ΣΥΡΙΖΑ: «Εργασιακή “ταφόπλακα” για τους πτυχιούχους προπονητές τα UEFA A και B»

Με πρωτοβουλία του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιάννη Ραγκούση, βουλευτή της Β΄ Πειραιά, 35 βουλευτές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέθεσαν ερώτηση προς την υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος του προπονητή ποδοσφαίρου. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά «να μπει ένα τέλος στην υποβάθμιση των πανεπιστημιακών πτυχίων των πτυχιούχων Φυσικής Αγωγής, δίνοντάς τους το δικαίωμα να ασκούν το επάγγελμα του προπονητή, χωρίς τις προϋποθέσεις που θέτει η ΕΠΟ», δηλαδή χωρίς να πρέπει οι απόφοιτοι των ΣΦΕΑΑ/ΤΕΦΑΑ να παρακολουθήσουν και να δώσουν εξετάσεις στις σχολές της ΕΠΟ (διπλώματα UEFA A, B) για να έχουν άδεια άσκησης του επαγγέλματος του προπονητή ποδοσφαίρου.

Eπιπρόσθετα, οι 35 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ρωτούν την υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, «αν θα εφαρμόσει την εθνική νομοθεσία, όπως επιτάσσει το σύνταγμα της χώρας, με βάση την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου, ως βασική γενική αρχή του δικαίου;».

«Κάθε προσπάθεια από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, εξομοίωσης του ακαδημαϊκού τίτλου των πτυχιούχων Φυσικής Αγωγής με πιστοποίηση uefa a ή b, είναι ακατανόητη και αναμφίβολα αποτελεί εργασιακή ταφόπλακα γι’ αυτούς. Η υποβάθμισή τους από τον ανώτερο προπονητικό τίτλο εντός της ελληνικής επικράτειας με άδεια κρατικής αρχής (ΓΓΑ), στο ερασιτεχνικό επίπεδο, παραδίδει στην ουσία τα κλειδιά στην ΕΠΟ σε ό,τι αφορά στις επαγγελματικές κατηγορίες και στα  συμβόλαια των επαγγελματιών του ποδοσφαίρου,» τονίζεται από την πλευρά των 35 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ.

«Πότε θα αποκατασταθεί το αυτονόητο δικαίωμα των πτυχιούχων Φυσικής Αγωγής (ΣΦΕΑΑ-ΤΕΦΑΑ) με ειδικότητα στην προπονητική ποδοσφαίρου να ασκούν απρόσκοπτα το επάγγελμα του προπονητή, χωρίς κατηγοριοποιήσεις;» αναφέρεται συγκεκριμένα στη σχετική ερώτηση των 35 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.

Αναλυτικά:

«Πότε θα αποκατασταθεί το αυτονόητο δικαίωμα των πτυχιούχων Φυσικής Αγωγής (ΣΦΕΑΑ-ΤΕΦΑΑ) με ειδικότητα στην προπονητική ποδοσφαίρου να ασκούν απρόσκοπτα το επάγγελμα του προπονητή, χωρίς κατηγοριοποιήσεις;

Για πολλά χρόνια οι πτυχιούχοι της Φυσικής Αγωγής (ΣΦΕΑΑ/ΤΕΦΑΑ) των Σχολών της  Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, με ειδικότητα στην προπονητική ποδοσφαίρου, δεν επιτρέπεται να ασκούν το επάγγελμα του προπονητή από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (ΕΠΟ), αν δεν έχουν παρακολουθήσει τα σχετικά σεμινάρια της ΕΠΟ και δεν έχουν πιστοποιηθεί ως προπονητές UEFA.

Η πρακτική αυτή που ακολουθείται δε σταμάτησε ακόμη κι όταν νομοθετήθηκε με ξεκάθαρο τρόπο με το Ν 4376/2016 ότι: “Πέραν της αδειοδότησης από το κράτος, η άσκηση του επαγγέλματος του προπονητή δεν υπόκειται στην έγκριση ή άλλου ισοδύναμου αποτελέσματος περιορισμό άλλου φορέα”. Αποδεικνύεται, έτσι, ότι η ΕΠΟ λειτουργεί ως  “κράτος εν κράτει”, αδιαφορώντας για τις προβλέψεις του συντάγματος και των νόμων της χώρας.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η διαιώνιση της υποβάθμισης των πανεπιστημιακών πτυχίων των πτυχιούχων τετραετών σπουδών από τις σχολές ΣΦΕΑΑ/ΤΕΦΑΑ με ειδικότητα στην προπονητική του ποδοσφαίρου και η εξάρτησή τους από εβδομαδιαία σεμινάρια της ΕΠΟ επί πληρωμή. Παρά το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό και Εθνικό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων, με το 219/2006 Προεδρικό Διάταγμα, απαιτεί παιδαγωγική επάρκεια για τις αθλητικές σχολές/ακαδημίες, καθώς και τις οδηγίες του ΟΗΕ και τον Διεθνή Χάρτη Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού της UNESCO, σχετικά με τη διαπαιδαγώγηση και τα δικαιώματα των παιδιών στον αθλητισμό, η ΕΠΟ συνεχίζει να απαιτεί την παρακολούθηση αυτών των αμφιβόλου ποιότητας εβδομαδιαίων σεμιναρίων  προπονητικής.

Συνακόλουθα, η UEFA, γνωρίζοντας τις επιπτώσεις παραβίασης ευρωπαϊκών και εθνικών κανόνων δικαίου, πρότεινε το UEFA B για τους αποφοίτους ΣΕΦΑΑ/ΤΕΦΑΑ με ειδικότητα ποδόσφαιρο, φρόντισε όμως, ξεκαθαρίζοντας τη θέση της δια της επίσημης οδού, στην προπονητική σύμβαση του 2020 (UEFA coaching convention 2020) με συγκεκριμένη αναφορά στο άρθρο 3 αυτής, να ορίσει ότι η παρούσα σύμβαση: «δεν θίγει το δικαίωμα του συμβαλλόμενου μέρους -στην προκείμενη περίπτωση, της ΕΠΟ- να αποδεχτεί οποιαδήποτε Εθνικά προσόντα ή ισοδύναμα προσόντα αναγνωρισμένα βάσει της εθνικής ή ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τους σκοπούς των αγώνων που πραγματοποιούνται στην επικράτεια ή άλλων δραστηριοτήτων προπόνησης στην επικράτειά του.»

Παρόλα αυτά, μέχρι σήμερα δεν έχουν αρθεί από την κυβέρνηση τα εμπόδια στην κατεύθυνση της απρόσκοπτης άσκησης του επαγγέλματος του προπονητή στους πτυχιούχους ΣΦΕΑΑ/ΤΕΦΑΑ, παραβιάζοντας την αρχή της “ελεύθερης πρόσβασης στην αγορά εργασίας” σε πτυχιούχους ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Στερεί, έτσι, την απασχόληση από τους πλέον εξειδικευμένους επιστήµονες,  της άσκησης, δηλαδή,  του επαγγέλματος του προπονητή, αφού είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κι έχουν άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, όπως προβλέπεται.  Είναι άραγε κι αυτή η πρακτική ενταγμένη στο πλαίσιο της «αριστείας» που επικαλείται η κυβέρνηση, με πρόσφατο παράδειγμα την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των κολλεγίων και η εξίσωσή τους με απόφοιτους των πολυτεχνικών και των οικονομικών σχολών των ΑΕΙ;

Κάθε προσπάθεια από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, εξομοίωσης του ακαδημαϊκού τίτλου των πτυχιούχων Φυσικής Αγωγής με πιστοποίηση UEFA A ή B, είναι ακατανόητη και αναμφίβολα αποτελεί εργασιακή “ταφόπλακα” γι’ αυτούς. Η υποβάθμισή τους από τον ανώτερο προπονητικό τίτλο εντός της ελληνικής επικράτειας με άδεια κρατικής αρχής (ΓΓΑ), στο ερασιτεχνικό επίπεδο, παραδίδει στην ουσία τα κλειδιά στην ΕΠΟ σε ό,τι αφορά στις επαγγελματικές κατηγορίες και στα συμβόλαια των επαγγελματιών του ποδοσφαίρου.

Με βάση τα παραπάνω, ερωτάται η κα Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού:

1.      Προτίθεται να βάλει ένα τέλος στην υποβάθμιση των πανεπιστημιακών πτυχίων των πτυχιούχων Φυσικής Αγωγής, δίνοντάς τους το δικαίωμα να ασκούν το επάγγελμα του προπονητή, χωρίς τις προϋποθέσεις που θέτει η ΕΠΟ;

2.      Θα εφαρμόσει την εθνική νομοθεσία, όπως επιτάσσει το σύνταγμα της χώρας, με βάση την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου, ως βασική γενική αρχή του δικαίου;

Οι ερωτώντες Βουλευτές: Ραγκούσης Γιάννης, Αβραμάκης Ελευθέριος, Αγαθοπούλου Ειρήνη, Αλεξιάδης Τρύφωνας, Αναγνωστοπούλου Αθανασία (Σία), Αραχωβίτης Σταύρος, Βαρδάκης Σωκράτης, Βέττα Καλλιόπη, Βίτσας Δημήτρης, Δρίτσας Θεόδωρος , Ηγουμενίδης Νίκος, Κάτσης Μάριος, Καφαντάρη Χαρούλα (Χαρά), Μαμουλάκης Χαράλαμπος (Χάρης), Μάρκου Κωνσταντίνος, Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος, Μπάρκας Κωνσταντίνος, Μωραΐτης Αθανάσιος (Θάνος), Νοτοπούλου Κατερίνα, Ξανθόπουλος Θεόφιλος, Ξενογιαννακοπούλου Μαριλίζα, Παπανάτσιου Κατερίνα, Παππάς Νίκος, Πέρκα Θεοπίστη (Πέτη), Πούλου Παναγιού (Γιώτα), Σκουρολιάκος Παναγιώτης (Πάνος), Σκούφα Ελισσάβετ (Μπέττυ), Τριανταφυλλίδης Αλέξανδρος, Φάμελλος Σωκράτης, Φίλης Νίκος, Φωτίου Θεανώ, Χαρίτου Δημήτριος (Τάκης), Χατζηγιαννάκης Μιλτιάδης, Χρηστίδου Ραλλία, Ψυχογιός Γεώργιος».

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί