Το ασημόψαρο (θέατρο του παραλόγου)

\


Της Ελευθερίας Μηλάκη

Ήταν Άνοιξη, χαρά Θεού. Στο μάθημα Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, στο κτίριο της Ιονίου Ακαδημίας, ο καθηγητής απάγγελλε, σε δική του μετάφραση, ένα απόσπασμα από την ποιητική συλλογή του Πάμπλο Νερούδα, Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα και Ένα Τραγούδι Χωρίς Καμιά Ελπίδα. Ήταν εννιά το πρωί, η φίλη μου που καθόταν δίπλα μου μονολογούσε ψιθυριστά «πουρνό πουρνό…», ενώ εγώ κρατιόμουν να μην γελάσω. Το ίδιο προφανώς συνέβαινε και στους υπόλοιπους της τάξης. Η Ιόνιος Ακαδημία ήταν το πιο παλιό ελληνικό πανεπιστήμιο, όμως είχε ιδρυθεί στην Κέρκυρα, έξω από τα στενά σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους. Όταν ήρθε η ώρα να αναλάβει ο καθένας μια εργασία για ένα μεγάλο λογοτέχνη εγώ διάλεξα τον Φραντς Κάφκα. Γερμανόφωνος Εβραίος, γεννημένος στην τότε Τσεχοσλοβακία, περιέγραφε σχεδόν προφητικά την αποξένωση του ατόμου μέσα σε ένα βάρβαρο και αδυσώπητο κράτος. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να εξοντωθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Τρίτου Ράιχ, γιατί πέθανε πρόωρα. Ο Κάφκα είχε μια μεγάλη μελαγχολία, μια απελπισία για την ανθρώπινη φύση, το σκηνικό των έργων του ήταν εφιαλτικό, ενώ ακόμα και οι χαρακτήρες του ήταν εκτός τόπου και χρόνου και χωρίς όνομα, μόνο τα αρχικά τους είχαν. Τόσο πολύ τον είχα αγαπήσει τον Φραντς Κάφκα που όταν μιλούσα με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο, αν της έλεγα πως δεν νιώθω καλά με ενθάρρυνε λέγοντας «κάθισε λίγο να κοιτάς τη φωτογραφία του Κάφκα, είναι ωραίο παιδί ο Κάφκα». Το είπα μετά στη φίλη μου και γέλασε πολύ. Ωραίο παιδί ο Κάφκα! Πολύ καλό!


Και ξαφνικά, δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα συνέβαινε αυτό, «διορίστηκα» για ένα διάστημα στον Πύργο του Κάφκα. Ναι, διορίστηκα αγρονόμος στο γραφειοκρατικό σύστημα του Πύργου. Η κρίση είχε ήδη ξεσπάσει με αποτέλεσμα εγώ, που οι πελάτες μου κυριολεκτικά ήταν τόσο πολλοί και τόσο καλοί που ξενυχτούσα για να έχω χρόνο για όλους, να βρεθώ στον Πύργο και να είμαι και ευχαριστημένη που είχα δουλειά. Η σύμβαση μου έληγε το Νοέμβριο. Δεν έλεγα ποτέ όχι σε μια δουλειά, όσο δύσκολη και αν ήταν. Δεν ήταν μόνο τα χρήματα το κίνητρό μου, αλλά και η πρόκληση, να κάνω κάτι δύσκολο, κάτι που άλλοι συνάδελφοι τιμολογούσαν υπερβολικά ακριβά για να φύγει και να έχουν και χρόνο για την οικογένειά τους και για την προσωπική τους ζωή. Το κόστος δεν το υπολόγιζα, ήθελα να βάλω πάνω από όλα το καθήκον και θεωρούσα «γυναικούλες» τις άλλες γυναίκες που έβλεπαν τα πράγματα αλλιώς και επιδίωκαν ποιοτικό χρόνο με τους αγαπημένους τους. Όταν πρωτοπήγα στον Πύργο με έβαλαν σε ένα γραφείο στο ισόγειο, με τα Παιδιά του Κατώτερου Θεού. Δεν είχα κομπιούτερ, ήταν η αίθουσα του «αρχείου». Αυτούς τους φακέλους με τα κορδονάκια και τη σκόνη τους ήξερα πολύ καλά, γιατί και η μητέρα μου ήταν δημόσιος υπάλληλος και σχεδόν κάθε μεσημέρι με έπαιρνε μαζί της στο γραφείο όταν σχολούσα. Κάθε μέρα παρακαλούσα να μου αναθέσουν τα καθήκοντά μου, αλλά εισέπραττα μόνο αδιαφορία. Ήταν εκεί και κάτι μαθήτριες που έκαναν ένα είδος μαθητείας ή πρακτικής άσκησης που έπαιζαν με το κομπιούτερ και δεν μου το έδιναν ούτε για να στείλω ένα email, ακόμα και αν τους το ζητούσα ευγενικά. Πρέπει να είχαν εθισμό στα βιντεοπαιχνίδια ή κάτι ανάλογο. Όσες ώρες δεν ασχολήθηκα με το αρχείο, διάβαζα μυθιστορήματα, όπως τη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση και άλλα, από τα πολλά που είχα στο σπίτι. Έτσι πέρασαν τουλάχιστον δύο μήνες.
Κάποια στιγμή με πήγαν πάνω, στο Γραφείο Σπάνιας Πανίδας.

Εκεί συνάντησα μία παλιά γνώριμη που υπηρετούσε μόνιμα στην Υπηρεσία και δεν φάνηκε να χάρηκε που με είδε, ούτε έδειξε να με θυμήθηκε. Με ρώτησε αδιάφορα ποια χρονιά πέρασα στη σχολή, έτσι για να πούμε κάτι, επειδή είχε και κόσμο μπροστά. Λίγο αργότερα, δεν ξέρω γιατί, βρέθηκα ξανά στον κάτω όροφο, σε ένα μικρό γραφείο μαζί με δύο άλλους, με παράθυρο που έβλεπε προς την Πλατεία της Παλιάς Πόλης. Κάθε πρωί έτρεχα για να είμαι στην ώρα μου, ερχόμουν από μακριά, με το λεωφορείο, δεν προλάβαινα να πάρω ούτε καφέ. Ερχόταν ο Κάρολος και μου έδινε τον καφέ από το παράθυρο.

Η άλλη κυρία που ήταν στο γραφείο σχολίαζε «σε αγαπάει όμως, σε προσέχει…». Μια μέρα φορούσα ένα τεράστιο, πολύ εντυπωσιακό δαχτυλίδι με πέτρες, που μου το είχε κάνει δώρο. Ωραίο μα… δεν είναι αληθινό, σχολίασε η διπλανή μου… Ε, τα αληθινά τα έχω στο σπίτι, δεν τα φοράω στη δουλειά. Αφού πέρασε το πρώτο τρίμηνο ή τετράμηνο, ήρθε η ώρα για την πρώτη μου πληρωμή. Χρειαζόταν πάρα πολλά χαρτιά και υπογραφή από τον Υπαρχηγό. Μόλις με είδε, ρώτησε έκπληκτος «εσένα πότε σε πήραμε; Πώς βρέθηκες εδώ;». Αυτό που ήθελα, ήρθε και με το παραπάνω. Δουλειά, πολλή δουλειά, όση είχα στο ιδιωτικό μου γραφείο παλιότερα και ακόμα περισσότερη. Δεν προλάβαινα, έπαιρνα δουλειά και για το σπίτι μετά τις τρεις. Ποτέ δεν έλεγα όχι, ακόμα και στις πιο παράλογες απαιτήσεις. Μας είχε προειδοποιήσει ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο «θα νομίζουν πως στη δουλειά αυτή πατάς το κουμπί και βγαίνει η χοντρή». Νόμιζαν ότι είμαι ένα αυτόματο μηχάνημα που μπορεί ο καθένας κατά βούληση να πατάει το κουμπί. Πραγματοποιούσα ακόμα και εργασίες που είχαν ανατεθεί σε εξωτερικούς συνεργάτες επί πληρωμή και αν αργούσα δεχόμουν επιπλήξεις. Μου έβαζαν τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι να βγάζω όλη τη δουλειά μόνη μου σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια και άλλη έπαιρνε τα εύσημα.

Ο Αρχηγός έδειχνε σε όλο αυτό τον αριθμό των συμβούλων και συνεργατών, πως να το πω, περισσότερη εμπιστοσύνη από όση τους έπρεπε. Αν μετά προέκυπτε ένα λάθος σε ένα πρότζεκτ, τα παράπονα τα άκουγα εγώ, ενώ μου το είχαν αναθέσει κυριολεκτικά τελευταία στιγμή απαιτώντας εκβιαστικά να είναι έτοιμο. Αν είχα ακούσει τη μητέρα μου, όλα θα ήταν αλλιώς. Στο Δημόσιο, αλλά σε μεγάλο βαθμό και στον Ιδιωτικό Τομέα, συνήθως τίποτα δεν είναι υπερβολικά επείγον. Απλά έτσι έχουν συνηθίσει να πιέζουν.
Κατά τα άλλα πέρασα πολύ ωραία στον Πύργο. Δεν ήθελα να φύγω, όχι επειδή ο μισθός ήταν τόσο ικανοποιητικός, αλλά γιατί χαιρόμουν να εργάζομαι σε ένα ωραίο κτίριο, σε ένα περιβάλλον που ήταν παλάτι σε σύγκριση με άλλα κτίρια και το προσωπικό το είχα πια γνωρίσει και πολλούς τους είχα συμπαθήσει. Τα Παιδιά του Ανώτερου Θεού ήταν συνήθως πολύ ευγενικά μαζί μου, αν και εκεί δεν είχα καμιά σημαντική θέση ή εξουσία, έδειχναν όμως μια κάποια εκτίμηση για το γεγονός ότι διέθετα γνώσεις και εμπειρία. Με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις που φέρονταν σαν να έπασχαν από Ιδέα Μεγαλείου, αλλά οι ιατρικές μου γνώσεις μου επέτρεψαν να τους διαγνώσω μόνη μου και να μην το πάρω προσωπικά. Το χόμπι μου είναι η ιατρική. Ξέρω μερικά πράγματα, γιατί έχω μελετήσει. Έχω περάσει αρκετές ώρες στη Βιβλιοθήκη της Ιατρικής μελετώντας μόνη μου. Ναι, παλιά, πριν από τον κορωνοϊό, μπορούσες απλά να μπεις σε ένα πανεπιστήμιο και να μελετήσεις. Πήγαινα και στο υπόγειο στο φοιτητικό εστιατόριο για καφέ ή φαγητό, ενώ αν είχα κάποια πολύ σοβαρή απορία όλο και κάποιον έβρισκα πρόθυμο να ρωτήσω. Σαν να γνώριζαν ότι το χόμπι μου είναι η ιατρική, μου ανατέθηκε να συμμετέχω σε ένα σχετικό πρότζεκτ το οποίο είχε τίτλο ΑΙΜΑ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ – ΠΑΝΑΚΕΙΑ. Εμπνευσμένο από παγανιστικές πρακτικές της Άπω Ανατολής, το πρόγραμμα φιλοδοξούσε να λύσει κάθε πρόβλημα υγείας ή άλλο πρόβλημα με αίμα από θυσία κουκουβάγιας. Τα αποτελέσματα έπρεπε να καθαρογραφούν και μου άρεσε πάρα πολύ που το είχα αναλάβει αυτό, αν και δεν ενέπιπτε στα καθήκοντά μου ως αγρονόμου.
Μάζεψα πολλές πολύτιμες εμπειρίες δουλεύοντας στον Πύργο. Μου άρεσε περισσότερο όταν ο Αρχηγός είχε ξένους. Μια μέρα καθώς έβγαινα από το γραφείο του, με ρώτησε η κυρία του κυλικείου «Τι γλώσσα μιλούσες μέσα καλή μου;» Αγγλικά, απάντησα διασκεδάζοντας. Είχε δει τον Κινέζο. Κάποιες φορές είχα συνοδέψει τον Αρχηγό ή άλλα στελέχη σε δουλειές εκτός κτιρίου, ακόμα και σε μικρές εκδρομές εντός Κρήτης. Τότε είχα ρωτήσει μια παλιά μου συμφοιτήτρια, εσύ πήρες μέρος στο διαγωνισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια θέση στις Βρυξέλλες ως Ταρριχευτής Αρχαίας Μούμιας; Είσαι σοβαρή; Απάντησε με κάθε σοβαρότητα η παλιά μου συμφοιτήτρια. Δεν έχω στον ήλιο μοίρα εδώ στην Κρήτη και θα πάω στις Βρυξέλλες; Πολλοί μεν οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί. Στην πραγματικότητα, κρίση – ξε-κρίση δεν είχα ανάγκη. Το μόνο μου πρόβλημα ήταν η έμμονη ιδέα που μου είχε επιβληθεί από το περιβάλλον μου, ότι ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ και αν έκανα ήταν μια προσωρινή κατάσταση… ένα provisorium μέχρι να «διοριστώ» κάπου. Αν δεν είχα αυτή τη δεσμευτική αντίληψη δεν θα είχα ποτέ ανάγκη να με «κρατήσει» ο Αρχηγός. Δεν θεώρησα πρέπον ότι πρέπει και να του ζητήσω κάτι τέτοιο. Δέξου αυτή τη δουλειά, αν είσαι καλή ο Αρχηγός θα σε κρατήσει, το Δημόσιο έχει ασφάλεια…
Όταν ήρθε η τελευταία μου μέρα στη δουλειά, αισθανόμουν ουδέτερα. Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς μπορούν να αφήνουν να φύγει κάποιος που υπηρέτησε τόσο ευσυνείδητα, χωρίς κανείς, ούτε ένας να τον ρωτήσει πού θα πάει και τι θα κάνει μετά… Δεν είχα δικαίωμα ούτε για επίδομα ανεργίας, ούτε για οποιοδήποτε άλλο επίδομα, λόγω του ότι εργαζόμουν ουσιαστικά σε καθεστώς ελεύθερου επαγγελματία. Όποιος βρεθεί ξαφνικά μετέωρος και έχοντας επενδύσει σε ψευδείς προσδοκίες, ξέρει τι σημαίνει να μείνεις μόνος με τον εαυτό σου, γιατί πρέπει να αποφασίσεις τι θα κάνεις μετά. Σύντομα η υγεία μου επηρεάστηκε. Μετά από αρκετό καιρό, κατέληξα στο γραφείο του Καθηγητή. Είναι σοβαρό γιατρέ; Ναι, αλλά αντιμετωπίσιμο, μου απάντησε με σοβαρό ύφος, αλλά και με καλοσύνη. Δεν είχα κανένα λόγο να μην τον πιστέψω. Έδειχνε άνθρωπος αυστηρός, όχι σαν αυτούς που τα λένε διπλωματικά. Οι γιατροί πρέπει να είναι άνθρωποι, αλλά όχι και Υπουργείο Δημοσίων Σχέσεων. Πρέπει να λένε την αλήθεια. Αυτό όμως ήταν μια βόμβα στα θεμέλια της νέας μου ζωής. Είχα σχεδιάσει να φύγω στο εξωτερικό για εργασία, όπως τόσοι νέοι στη διάρκεια της κρίσης. Οι ελπίδες που επένδυσα στον Πύργο διαψεύστηκαν με τον πιο απόλυτο τρόπο, ενώ η ιδιωτική μου δουλειά είχε ήδη περάσει σε δεύτερη μοίρα. Πρέπει όμως γρήγορα, τόνισε ο καθηγητής. Αποφάσισα παρόλα αυτά να ταξιδέψω, είχα ήδη στην τσάντα μου τα εισιτήρια. Την πιο ακατάλληλη στιγμή μπορεί να προκύψει κάτι, ένα εμπόδιο. Μια κυρία εκεί θυμάμαι έλεγε, «είμαστε όλοι προσωρινοί σε αυτή τη ζωή και όμως στενοχωρούμε ο ένας τουν άλλο». Είχε περάσει πολλά, όμως είχε ξαναφτιάξει τη ζωή της και δεν είχε πρόβλημα να μιλάει ανοιχτά για το παρελθόν… Αργότερα, όταν ήμουν πλέον καλά, ρώτησα έναν άλλο γιατρό, αν η στενοχώρια μας αρρωσταίνει. Όχι, χαμογέλασε διπλωματικά. Όλοι δεν περνάμε δυσκολίες; Μια χαρά κοπέλα είσαι, μην κάνεις μαύρες σκέψεις…
Μια μέρα πέρασα από την Γραμματεία του Άρχοντα του Πύργου για να ζητήσω μια συστατική επιστολή… Και μόνο αυτό ήταν σημαντικό κέρδος, θα μου ήταν χρήσιμη. Οι κοπέλες της Γραμματείας ήταν πολύ σικ, με τα τακούνια τους, ντυμένες σε δεσποινιδίστικο στυλ. Και τότε, όσο περίμενα να μου δώσουν την επιστολή, εμφανίστηκε μια κυρία πού ήταν όχι απλώς «κάζουαλ», για να το θέσω απλά, έμοιαζε σαν ζητιάνα και ήρθε να ζητήσει βοήθεια για μια υπόθεσή της. Μάλλον τους ήταν γνώριμη, θα είχε ξαναπάει. Τα κορίτσια έπρεπε να ευγενικό τρόπο να την ξεφορτωθούν, αλλά να, είχαν κάτι γι’ αυτήν. Σταθείτε, μη φεύγετε. Της έδωσαν ένα κουτί με βουτήματα που είχαν στο ράφι. Ολόκληρο, όπως ήταν μέσα στη σακούλα. Κουρελιάρικο πράγμα η φτώχεια, σαν να βουτάς τα πόδια σου σε βρωμερό χιόνι, λασπωμένο και ματωμένο. Το λούστρο του κράτους, η «κάζουαλ» μεσήλικη κυρία και εγώ κάπου ανάμεσα. Πάω να φύγω, γρήγορα, μην με κεράσουν και μένα τίποτα. Σκεφτόμουν συγκρίνοντας το σινιέ παρουσιαστικό τους με το δικό μου «εργατικό» λουκ. Πέρασαν χρόνια από τότε. Οι παλιοί συνεργάτες είναι σαν τους παλιούς φίλους. Στην πορεία του χρόνου άλλοι γίνονται μια γλυκιά ανάμνηση, άλλοι ξεχνιούνται εντελώς, λίγοι γίνονται μια τραυματική ανάμνηση που καμιά φορά επιστρέφει στη μνήμη για λίγο.
Το τελευταίο μου βράδυ στην Κρήτη ήμουν μόνη στο σπίτι μου. Ετοίμασα τη βαλίτσα μου, με μια αυτοσχέδια ζυγαριά που έφτιαξα από μπουκάλια νερού και ένα σκουπόξυλο. Φρόντισα η βαλίτσα μου να είναι ακριβώς τριάντα κιλά, με τη βοήθεια της πλάστιγγας που είχα σκαρώσει. Μετά κάθισα στον καναπέ, ελπίζοντας να καταφέρω να κοιμηθώ, έστω και για λίγες ώρες. Και τότε έγινε κάτι ιδιαίτερο. Στον τοίχο, πίσω από τον καναπέ, είδα ένα πελώριο ασημόψαρο. Καμία σχέση με αυτά που είχα δει ως τότε, αυτό θα ήταν τουλάχιστον δύο πόντους. Ξαφνικά χάρηκα πολύ, ζεστάθηκε η καρδιά μου. Ένα ζωντανό, έστω και ένα έντομο που το κατηγορούν ότι τρώει ρούχα και έπιπλα, έσπασε τη μεγάλη μοναξιά μου. Το κατηγορούν, το μπερδεύουν με το σκώρο ή το σαράκι, αλλά στην πραγματικότητα είναι μόνο ένα ασημόψαρο που τρέφεται με άμυλο, κυτταρίνη. Ένα γραφείο γεμάτο βιβλία και περιοδικά, σκοτεινό και ήσυχο είναι το ιδανικό περιβάλλον για αυτού του είδους το ασημόψαρο, το οποίο φτάνει σε μεγαλύτερο μέγεθος από άλλους συγγενείς του. Σκέφτηκα να το πιάσω, να το βάλω σε ένα κουτί, να το πάρω μαζί μου, μα πριν προλάβω να το ξανασκεφτώ, είχε χαθεί πίσω από τον καναπέ. Την επόμενη μέρα στο αεροδρόμιο μου είπαν στον έλεγχο χαμογελώντας συγχαρητήρια για το ακριβές βάρος της βαλίτσας μου. Πήρα θάρρος και σκέφτηκα να κάνω ένα αστείο στους αστυνομικούς. Επιτρέπονται τα ζώα στη χειραποσκευή; Θορυβήθηκαν αμέσως. Είχα κάτι στο βαλιτσάκι μου; Όχι, όχι, ένα αστείο ήταν. Δεν το παρατράβηξα με τα αστεία, με άφησαν να περάσω και γελούσα κρυφά. Φαντάζεσαι να είχαν βρει το ασημόψαρο;

Παραφράζοντας τα λόγια μιας αμερικανίδας συγγραφέα, αν μπορώ με κάποιο τρόπο να ξεπληρώσω αυτά που κάνει στους ανθρώπους η κοινωνία και η ζωή, θα κάνω λίγο θόρυβο ενάντια στην αδικία.
Σημείωση: Τα πρόσωπα ή γεγονότα μου χρησιμεύουν πάντα ως πηγή έμπνευσης. Μου αρέσει να γράφω ιστορίες, το πρόβλημα όμως είναι ότι η φαντασία μου δεν πάει ποτέ πολύ μακριά.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί