Γ. Ρίτσος: Η πρώτη πολιτική ενέργεια με δημόσιες επιπτώσεις- Η παρουσία του στο Άσυλο Φυματικών Χανίων

Της Νίκης Τρουλλινού*

Το τελευταίο ανέμελο, εκ των υστέρων, καλοκαίρι του 2019 ανηφορίζουμε στην Καψαλώνα, επαρχία Αποκορώνου, νομός Χανίων. Ψάχνουμε τα ερείπια του φθισιατρείου που λειτούργησε στο χωριό το 1930 για λίγους μήνες.

Ανασηκωμένοι ώμοι στις ερωτήσεις μας, αδιάφορα βλέμματα, μια γερόντισσα ενοχλημένη: «Δεν έχει αρρώστους εδώ, παλιές ιστορίες…», παίρνουμε τη φωνή του Ρίτσου μαζί μας και φεύγουμε θλιμμένοι.

Το αφιέρωμα της «Εφ.Συν.» ξεσκόνισε μνήμη και βιβλία, ίσως και η ανάγκη μιας βαθιάς ανάσας, και…

Η φυματίωση (φθίσις) από το 1902 θανατώνει και στην Ελλάδα. Μετά το ’24 – ’25, με τις άθλιες συνθήκες ζωής στις μεγάλες πόλεις, κυριολεκτικά μαστίζει. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος κάνει την πρώτη αιμόπτυση τον χειμώνα του 1926. Εχει χάσει από φυματίωση τη μητέρα του, Ελευθερία, και τον αδελφό του, Μίμη. Η μεγάλη περιουσία που άφησε ο δολοφονημένος παππούς δεν υπάρχει πια και, το δύσκολο, ο νεαρός Ρίτσος από την εφηβεία ακόμη έχει απομακρυνθεί, «αρνηθεί τον πατέρα του», κατά τον Γάλλο μελετητή Ζεράρ Πιερά.

Το 1926 ζει στην Αθήνα με την αδελφή του, Λούλα, αυτή το στήριγμα, ηθικό και οικονομικό. Ο ποιητής έχει μόλις κλείσει τα δεκαεπτά και αμέσως την επόμενη χρονιά θα νοσηλευτεί στο σανατόριο «Σωτηρία» με χαρτί της Πρόνοιας ως άπορος.

Σανατόριο «Σωτηρία», ομαδική φωτογραφία αγνώστου από ανάρτηση για το «Σωτηρία»

Η ζωή του έχει πάρει πια τον δρόμο της και η αρρώστια έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Στο «Σωτηρία» θα γνωρίσει τη Μαρία Πολυδούρη, θρύλος ήδη μετά και την αυτοκτονία του Καρυωτάκη (1928), μια συνάντηση με τον Αγγελο Σικελιανό, επισκέπτη της Πολυδούρη, και θα στραφεί στην ποίηση με τρόπο αποφασιστικό και αποφασισμένο από καιρό. Αλλά και θα γνωρίσει τον πρώτο του κομμουνιστή «δάσκαλο» Βασίλη Γεράγγελο (εκτελέστηκε στην Κατοχή), θα διαβάσει Μαρξ, Λένιν, Μπουχάριν και Πλεχάνοφ.

«Η φυματίωση δεν ήταν η αρρώστια δήθεν των ποιητών στα σαλόνια. Ηταν το αποτέλεσμα της φτώχειας, της ανέχειας και της στέρησης των άνεργων, των εργατών, των γεωργών και των βοσκών, των άπορων και των γερόντων» γράφει η Λούλα Ρίτσου – Γλέζου στο συγκλονιστικό βιβλίο για τον αδελφό της. Από το «Σωτηρία» πέρασε και ο νεαρός δημοσιογράφος Θανάσης Κλάρας, Αρης Βελουχιώτης της Αντίστασης, όπου κατήγγειλε τις συνθήκες στο σανατόριο με άρθρα στον «Ριζοσπάστη».

Το «Σωτηρία» ήταν πλήρως ταξικά «τακτοποιημένο», οι εύποροι ασθενείς στα περίπτερα και οι άποροι σωριασμένοι στους θαλάμους. Υπήρχε πιάνο στο ισόγειο, εκεί κατέφευγε ο Ρίτσος παίζοντας, εκεί τον βρήκε πρώτη φορά η Πολυδούρη.

Με την παρέλευση τριών χρόνων το σανατόριο έδιωχνε τους ασθενείς, ο Ρίτσος συνεχίζει τις αιμοπτύσεις και «(…) ένας καλός συνάδελφος από τη Θεσσαλονίκη είχε συγγενή του κάποιον γιατρό στο Ασυλο Φυματικών στην Καψαλώνα, στα Χανιά (…) κι έτσι τον Σεπτέμβριο του 1930 ο Γιάννης έφυγε με το καράβι για την Κρήτη. (…) ήταν ένα κτίριο παλιού ελαιοτριβείου που το είχαν ψευτοδιαρρυθμίσει σε σανατόριο για απόρους». Στο Μητρώο Ασθενών Φθισιατρείου Χανίων ο ποιητής εγγράφεται με αύξοντα αριθμό 430, είσοδος 2/9/1930.

Η φυματίωση είχε απλωθεί στην Κρήτη, ωστόσο ως εκλογική περιφέρεια του Ελευθερίου Βενιζέλου είχαν γίνει ενέργειες για σανατόριο από το 1924, του οποίου τα έργα είχαν ξεκινήσει δίπλα στο μετόχι Σάμπουιθ, στον λόφο του Υδραγωγείου, μέσα στα πεύκα. Είμαστε στο 1930, το κτίριο είναι ημιτελές, όχι από έλλειψη χρημάτων αλλά από τις αντιδράσεις των κατοίκων! Ετσι οι φυματικοί κυρίως Κρητικοί αλλά και κάποιοι από την υπόλοιπη Ελλάδα «φιλοξενούνται» στην Καψαλώνα. Και εδώ είναι η Κόλαση.

Στις 17 Νοεμβρίου 1930 η εφημερίδα Χανίων «Εφεδρικός Αγών, Καθημερινή Λαϊκή Πολιτική Εφημερίς», ιδιοκτησίας Κων. Μαριδάκη, δημοσιεύει ένα μεγάλο γράμμα με τίτλο «Διαμαρτυρία Φυματικών Καψαλώνος», με περισσότερες από χίλιες λέξεις.

Είναι η καταγγελία που έχει γραφτεί στην Καψαλώνα τη 14η Νοεμβρίου 1930 και οι περιγραφές της θα σοκάρουν τόσο πολύ την κοινωνία -οι ψηφοφόροι των Χανίων είχαν ψηφίσει σχεδόν μονοκούκι τον Βενιζέλο στις εκλογές του 1928- ώστε αμέσως επιτροπή θα επισκεφτεί την Καψαλώνα.

Το κείμενο σπάει κόκαλα, οι περιγραφές είναι εφιαλτικές, δεν υπάρχει ήλιος, παράθυρα-τρύπες, υγρασία, σαθρό πάτωμα, ποντίκια και γάτες λιμασμένες σε νυχτερινές επιδρομές, όταν «(…) βρέχη είμαστε αναγκασμένοι να σηκωνόμαστε την νύχτα με όλο το κρύο και να μεταφέρουμε τα κρεββάτια μας από την μια άκρη στην άλλη για να μην μουσκέψουμε… και μένομεν άυπνοι όλην την νύκτα μαζεμένοι σε μια γωνιά του διαδρόμου με ανοιχτές τις ομβρέλλες σαν κουρέλια που τα πέταξε το κάρρο της Δημαρχίας».

Η επιτροπή θα διαπιστώσει την πραγματικότητα («Ευχαριστήριος επιστολή φυματικών προς την εφημερίδα “Εφεδρικός Αγών”», 21/11/1930) και σε ελάχιστες ημέρες θα μεταφερθούν στο προάστιο Χανίων Αγιος Ιωάννης που βιαστικά αρχίζει να λειτουργεί ως σανατόριο για «απόρους», στο κτίριο που από το ’24 χτιζόταν και τελειωμό δεν είχε. («Ευχαριστήριον φυματικών Αγ. Ιωάννου», με 19 «υπογραφαί» «Εφεδρικός Αγών», 15 /12/1930).

«Στην Καψαλώνα ένιωσα για πρώτη φορά τον εαυτό μου σαν τον εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου» θα πει ο Ρίτσος στη Λούλα. Γιατί ο συγγραφέας της καταγγελίας, που φέρει κάπου δεκατέσσερις υπογραφές, ήταν ο ίδιος. Ο μελετητής του, Ζεράρ Πιερά, γράφει: «Είναι είκοσι ενός χρόνων κι αυτή είναι η πρώτη πράξη του με δημόσιες επιπτώσεις».

Δεκαετία του ’80, Γ. Ρίτσος, Νανά Καλλιανέση (αριστερά στη φωτ.), Χρύσα Προκοπάκη (δεξιά στη φωτ.), Αντώνης Πετρουλάκης, επίσκεψη στο Σανατόριο Χανίων (από ανάρτηση της Μάρως Δούκα στο facebook)

Και αν οι συνθήκες στην αρχή μοιάζουν καλύτερες, το σανατόριο είναι για τους έχοντες χαρτί Πρόνοιας και όχι –φευ– αστούς.

Από τον Ιανουάριο του 1931 ο Γιάννης Ρίτσος γράφει στην εφημερίδα «Παρατηρητής», ιδιοκτησίας οικογένειας Μπακλαντζή, στη στήλη «Στερνοί Αντίλαλοι», πρώτη σελίδα, «Από το ημερολόγιο ενός φθισικού», πρώτη δημοσίευση 4 Ιανουαρίου ’31, ημερομηνία γραφής, 30/12/1930. Στην ίδια στήλη, στη βενιζελικών απόψεων εφημερίδα, γράφει πια το ημερολόγιό του με υπογραφή Ι.Ρ. και πάντα στο τέλος την τοποθεσία «Φθισιατρείο Αγίου Ιωάννου» (δεκαετίες αργότερα, στον πευκώνα του, οι σχολικές εκδρομές της εφηβείας μας).

Από τις 4/1/1931 μέχρι στις 5/9/1931 (αρχείο εφημερίδων Βιβλιοθήκης της Βουλής και βιβλίο Κ. Ανδρειωμένου) δημοσιεύει δεκαοχτώ κείμενα -ημερολογιακές καταγραφές, εκτενείς, συνήθως τρίστηλο, ίδια στήλη, πρώτη σελίδα.

Αυτά είναι και τα πρώτα πεζά του. Μία παρατήρηση ίσως αξίζει τον κόπο: οι εικόνες, οι λέξεις, η περιγραφή του ανθρώπινου πόνου, της μοναξιάς και της νοσταλγίας, αλλά και οι γνώσεις του νέου άνδρα -επικαλείται και «συνομιλεί» στα κείμενά του με τον Βάρναλη, τον Καρυωτάκη, την Πολυδούρη, τον Μποντλέρ, τον Οσκαρ Γουάιλντ-, όλα συντείνουν πως ο Ρίτσος στα είκοσι δύο του έχει κάνει όλες τις επιλογές του. Δύο αποσπάσματα που η σύμπτωση των ημερών σχεδόν συγκινεί.

«Η αποκριάτικη νύχτα θα με βρει μπρος στον καθρέφτη με το λευκό ντόμινο του πιερότου να ονειρεύομαι κάτι… και θα μου μιλήσει με μια φωνή γεμάτη θλιμμένη γλύκα και συγκρατημένη προτροπή: “Χλωμέ πιερότε, γιατί μένεις λυπημένος; Ποια νοσταλγία τυλίγει την ψυχή σου; Θυμήσου άλλοτε με πόση λαχτάρα καρτερούσες τις μέρες αυτές. Θυμήσου τις εύθυμες νότες του γέλιου σου. Γιατί σιωπάς; Γιατί;

Ακόμη δεν πέρασε η νιότη σου. Ακόμη η ομορφιά σου δεν έσβησε. Γιατί χαμογελάς τόσο πικραμένα; Βάλε λίγο ακόμη καρμίνι στα χλωμά χείλη σου και θ’ ανάψει ξανά η φλόγα της νιότης σου. Λίγο ακόμη ρουζ στη μαραμένη μορφή σου και θα ξανανθίσουν τα ρόδα της ζωής. Ωραία! Χλωμέ πιερότε, απόψε ο στεναγμός σου δεν πρέπει ν’ ακουστεί σαν παραφωνία μες στη συναυλία της χαράς. Πρέπει να γελάσεις, να ξεχάσεις, να χαρείς. RIDI PALIATSO” (…), 13/2/1931, Φθισιατρείον Αγιος Ιωάννης. Ι.Ρ.» Είναι προφανώς Απόκριες του 1931.

«Είμαι σαν σε μια φυλακή. Είμαι ο αθώος κατάδικος που θεληματικά φυλάκισα τον εαυτό μου. Προτίμησα τη φυλακή της απόλυτης μοναξιάς απ’ τη φυλακή της επικοινωνίας μετ’ ευτελείς ανθρώπους που μας υποχρεώνουν να ’μαστε ό,τι δεν είμαστε. Τώρα τουλάχιστον μπορώ να ’μαι εγώ ο ίδιος χωρίς προσωπίδα (…) Είμαι βέβαιος πως δεν με καταλαβαίνετε καθόλου.

Ολοι οι άνθρωποι δεν είναι προετοιμασμένοι να ζουν το ίδιο και να νιώθουν τα ίδια. Η αντίληψή σας δεν ξεπερνά τα σύνορά σας κι η διαίσθησή σας δεν είναι πολύ ελαστική. Δε με νιώθετε κι όμως σας μιλάω», «Παρατηρητής», φ. 8/3/1931. Ακριβώς ενενήντα χρόνια πριν και ο ποιητής είναι μόλις είκοσι δύο χρόνων.

*Πεζογράφος. Τελευταίο της βιβλίο, 2020 «Ουρανός από στάχτη» εκδ. Ποταμός.

Πηγές

● Βιβλιοθήκη Βουλής, εφημερίδες Χανίων «Εφεδρικός Αγών» και «Παρατηρητής»
● Ζεράρ Πιερά, «Γιάννης Ρίτσος, Η μακριά πορεία ενός ποιητή», Κέδρος, 1978
● Λούλα Ρίτσου – Γλέζου, «Τα παιδικά χρόνια του αδελφού μου Γιάννη Ρίτσου», Κέδρος, 1981
● Γ. Ανδρειωμένος, «Γιάννης Ρίτσος, Πρώιμα ποιήματα και πεζά», Κέδρος, 2018
● Θ´ Κρητολογικό Συνέδριο, Ι. Ραμουτσάκη, «Από το ημερολόγιο ενός φθισικού»
● Ι΄ Κρητολογικό Συνέδριο, Στ. Αλιγιζάκη, «Φθισιατρείο Χανίων 1924-1940»

Πηγή: Εφημερίδα Συντακτών

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί