνωρίζουμε την Ιστορία; Μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για αναστοχασμούς, γνώσεις, συζητήσεις επί της ουσίας χάθηκε; Η κουβέντα στάθηκε στο πουγκί και τον κιμά γαρίδας;

Και εκεί που ακόμη και οι περισσότεροι Κρήτες μιλάμε για το κίνημα του Δασκαλογιάννη το 1770, το Αρκάδι και άλλες σελίδες του κρητικού ζητήματος, θεωρώντας ότι η Κρήτη έμεινε αν όχι βουβή, πάντως τίποτε το σπουδαίο δεν συνέβη όταν η υπόλοιπη Ελλάδα και ιδίως η Πελοπόννησος ζούσε τον ξεσηκωμό του ’21, έρχεται μια ποιήτρια τολμηρή, περίεργη γυναίκα και δεκαετίες πριν από την εποχή της να μας ανοίξει τα μάτια.

Αντωνούσα Ι. Καμπουράκη, «Ποιήματα τραγικά», α’ έκδοση Εν Ερμουπόλει 1840, β’ έκδοση, Αθήνα, 2021, εκδόσεις «Στιγμός», με εισαγωγή – επίμετρο Βαρβάρας Ρούσσου. Εχει προηγηθεί της ίδιας ποιήτριας το «Λάμπρω, τραγωδία εις πράξεις πέντε» εκδόσεις «Ερεισμα», Χανιά 2013, εισαγωγή – επιμέλεια Κωνσταντίνος Φουρναράκης.

Ιστορία

Το 1821, η Κρήτη και η Αντωνούσα Καμπουράκη
«Επιστ. δελτάριον» του S. Madbak, αρχείο ΕΛΙΑ έκδ. «Μικρός Ναυτίλος», Ηράκλειο

Οι Κρητικοί σχεδόν ταυτόχρονα ακολουθούν την έναρξη της Επανάστασης, αν και η Φιλική Εταιρεία δεν είχε ισχυρούς δεσμούς εδώ. Η καταστολή του κινήματος Δασκαλογιάννη του 1770 ήταν σοβαρό εμπόδιο. 7 Απριλίου 1821 συγκεντρώνονται οπλαρχηγοί στα Γλυκά Νερά Σφακίων, στις 15 η ανοιχτή συνέλευση και το ξεκίνημα του Αγώνα. Οι Τούρκοι θα απαντήσουν αμέσως με τον απαγχονισμό του Μελχισεδέκ στη Σπλάτζια Χανίων, 21 Μαΐου, και από τον Ιούνιο οι μάχες κατά του οθωμανικού στρατού έχουν απλωθεί σε όλο το νησί.

Στις 23 Ιουνίου 1821 σφαγιάζουν οχτακόσιους άμαχους στο Μεγάλο Κάστρο, είναι ο λεγόμενος «μεγάλος αρπεντές». Οκτώβριο φτάνει ο απεσταλμένος του Δημητρίου Υψηλάντη, Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ, πρόσωπο αμφιλεγόμενο για τον ρόλο του στη συνέχεια, ενώ ξεχωρίζει ο ρόλος του Γάλλου Φιλέλληνα Μπαλέστ (ή Βαλέστρας).

Μάιο πια του 1822 και ενώ έχουν λάβει χώρα δεκάδες μάχες και σφαγές και από τις δυο μεριές, όλα βαίνουν εις βάρος των Οθωμανών, ώστε υπό την αρμοστεία του Αφεντούλιεφ έχουμε την Καγκελαρία και την ψήφιση του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Νήσου Κρήτης».

Ομως τώρα θα φανούν στο Κρητικό Πέλαγος τα καράβια του Αιγυπτιακού Στόλου. Ο Χουσεΐν Μπέης με 25.000 στρατό αποβιβάζεται (φέρνοντας και «μολεμένους» – μετάδοση πανώλης στο νησί), όλα χάνονται (εδώ αμφισβητείται και ο ρόλος του Αφεντούλιεφ), στο σπήλαιο του Μελιδονίου θα καούν ζωντανοί οι άμαχοι και τα δεκαπέντε καράβια των Υδραίων το μόνο που προσφέρουν όταν φτάνουν είναι να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα στην Πελοπόννησο, στη Μονεμβασιά (από τότε, άραγε, η συνοικία της «Τα Κρητικά»;).

Η αφίσα της Γενναδίου, Edouard Lear Υδατογραφίες Κρήτης μέσα 19ου αι.

Από το 1825 έως 1830 η Επανάσταση στην Κρήτη είναι σε μια δεύτερη φάση, αυτήν της Γραμβούσας, από τη Χερσόνησο με το Κάστρο που πρωτοστάτησε, ώσπου με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 1830, η Κρήτη παραμένει στην κυριαρχία των Οθωμανών, το κρητικό ζήτημα είναι αναπόσπαστο τμήμα του περίφημου Ανατολικού με τους Αγγλους και τους Γάλλους να κόβουν και να μοιράζουν τις χώρες σύμφωνα με τα συμφέροντά τους στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η παράξενη Αντωνούσα

Φανταστείτε, τώρα, σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο και στο απολύτως ανδρικό λογοτεχνικό περιβάλλον του 19ου αιώνα, μια γυναίκα να γράφει / καταγράφει/ περιγράφει όλες αυτές τις ιστορίες σε ποίηση με ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο! Και το εκδίδει, εξόριστη πια στη Σύρο, αυτοτελώς με το όνομά της.

Που δεν είναι το όνομα κανενός από τους συζύγους της (δυο γάμοι και δυο χηρείες) αλλά το πατρικό της, το οποίο ποτέ δεν άλλαξε. Αντωνούσα Ι. Καμπουράκη «εκ Χανίων Κρήτης» επιμένει να υπογράφει στα έργα της περήφανα, δηλώνοντας την καταγωγή της.

Μας δίνει δε τις πρώτες γραπτές πληροφορίες για όλα όσα αναφέρει, αφού προηγείται των Κριτοβουλίδου, Πρακτικίδη, Ψιλάκη, δηλ. των ιστορικών που κατέγραψαν έπειτα από αυτήν την Ιστορία της περιόδου. Και όμως, ακόμη και σήμερα παραμένει άγνωστη.

Στο μεγάλο ποίημά της των 2.800 στίχων προηγείται η πεζή «Αγγελία» και είναι ακριβώς αναγγελία έκδοσης, πιθανόν στον Τύπο της εποχής (και ίσως στη Σύρο όπου κατοικούσε η Καμπουράκη) για να συγκεντρώσει τις συνδρομές-προπώληση προς έκδοση.

Την «Αγγελία» ακολουθεί έμμετρος πρόλογος-αφιέρωση «Προς τον Διοικητήν Σύρου Κύριον Δημήτριον Χριστίδην» (διοικητή και βουλευτή Σύρου, έναν από τους γραμματείς του Τομπάζη στην Επανάσταση του ’21 στην Κρήτη), που ξέρει καλά τους αγώνες των Κρητικών: «ουχί μόνον εγνώρισες τα άπειρα δεινά της,/ αλλά και μέρος έλαβες πάνω στα χώματά της».

Ο Χρηστίδης, προοδευτικός του Γαλλικού Κόμματος, με πολιτικές επαφές και στη συγκεκριμένη ώρα η αφιέρωση αυτή έχει πολιτική ουσία. Η αλύτρωτη Κρήτη τη σπρώχνει να ρίχνει γέφυρες, είναι ένα πολιτικό πρόσωπο με θέση που τη διατυμπανίζει, πότε; το 1840. Το λέει εξάλλου στο τμήμα «Παρατηρήσεις της ποιήτριας»: «Τα πράγματα τ’ Ανατολικά λέγουν θα συγχυσθούνε,/ιδού καιρός στους βασιλείς κι’ ημείς ν’ αναφερθούμεν.».

Μια γυναίκα που αρθρώνει πολιτικό λόγο. Και η ακροτελεύτια φράση του έργου: η ευφυΐα βέβαια χωρίς ποτέ παιδεία / μηδέν πρέπει να λέγεται, δεν είναι αμφιβολία» δείχνει γυναίκα στην πράξη ποτισμένη από τις ιδέες του Διαφωτισμού για παιδεία, -μια γυναίκα πολλές δεκαετίες μπροστά από την εποχή της.

Το κυρίως ποίημα χωρίζεται σε δυο μέρη και κάθε μέρος διαιρείται σε κεφάλαια με τίτλους διάφορους «πολέμους» δηλ. μάχες και τον τόπο που έγιναν π.χ. «Πόλεμος τέταρτος εις Αράδενα» ή άλλα στρατιωτικά γεγονότα π.χ. «Ο ερχομός του αιγυπτιακού στόλου και η απόβασις των στρατευμάτων».

Το πέρας της αφήγησης σημειώνει ως «Τέλος των πολέμων», αλλά μετά συνεχίζει με άλλα δυο έμμετρα μέρη «Παρατηρήσεις της εκδότριας» (εδώ με ένα ανοιχτό δημόσιο προσκλητήριο καλεί Κρητικούς πολεμιστές αλλά και πολιτικούς να αναλάβουν δράση για την ελευθέρωση της Κρήτης) και «Στίχοι κατ’ αλφάβητον», μια σύνθεση με αλφαβητική ακροστιχίδα συνεχίζοντας με προτάσεις για το κρητικό ζήτημα που απευθύνεται στον Οθωνα.

Η ποιήτρια

Η Αντωνούσα γεννήθηκε μάλλον ανάμεσα στο 1780 με ’85. Στα Χανιά ίσως, με καταγωγή (ή και γέννηση;) στα Καμπουριανά Κισσάμου; Ξέροντας την περιοχή η σύμπτωση παραείναι σύμπτωση. Οικισμοί με κατάληξη της ονομασίας σε –ιανά είναι πολλοί στην Κρήτη, συνδέονται με περιουσίες, υποστατικά κ.λπ., συνήθως έχουν δε το όνομα του ιδρυτή – πρώτου κατοίκου.

O Φάρος Χανίων σχέδιο του René Gillotin, 1840, (αρχείο Θ. Μεταληνού)

Εδώ, από το τουρκικό kabur = ο έχων κύφωση, ανάμεσα στα χωριά Κρύα Βρύση και Πανέθη(υ)μο. Η ίδια γράφει ότι διασχίζει την πεδιάδα συνοδευόμενη από τον δούλο της: «και εις τον δούλον έλεγα Τούρκοι μας κυνηγούσι».

Επομένως είναι και από εύπορη οικογένεια. Για τη μόρφωσή της γράφονται διάφορες εκδοχές, ο αναγνώστης του συγκλονιστικού της έργου αυτό που εισπράττει είναι ότι σαφώς ξέρει γράμματα, σαφώς έχει «στ’ αυτιά της» το παραδοσιακό ποίημα «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», θα έχει ακούσει τους περίφημους ριμαδόρους (σε Κρήτη και Κύπρο η εν λόγω παράδοση αφηγηματικών τραγουδιών κράτησε αιώνες και με κάποιον τρόπο συνεχίζεται στους μαντιναδολόγους – φτιάχνουν δηλ. ρίμες, τετράστιχα αυτοσχέδια πάνω στη χαρά και τον θάνατο) σε μαζώξεις, όσο και θα μεγάλωσε στον απόηχο του Ερωτόκριτου του Βιτσέντζου Κορνάρου.

Και σαν να μη μας φτάνουν όλα αυτά, η Αντωνούσα διατηρεί το πατρικό της επώνυμο σε όλη της τη ζωή και γράφει γνωρίζοντας ότι γράφει και ως γυναίκα, «εξιστόρησις (μου) {…} φυσικόν προϊόν του γυναικείου πνεύματος».

Το ερώτημα: Πώς η ποιήτρια ξέρει όλα όσα γράφει, επιβεβαιωμένα και από τους ιστορικούς αργότερα; Πώς γνωρίζει τόσες λεπτομέρειες; Κρατούσε ημερολόγιο ή κατέγραφε τις αφηγήσεις και πώς ασχολείται με όλο το νησί; Γνωρίζει λεπτομέρειες από μάχες, αριθμούς στρατευμάτων, ονόματα τοποθεσιών, όλα αυτά προδίδουν ενημέρωση από πρώτο χέρι. Είναι εξαιρετικό το πώς περιγράφει την εκστρατεία των οπλαρχηγών από το Μαλεβίζι ώς μπροστά στην Πόρτα του Ηρακλείου.

Οι δε ονομασίες Μπεντένι και Ντάπια που αναφέρει πιθανότατα είναι όχι γενικά κάποια τμήματα του Καστρινού, βενετικής κατασκευής, Τείχους, αλλά οι τοποθεσίες Μπεντένι και Κιζίλ Ντάπια, δηλ. το βορειοδυτικό μέτωπο της πόλης του Ηρακλείου όπως κατεβαίνουμε από το Μαλεβίζι. Οι ονομασίες είναι ίδιες (το Μπεντένι ήταν η αγαπημένη βόλτα της Γαλάτειας και Ελλης Αλεξίου, ενώ στο ίδιο ύψος, λίγα μέτρα νοτιότερα, γεννήθηκε ο Ν. Καζαντζάκης).

Ακόμη προκαλεί εντύπωση ότι εκδίδει το έργο σε μεγάλη πια ηλικία, ίσως είναι γύρω στα πενήντα πέντε της στη Σύρο, πώς θυμάται τόσο καλά; Η ζωή της έχει δώσει πολλές δυστυχίες, έχει χάσει τον μονάκριβο γιο της και δυο συζύγους και δεν το βάζει κάτω.

Φέρεται να έχει περάσει στην Πελοπόννησο, να πήγε στο Μεσολόγγι, ακόμα ίσως να βρέθηκε στο Ναύπλιο το 1862 παίρνοντας μέρος στον ξεσηκωμό κατά του Οθωνα, στον οποίο είχε στηρίξει πολλές ελπίδες για την απελευθέρωση της Κρήτης. Ανεξάρτητη οικονομικά φέρεται (Φουρναράκης, Ρούσσου) να φτιάχνει στη Σύρο μαντίλια (τα κρητικά τσεμπέρια) και να βραβεύεται.

Τα «Ποιήματα Τραγικά» είναι η πρώτη συλλογή που εκδίδεται επώνυμα από γυναίκα στην ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με την επιμελήτρια του τόμου, έχει προηγηθεί χρονικά η Ευανθία Καΐρη αλλά έχει εκδώσει θεατρικό («Νικήρατος», 1827) και ανώνυμα.

Η Καμπουράκη έγραψε ακόμη τρία θεατρικά: «Γεώργιος Παπαδάκης» (1847), εκδόθηκε πάλι στη Σύρο όπου φαίνεται ότι παίχτηκε κιόλας (άραγε μια έρευνα στα συριανά αρχεία και τον Τύπο θα φέρει στο φως κομμάτια από τη ζωή της;).

Η «Λάμπρω» (1861) εκδίδεται στο Μεσολόγγι που, όπως σχολιάζει ο Κ. Φουρναράκης, έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφού η ηρωίδα ζει εξόριστη στη Σύρο, όπως η ίδια. Τη «Λάμπρω» πρέπει να την έγραψε περίπου στα ογδόντα της χρόνια.

Ακολουθεί η άλλη ποιητική σύνθεσή της «Η μνήμη ήτοι τα συμβάντα της Ναυπλιακής και Οκτωβριανής Επαναστάσεως» (Αθήνα, 1863). Πολύ μεγάλη πια γράφει το τρίτο της θεατρικό «Η έξοδος του Μεσολογγίου» (Αθήνα, 1875) για να τιμήσει την πόλη που τη φιλοξένησε τόσα χρόνια.

Ο θάνατός της αναγγέλθηκε στον αθηναϊκό Τύπο 27 Δεκεμβρίου 1875 και αναφέρεται ως «υπερενενηκοντούτης».

Η γυναίκα

Η Καμπουράκη στα «Ποιήματα Τραγικά» γράφει ως γυναίκα για τις γυναίκες. Εκ μέρους όλων των γυναικών που δεν μορφώνονταν (δεν υπήρχε συστηματική γυναικεία εκπαίδευση), που δεν είχαν λόγο δικό τους, που δεν ψήφιζαν και δεν αποφάσιζαν.

Τον περιορισμό των γυναικών τον αναφέρει σχεδόν καταγγελτικά από την αρχή περιγράφοντας το βιβλίο της: «φυσικόν προϊόν τοῦ γυναικείου πνεύματος, το ὁποῖον ἡ φιλαυτία τῶν ἀνδρῶν κατέχει δεσμευμένον εἰς τον σκοτεινόν τῆς ἀμαθείας περίβολον, τον ὁποῖον ἄρχισε να κρημνίζῃ ἡ φιλοσοφία κατά τον παρόντα αἰῶνα».

Το γράφει υπέρ πατρίδος αλλά και «προς ενθάρρυνσιν του ωραίου φύλου». Τις γυναίκες που υποφέρουν μαζί με τους άντρες για την πατρίδα δεν τις ξεχωρίζει σε χριστιανές και μουσουλμάνες, Ελληνίδες και Τουρκάλες. Οταν οι Τούρκοι θέλουν να παραδοθούν η Καμπουράκη βάζει τις γυναίκες των πασάδων να λένε όχι και να θέλουν να πάρουν τα όπλα. Ο,τι ενώνει τις γυναίκες, το φύλο, είναι πάνω από τις διαφορές που τις χωρίζουν.

Τέλος, προκαλεί μεγάλη εντύπωση η διατήρηση της ιστορικής μνήμης ανά τους αιώνες μέσα στην ποίησή της. Οταν οι Οθωμανοί φοβούνται πως θα χάσουν το Κάστρο (Ηράκλειο) σκέφτονται πως οι Γραικοί θα ανοίξουν λαγούμια – δεν είναι παρά η περιγραφή του τρόπου πτώσης του βενετικού Χάνδακα από τους Οθωμανούς το 1669.

Ή, αλλού, τα γυναικόπαιδα αφήνουν πίσω τους τα Χανιά φεύγοντας προς τη Μαλάξα, η μαμά μου αφηγείτο μέχρι πρόσφατα πως όταν βομβαρδίστηκε η πόλη από τους Γερμανούς την άνοιξη του 1941 τα γυναικόπαιδα έφευγαν προς τη Μαλάξα – ο δρόμος της προστασίας των άγριων Λευκών Ορέων, ο δρόμος προς τους Σφακιανούς;

Η Καμπουράκη και το έργο της συγκινούν όχι μόνο για την κατάθεσή της από το 1821 ακόμη για την Κρήτη, αλλά και, όπως τονίζεται από τη Βαρβάρα Ρούσσου: «το τόλμημα της επώνυμης έκδοσης των έργων της αποκαλύπτει τον θαρραλέο της χαρακτήρα και την αίσθηση ελευθερίας απέναντι στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής της, ελευθερία που επιθυμεί να διακηρύξει συνειδητά και σθεναρά «.

Η Αντωνούσα Καμπουράκη αξίζει την προσοχή μας και μακάρι να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτήν. Στο μεταξύ τα ίδια περίπου χρόνια, στην ίδια περιοχή, μια άλλη Αντωνούσα, η Καστανάκη, ζώνεται τα άρματα και βγαίνει στα όρη – άγνωστη και αυτή.

*Πεζογράφος, τελευταίο της βιβλίο, «Ουρανός από στάχτη», εκδόσεις «Ποταμός»

Πηγή: Εφημερίδα Συντακτών

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί