Σύλλογος Ερευνητών και Εργαζομένων στην Έρευνα Ηρακλείου: Προβλήματα με τους νέους κανόνες έκδοσης βεβαιώσεων μετακίνησης

Oι νέοι κανόνες έκδοσης βεβαιώσεων μετακίνησης έχουν δημιουργήσει προβλήματα στην εξέλιξη των σπουδών τους σε προπτυχιακούς φοιτητές, μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς που διενεργούν αυτό το διάστημα τις εργασίες τους ή την πρακτική τους άσκηση. Την Παρασκεύη 19/2 ο σύλλογος  Ερευνητών/Ερευνητριών και Εργαζομένων στην Έρευνα Ηρακλείου πραγματοποίησε τηλεδιάσκεψη μαζί τους, για τα προβλήματα αυτά και ζητούν την ίση αντιμετώπιση όπως όλους τους άλλους. Από αυτή την τηλεδιάσκεψη προέκυψε η ο σύλλογος εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:

Εν μέσω πανδημίας οι συνθήκες διαβίωσης και μετακίνησης έχουν αλλάξει, συμπεριλαμβανομένης και της μετακίνησης προς τον τόπο εργασίας. Έχουν ληφθεί αποφάσεις για τη σχολική, αλλά και την τριτοβάθμια εκπαίδευση (τηλεκπαίδευση) στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται διευκρινίσεις για τους φοιτητές (οποιασδήποτε βαθμίδας) Οι τελευταίοι, προκειμένου να τελειώσουν τις σπουδές τους, είναι απαραίτητη για αυτούς η φυσική τους παρουσία στο χώρο εργασίας, ζήτημα που πλήττει κυρίως τους ερευνητικούς τομείς στους οποίους διεξάγονται πειράματα και που η πρακτική εξάσκηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διδακτικής διαδικασίας. Τα ερευνητικά ιδρύματα (όπως πχ. το ΙΤΕ) αλλά και τα πανεπιστημιακά ερευνητικά εργαστήρια, στελεχώνονται ως επί το πλείστον από προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς φοιτητές, των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία εργάζεται είτε αμισθί, χωρίς να διαθέτει κάποια σύμβαση που να αποδεικνύει σχέση εργασίας και άρα να δικαιολογεί τη μετακίνησή τους, είτε με συμβάσεις-υποτροφίες που δε φαίνονται στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Ωστόσο, παράγουν το ίδιο έργο με κάθε άλλο εργαζόμενο (8ωρη καθημερινή απασχόληση).

         Πιο αναλυτικά, σχετικά με τα νέα μέτρα, από τις 15/02 ανακοινώθηκε η νέα υπουργική απόφαση σύμφωνα με την οποία δικαιούνται να μετακινούνται για εργασία όσοι έχουν σύμβαση που φαίνεται στο ΕΡΓΑΝΗ, και ο έλεγχος δύναται γίνεται μέσω του ΑΦΜ. Δεδομένου αυτού και με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η πλειοψηφία των φοιτητών (όλοι οι προπτυχιακοί που εκπονούν την πτυχιακή τους εργασία, οι περισσότεροι μεταπτυχιακοί και οι διδακτορικοί) αδυνατούν να μετακινηθούν στην εργασία τους με νόμιμο τρόπο. Προκύπτει έτσι διαχωρισμός των φοιτητών σε αυτούς που διαθέτουν την απαραίτητη σύμβαση (ορισμένου χρόνου) και σε αυτούς που δουλεύουν αμισθί ή με υποτροφίες, διαχωρισμός που είναι εντελώς αυθαίρετος, μιας και οι δύο κατηγορίες παράγουν ακριβώς το ίδιο έργο και έχουν ακριβώς την ίδια ανάγκη να παρευρίσκονται στο χώρο εργασίας. Φυσικά, για τους δεύτερους είναι περιττό να σημειωθεί ότι δεν αποτελεί επιλογή τους το ότι δεν έχουν σύμβαση. Μετά από αυτή την ανακοίνωση δε γνωρίζουμε μέχρι στιγμής αν υπήρξε κάποια αποτελεσματική κίνηση από τους αρμόδιους φορείς για τη νομική κάλυψη των φοιτητών. Αντίθετα, ανακοινώθηκε ότι όλοι όσοι βρίσκονται σε αυτή τη συνθήκη, μάλλον δε θα μπορούν να πηγαίνουν στα εργαστήρια, με ορισμένους ωστόσο επιστημονικούς υπεύθυνους να παροτρύνουν τη μετακίνηση για εργασία των συναδέλφων, με προσωπική τους ευθύνη. Η πλειονότητα των εργαστηριακών υπευθύνων δεν απέτρεψε τους φοιτητές από το να πηγαίνουν στο εργαστήριο, αλλά στράφηκε στο να βρει “αυτοσχέδιες λύσεις”, όπως οι ίδιοι τις αποκάλεσαν, με αποτέλεσμα να χορηγούνται βεβαιώσεις μετακίνησης χωρίς πραγματική ισχύ από τις γραμματείες των ιδρυμάτων. Οι βεβαιώσεις αυτές χορηγούνται εν γνώσει των διοικήσεων, και  τονίζεται ότι αν σε ενδεχόμενο έλεγχο επιβληθεί πρόστιμο, η ευθύνη βαραίνει το/τη φοιτητή/τρια και όχι τον υπεύθυνο ή το ίδρυμα που εξέδωσε τη βεβαίωση. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κοινή γραμμή μεταξύ των εργαστηρίων του ΙΤΕ και του πανεπιστημίου. Ο κάθε υπεύθυνος πράττει ανάλογα με την κρίση του, με αποτέλεσμα φοιτητές που συμμετέχουν στο ίδιο πρόγραμμα σπουδών να έχουν ο καθένας διαφορετικές ευκαιρίες. Έχουν ακουστεί προτάσεις του τύπου “ελάτε, ο έλεγχος δε θα είναι τόσο ενδελεχής ώστε να αποδειχθεί αν έχει ή όχι ισχύ η βεβαίωση”, “ανεβείτε και θα σας πληρώσω εγώ το πρόστιμο”, “ανεβείτε και αν υπάρξει πρόστιμο θα μοιραστούμε τα έξοδά του” – υπάρχουν και e-mail που αποδεικνύουν τους παραπάνω ισχυρισμούς. Θεωρούμε ότι είναι απαράδεκτο να παίρνονται τέτοιες αποφάσεις, είτε αυτές αφορούν τον αποκλεισμό των φοιτητών από τα εργαστήρια – χωρίς να υπάρχει κάποια δεύτερη σκέψη από τους ιθύνοντες για την οικονομική επιβάρυνση των φοιτητών, καθώς παρατείνονται επ’ αορίστου οι σπουδές τους – είτε για το ότι νίπτουν τας χείρας τους και μετακυλούν την ευθύνη στους φοιτητές. 

Το ότι δεν υπάρχει μια αναλυτική απόφαση που να επιτρέπει τη νόμιμη και ισότιμη μετακίνηση των φοιτητών προς το χώρο εργασίας τους, δεδομένης της πανδημίας, αλλά και οι χειρισμοί των υπευθύνων που περιγράφονται παραπάνω, έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται φοιτητές και εργαστήρια δύο ταχυτήτων: αφενός ο κάθε φοιτητής έχει άλλη ευκαιρία να ολοκληρώσει εγκαίρως τις σπουδές του ανάλογα με το εργαστήριο στο οποίο εργάζεται, παρ’ όλο που όλοι ανήκουν στο ίδιο πρόγραμμα σπουδών, αφετέρου  και τα εργαστήρια καταλήγουν να λειτουργούν με διαφορετικούς ρυθμούς, ανάλογα με τη γραμμή που επιλέγει να ακολουθήσει το καθένα. Επίσης, σε περίπτωση που κάποιος φοιτητής εξαναγκαστεί να παρατείνει τις σπουδές του δεν υπάρχει καμία εγγύηση χορήγησης κάποιου επιδόματος από την κυβέρνηση, όπως έγινε σε άλλους εργασιακούς κλάδους που αδυνατούν να εκτελέσουν την εργασία τους εξαιτίας των μέτρων που πάρθηκαν. Μέσω της “ατομικής ευθύνης”, η πίεση  μεταφέρεται στους φοιτητές και μάλιστα καλλιεργείται μεταξύ τους αθέμιτος ανταγωνισμός. Η επιλογή του να πάρει κάποιος το ρίσκο για να πάει στο χώρο εργασίας του (επιλογή στην οποία προχωρούν κάποιοι με προσωπική τους ευθύνη), καταλήγει να είναι μέσο εκδήλωσης ζήλου και ενδιαφέροντος για την εργασία τους. Οι προπτυχιακοί, μεταπτυχιακοί και υποψήφιοι διδάκτορες αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών των ερευνητικών εργαστηρίων, παράγουν έργο, έχουν όλες τις υποχρεώσεις των εργαζομένων αλλά όχι την αναγνώριση, τις απολαβές και τα δικαιώματά τους – κάτι το οποίο είναι ζήτημα που υπάρχει ανέκαθεν και ίσως με αφορμή τα όσα γίνονται θα έπρεπε να αναθεωρηθεί. 

Φυσικά, αναγνωρίζουμε πως βρισκόμαστε υπό ειδικές συνθήκες και θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας για εμάς τους ίδιους, αλλά και το κοινωνικό σύνολο (μάσκες, κυλιόμενο ωράριο προς αποφυγή συνωστισμού), όπως άλλωστε κάνουν όλοι οι εργαζόμενοι στους υπόλοιπους κλάδους.

Απαιτούμε οι αρμόδιοι φορείς (Πρόεδροι Ερευνητικών Κέντρων, Διευθυντές Ινστιτούτων, Υπεύθυνοι Εργαστηρίων, Πρυτάνεις, κυβέρνηση) να αναγνωρίσουν το έργο μας και να κάνουν όποιες ενέργειες είναι απαραίτητες ώστε να μπορούν όλοι να μετακινούνται (όσοι δεν μπορούν να δουλέψουν εξ αποστάσεως) νομίμως στη δουλειά τους, λαμβάνοντας υπόψιν φυσικά και τις συνθήκες της πανδημίας. Απαιτούμε οι αρμόδιοι φορείς να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί.

Ηράκλειο 22/2/2021

Το ΔΣ του ΣΕΕΕΗ

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί