Η τραγωδία του Λόρδου Τζωρτζ

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Η Έστερ αυτοκτόνησε. Αυτό συνέβη σε ένα γερμανικό βιβλίο που δεν το έχω διαβάσει. Διάβασα γι’ αυτό μια λογοτεχνική κριτική στα ελληνικά και σκέφτηκα ότι θα μου άρεσε να το διαβάσω, γιατί είναι λίγα τα μυθιστορήματα της αστυνομικής γερμανικής λογοτεχνίας που κάνουν διεθνή καριέρα χωρίς μάλιστα να «επεξεργάζονται» το ίδιο θέμα, το παρελθόν, το ναζισμό. Στην αρχή σκέφτηκα ότι έχω ήδη μια στίβα βιβλίων που θέλω να διαβάσω και μια λίστα με άλλα τόσα που θέλω να αγοράσω γι’ αυτό θα προτιμούσα αντί να αγοράσω την ελληνική μετάφραση, να παραγγείλω καλύτερα το πρωτότυπο. Έχει και η μετάφραση τη χάρη της, ακόμα και μια μέτρια ή κακή μετάφραση είναι τόσο χαριτωμένη όσο ένας ξένος που κάνει λάθη μιλώντας ελληνικά, αλλά αν μπορεί κανείς να διαβάσει το πρωτότυπο θα ξέρει τι φταίει αν τελικά το βιβλίο δεν του άρεσε ή τον επηρέασε αρνητικά. 

Μέχρι να παραγγείλω το βιβλίο, αποφάσισα να γράψω μόνη μου την ιστορία της Έστερ, γιατί και σε μας εδώ στην Ελλάδα υπάρχει βία «μέσα» (στην οικογένεια) και «έξω» (στην κοινωνία). Δεν νομίζω η κανονική ιστορία της Έστερ να έχει κάτι διαφορετικό να μας πει από αυτά που ξέρουμε ήδη. Οι γιατροί νομίζω πως είναι πολύ διπλωμάτες και δεν μας τα λένε όλα. Όταν ένας έφηβος έχει πρόβλημα και φτάσει στο σημείο να αυτοκτονήσει, να μπλέξει με τα ναρκωτικά ή αν αποκτήσει μόνιμη ψυχική αναπηρία, δεν γίνεται να φταίει πάντα «η κοινωνία». Οι γονείς έχουν μερίδιο ευθύνης. Το φταίξιμο της κοινωνίας ως τώρα έγκειτο στο ότι θεωρούσε το διαζύγιο ταμπού και ότι οι μητέρες δεν μπορούσαν να ζήσουν αξιοπρεπώς μετά το διαζύγιο και γι’ αυτό επέλεγαν να μένουν σε μια προβληματική κατάσταση για οικονομικούς λόγους, για να μη βρεθούν ευάλωτες από οικονομική άποψη.

Η Έστερ ήταν 15 χρονων, μαθήτρια λυκείου στη δεκαετία του 1990. Ήταν καλή μαθήτρια, επιμελής και δεν δημιουργούσε ποτέ προβλήματα στο σχολείο ή στο σπίτι. Ήταν όμορφη, λίγο τροφαντή, με μακριά ξανθά μαλλιά και μεγάλα πράσινα μάτια. Αυτή η ιδιαίτερη ομορφιά οφειλόταν στη γερμανίδα μητέρα της. Ο πατέρας της είχε πάει να σπουδάσει στη Γερμανία και μετά βρήκε δουλειά και έμεινε εκεί. Τι, να γυρνούσε στην Ελλάδα να μην έχει στον ήλιο μοίρα, να είναι ζητιάνος, να μην μπορεί να βοηθήσει ούτε τους γονείς του; Δεν γινόταν. Είναι φορές που δεν έχεις και πολλές επιλογές και ο πατέρας της Έστερ ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια, δεν ήταν ούτε από τους δεύτερους του χωριού, ήταν από τους τρίτους… Μια μέρα μπήκε σε ένα κατάστημα καλλυντικών και να αγοράσει κάποια είδη ξυρίσματος. Ήταν ένα μικρό κατάστημα στο κέντρο της πόλης και η πωλήτρια του τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον. Ήταν ψηλή, λεπτή, με μακριά ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια. Ήταν περιποιημένη, ντυμένη όμορφα με μίντι φούστα, πουκάμισο με φιόγκο και ζακετάκι με κουμπιά. Όταν του μίλησε διαπίστωσε ότι ήταν πολύ γλυκιά, τρυφερή και ευγενική, «καλό κορίτσι». Ντόρις ήταν το όνομά της και από την πρώτη στιγμή του άρεσε πολύ. Άρχισε να πηγαίνει ξανά και ξανά στο μαγαζί, αγόρασε μέχρι και τσιμπιδάκια μαλλιών που τα έστειλε στις… αδερφές του. Σιγά σιγά δημιούργησε μια μικρή συλλογή με ανδρικές κολώνιες, ενώ άλλες τις έστειλε στις αδερφές του και στους γονείς του. 

Στην αρχή η Ντόρις δεν είχε καταλάβει για ποιο λόγο πήγαινε και ξαναπήγαινε στο μαγαζί ο Γιώργης, αυτή τη δουλειά της έκανε και στο καθήκον της ήταν πολύ προσηλωμένη, όποιο και αν ήταν αυτό κάθε φορά. Δεν είχε κάνει και πολλές δουλειές πρίν, ήταν μόλις είκοσι χρονών και ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχε βρει δουλειά σε ένα ωραίο περιβάλλον. Ήταν και αυτή από χωριό, οι γονείς της ήταν αγρότες, αλλά είχε έρθει στην πόλη για μια διαφορετική ζωή. Με τον καιρό ο Γιώργης και η Ντόρις άρχισαν να βγαίνουν και μια μέρα της έκανε πρόταση γάμου με ένα δαχτυλίδι αρκετά ακριβό για ένα «γκασταρμπάιτερ», αν και ο συγκεκριμένος είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και δούλευε προσωρινά μόνο ως εργάτης, γρήγορα τον περίμενε μια σπουδαία καριέρα ως μηχανικός. Η νεαρή Ντόρις ήταν πολύ ευτυχισμένη και λάτρευε τον Έλληνά της, που ήταν μελαχρινός, με σγουρά μαύρα μαλλιά και πιο κοντός από εκείνη. Αυτή ήταν η όμορφη και αυτός ήταν ο έξυπνος, κάπως έτσι ήταν οι ισορροπίες του ζευγαριού. Αυτή η τρυφερή, η ευαίσθητη, αυτός ο αυστηρός, ο φιλόδοξος. Δεν είχε καταλάβει η αγαθή Ντόρις ότι ο Γιώργης ήταν ένας άνθρωπος εγωιστής, ισχυρογνώμων, αυταρχικός. Αυτό είναι και το πλεονέκτημα όταν τα ζευγάρια μιλάνε άλλη μητρική γλώσσα, αργεί να καταλάβει ο ένας τον αληθινό χαρακτήρα του άλλου και αυτό καμιά φορά είναι καλό, καμιά φορά είναι καταστροφή. Παντρεύτηκαν κρυφά, χωρίς ούτε να ρωτήσουν τους γονείς της και έφυγαν για την Ελλάδα, όπου η Ντόρις εγκαταστάθηκε με τα πεθερικά της και ο Γιώργης λίγο καιρό μετά επέστρεψε στην Ευρώπη, έχοντας ήδη εξασφαλίσει μια καλή θέση σε μια εταιρία. Ταξίδευε σε πολλές χώρες και όταν είχε χρόνο επέστρεφε στα Χανιά, για να επισκεφτεί τη γυναίκα του, τους γονείς του και την κόρη που απέκτησαν εντωμεταξύ, την Έστερ.

Όλα πήγαιναν καλά, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο Γιώργης. Δεν το θεωρούσε και κακό να κάνει και μερικές νέες γνωριμίες όσο καιρό έλειπε μακριά από τη γυναίκα του. Η Ντόρις αυτό το ένιωθε, το διαισθανόταν και ένιωθε να ασφυκτιά, καθώς την καταπίεζε και η πεθερά της, ειδικά όταν ο άντρας της έλειπε. Και με τους γονείς της να είχε μείνει την ίδια καταπίεση θα είχε,  οπότε δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Ήταν και οι δικοί της γονείς αυστηροί, δεν της επέτρεπαν να κυκλοφορεί μόνη της στο χωριό και ένας Θεός ξέρει πως δέχτηκαν να πάει στην πόλη να δουλέψει τότε, μάλλον ένιωθαν τύψεις που ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να της προσφέρουν τίποτα, γι’ αυτό της επέτρεψαν να δουλέψει στην Κολωνία. Όχι όμως και να παντρευτεί τον Έλληνα, αυτό δεν θα το δέχονταν και ούτε που τόλμησε να τους ρωτήσει. Η πεθερά ήταν προστατευτική μαζί της με ένα τρόπο που την έκανε να νιώθει ανίκανη, έστω και αν δεν είχε κακή πρόθεση. Την είχε πάρει υπό την προστασία της. Ήθελε να τη συμβουλεύει για όλα, ακόμα και τις παραμικρές τετριμμένες λεπτομέρειες. Η Ντόρις είχε μάθει από τη μαμά της να είναι πολύ οικονόμα. Όταν έφτιαχνε κέικ, σκούπιζε με το δάχτυλο το εσωτερικό του αβγού για να μη χάσει και το λίγο ασπράδι. Όταν το έβλεπε αυτό η πεθερά της σχολίαζε, ήμασταν παλιά φτωχοί, αλλά τώρα έχουμε λεφτά, να ΄ναι καλά ο γιός μου. Δεν φτάνει που δεν θέλεις να πάμε ούτε μια βόλτα στην αγορά να αγοράσεις καινούρια ρούχα, παπούτσια, μια τσάντα, καθαρίζεις και το εσωτερικό του αβγού σαν τσιγκούνα! Τι να τα κάνει τα ρούχα αφού οι μόνες της έξοδοι ήταν σε σπίτια συγγενών, πολλών συγγενών, που έρχονταν και στο δικό τους σπίτι συχνά πυκνά. Και έπειτα η ίδια δεν ήταν οικονόμα μόνο παλιά που ήταν φτωχή, ήταν οικονόμα εκ πεποιθήσεως, έτσι είχε μάθει και δεν θα άλλαζε ποτέ. Έ όχι και να επενδύσει όλο της το βιος στην γκαρνταρόμπα της σαν ανόητη!

Η Έστερ μεγάλωνε σαν η μαμά της να μην υπήρχε. Είχε γίνει αόρατη. Ελληνικά δεν έμαθε ποτέ, ήξερε ελάχιστα ίσα ίσα για να συννενοείται με την πεθερά της. Η Έστερ ούτε γερμανικά δεν έμαθε, αφού στην Ντόρις είχε επιβληθεί η σιωπή, δεν είχε γνώμη, δεν της έπεφτε λόγος μέσα σε εκείνο το σπίτι. Αυτό ήταν ο υπερπροστατευτισμός, η πλήρης ακύρωση της προσωπικότητάς της. Η επιβολή της ανυπαρξία που σιγά σιγά άρχισε να τη θεωρεί ως κανονικότητα, ως κάτι το φυσιολογικό. Δεν υπήρχε. Αν καμιά φορά η Έστερ έκανε κάποια αταξία και προσπαθούσε να τη μαλώσει, η πεθερά αμέσως έπαιρνε θέση. Να κοιτάς τον εαυτό σου. Αν είσαι εσύ σωστή θα μάθει και το παιδί. Πώς μπορούσε να είναι τόσο μοχθηρή; Γενικά δεν της επέτρεπε να έχει συμμετοχή στην ανατροφή του παιδιού και όταν ερχόταν ο Γιώργης δεν έβλεπε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι η μητέρα του είχε γίνει και μητέρα της Έστερ, ενώ η Ντόρις είχε πέσει σε ένα είδος μόνιμης μελαγχολίας, όχι τόσο για τη σχέση με τον άντρα της που είχε πάρει την κατηφόρα, όσο για το γεγονός ότι της είχαν στερήσει το παιδί της μέσα στο ίδιο το σπίτι. Η σχέση ανάμεσα στο ζευγάρι πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Η μόνη πια σχέση μεταξύ τους ήταν ότι αυτός έστελνε χρήματα, τα οποία τα διαχειριζόταν φυσικά η μητέρα του, όχι ότι δεν ήταν γενναιόδωρη, μα η Ντόρις θα ήθελε να είχε λίγη ανεξαρτησία. Ενθουσιάστηκε ότι βρήκε τον πρίγκιπά της και δέχτηκε να μείνει στο σπίτι και να εξαρτάται οικονομικά από εκείνον. Δεν υπολόγισε ότι αυτό που τον έφερε κοντά της μια μέρα θα έσβηνε και αν αυτή θα κινδύνευε να βρεθεί στο δρόμο χωρίς να έχει τίποτα.

Τα χρόνια περνούσαν και η Ντόρις έκανε υπομονή, δεν είχε πού να πάει και έτσι ανεχόταν την όλη κατάσταση. Τελικά έπεισε το Γιώργη να της επιτρέψει να δουλέψει ως ρεσεψιονίστ σε ένα καλό ξενοδοχείο που ήταν ανοιχτό όλο το χρόνο. Τα ελληνικά της είχαν πια βελτιωθεί και τότε δεν υπήρχαν πολλοί ντόπιοι που να τα μιλάνε τα γερμανικά. Δέχτηκε μόνο και μόνο γιατί ένιωθε τύψεις που την είχε οδηγήσει σε μαρασμό, ήθελε να της δώσει μια ευκαιρία να ανθίσει ξανά και ας είχαν αλλάξει τα συναισθήματα του για εκείνη και εκείνης για αυτόν. Δεν τη μισούσε, ήταν πάντα τόσο υπομονετική, τόσο ευγενική, δεν εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της, δεν γκρίνιαζε για την κατάστασή. Η όψη της μιλούσε από μόνη της. Μόλις μάζεψε μερικά χρήματα από τη δουλειά της και μόλις η αυτοπεποίθησή της άρχισε να αναπτερώνεται, αποφάσισε ότι αρκετά ως εδώ. Das ist genug (αρκετά)! Θα επέστρεφε στην πατρίδα της, στους γονείς της, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να τη δεχτούν. Την Έστερ, που ήταν ήδη μαθήτρια γυμνασίου, θα την άφηνε εκεί. Θα την εγκατέλειπε, δεν υπήρχε άλλη λύση. Κάποια δουλειά θα έβρισκε για να κερδίζει τα προς το ζην. Μόνο αυτό την απασχολούσε, να σώσει τον εαυτό της. Ένστικτο αυτοσυντήρησης; Αν δεν έφευγε θα είχε αυτοκτονήσει.

Έτσι μια μέρα η Ντόρις εξαφανίστηκε. Ο άντρας της, τα πεθερικά και η κόρη της ανησυχούσαν, περίμεναν, αλλά ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα τηλεφώνημα. Οι γερμανοί παππούδες, θυμωμένοι με όλα αυτά, αρνούνταν κάθε επικοινωνία. Έτσι και αλλιώς δεν είχαν ποτέ επαφές με τους κρητικούς συμπεθέρους τους. Το ξέρανε αυτοί ότι κάπως έτσι θα κατέληγε το πράγμα. Μετανάστες… Τι να περιμένεις… Ένα καλοκαίρι η Έστερ γνώρισε στην παραλία ένα νεαρό Βρετανό που τον έλεγαν Ντέηβιντ και της έδειξε αμέσως το ενδιαφέρον του. Αυτή ενθουσιάστηκε, γιατί στο σχολείο δεν της έδινε κανείς σημασία. Κανείς δεν πρόσεχε τα πανέμορφα πράσινα μάτια της και τα μακριά πλούσια ξανθά μαλλιά της και όταν ο Ντέηβιντ άρχισε να της κάνει κομπλιμέντα έπεσε σαν σάπιο φρούτο. Της είχε λείψει και η αγάπη. Η μητέρα της είχε εξαφανιστεί και είχαν σταματήσει να την αναζητούν, αλλά έτσι και αλλιώς ήταν ανύπαρκτη όσο ήταν μαζί της, ο πατέρας της όλο έλειπε για δουλειές και η γιαγιά φρόντιζε να μην της λείψει τίποτα, αλλά είχε μια ψυχρότητα, ένα θυμό που δεν τον συνειδητοποιούσε καν. Τελικά ο Ντέηβιντ ήταν παλιόπαιδο. Είχε βρει δουλειά σε ένα μπαρ για να μπορέσει να μείνει όλο το καλοκαίρι. Θα έμενε όσο κρατούσε το ελληνικό καλοκαίρι, ίσως και μέχρι τον Οκτώβριο. Η καημένη η Έστερ σύχναζε στο μπαρ για να είναι κοντά με τον, υποτίθεται, αγαπημένο της, ο οποίος της έδινε αλκοόλ και μετά τη μοιραζόταν με «φίλους» του. Έτσι πέρασαν δύο μήνες και κάποια στιγμή η μικρή άρχισε να αντιδρά. Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς εδώ στην Κρήτη, της έλεγε ο άγγλος αλήτης, εμείς στην Αγγλία έτσι το ΄χουμε, έτσι είναι το φυσιολογικό. Θα κάνεις ό,τι θέλει ο φίλος σου και με όποιους θέλει ο φίλος σου! Στην αρχή αυτή το πίστευε, είχε κανένα λόγο να μην το  πιστέψει; Φαίνεται πως εκεί στην Αγγλία είναι πιο προχωρημένοι οι άνθρωποι, εδώ είμαστε πολύ πίσω, δίκιο έχει. Όμως μετά από λίγο καιρό άρχισε να νιώθει άρρωστη, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. 

Αρκετά, ως εδώ! Δεν θέλω πια καμία σχέση μαζί σου και αν με ξαναενοχλήσεις θα τα πω όλα στους δικούς μου. Ο Ντέηβιντ, το ελεεινό υποκείμενο, άρχισε να γελάει με ένα σατανικό γέλιο. Και μετά είπε «ποιους δικούς σου, το μπαμπά σου το χωριάτη ή τη γιαγιά σου την τρελόγρια!»… « Ή μήπως την μάνα σου που δεν ξέρεις ούτε τι δουλειά κάνει;». «Τι θα μου κάνουν»! Άντε να χαθείς. Go jump in the lake! (να πας να πνιγείς) Ακόμα και οι βρισιές της ήταν ευγενικές και όμως αυτός θύμωσε. Της έδωσε μια σπρωξιά και βρέθηκε στο έδαφος με το πρόσωπο γεμάτο αίματα. Ο θρασύδειλος νεαρός μόλις την είδε φοβήθηκε ότι θα έχει μπλεξίματα και αποφάσισε να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο με ένα μηχανάκι. Την παράτησε στο προαύλιο του νοσοκομείου, το οποίο ήταν στο κέντρο της πόλης. Οι γιατροί φρόντισαν το τραύμα της, το οποίο δεν ήταν υπερβολικά σοβαρό και έδειχνε χειρότερο από όσο ήταν εξαιτίας του πρηξίματος. Τι έπαθες; Σε δείρανε; Ρώτησε μια γυναίκα γιατρός. Όχι, όχι, έπεσα. Η  γιατρός δεν επέμεινε. Ήθελε να καλέσει την αστυνομία, αλλά αφού το κορίτσι δεν θέλει γιατί να μπούμε στον κόπο. Φαίνεται αυτή πως το είχε από δικού της το πρόβλημα, σκέφτηκε η γιατρός, φαίνεται να έχει «ψυχολογικά προβλήματα», άρα ήταν λογικό να μπλέξει σε άσχημες καταστάσεις. Λοιπόν μην ανησυχείς, σε λίγες μέρες θα είσαι μια χαρά, μπορείς να πας στο σπίτι σου. 

Δεν πάω πουθενά, σκέφτηκε η Έστερ. Το να εξηγήσω στη γιαγιά και στο μπαμπά τι έγινε είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω. Θα θυμώσουν, θα με τιμωρήσουν, δεν πρόκειται να με καταλάβουν. Ποτέ δεν με κατάλαβαν, ποτέ δεν προσπάθησαν να με καταλάβουν. Ήταν τόσο απασχολημένοι με τα δικά τους θέματα, εμένα ήξεραν μόνο να με μαλώνουν και να με μετατρέπουν από θύμα σε θύτη, να λένε ότι είμαι κακή κοπέλα και τυραννάω αυτούς που με αγαπάνε και θέλουν το καλό μου. Τους μόνους που με αγαπάνε και θέλουν το καλό μου. Ενώ άλλα κορίτσια είναι καλά, σωστά, έξυπνα. Αρνητική κριτική διαρκώς, μέχρι να πιστέψω και εγώ η ίδια ότι είμαι ανίκανη. Είναι ένα σκοτεινό σημείο της ανθρώπινης φύσης η βία, είναι η άρρωστη ηδονή που προκαλεί η καταρράκωση του θύματος, η απώλεια της εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Τώρα καταλαβαίνω γιατί έφυγε. Στη θέση της το ίδιο θα είχα κάνει. Θα μείνω εδώ μέχρι να αποφασίσω πού θα πάω και τι θα κάνω. Στο διάδρομο υπήρχαν μερικά ράντζα. Βρήκε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα στα ράντζα. Όταν ήρθε το φαγητό ζήτησε από την τραπεζοκόμο να δώσει και σε εκείνη μια σούπα και της την έδωσε χωρίς να ρωτήσει τίποτα. Είχε αρχίσει να πεινάει πολύ, γιατί όλη μέρα δεν είχε φάει τίποτα. 

Έπεσε το σκοτάδι, οι ώρες περνούσαν και η Έστερ καθόταν εκεί στην καρέκλα και σκεφτόταν. Η τρικυμία του μυαλού της κάποια στιγμή κόπασε. Ξαστεριά. Είχε πάρει την απόφασή της. Γύρω όλοι κοιμούνταν, ασθενείς και συνοδοί. Ανέβηκε αθόρυβα τη σκάλα μέχρι την ταράτσα. Ένιωθε σαν μεθυσμένη χωρίς να έχει πιει. Είχε μεθύσει με την προοπτική της επικείμενης λύτρωσης και δεν φοβόταν, δεν ένιωθε τίποτα. Βρέθηκε στο δρόμο σε μια λίμνη αίματος. Όλοι κοιμούνταν, όμως στο απέναντι παράθυρο κάποιος υπέφερε από αϋπνίες και βγήκε αμέσως στο δρόμο. Αλίμονο. Την αναγνώρισε. Στη μικρή κοινωνία της πόλης όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Αμέσως κάλεσαν τον παππού της. Αλίμονο, θα μαζευτούν δημοσιογράφοι, θα γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών, ήταν η πρώτη του σκέψη. Η Έστερ δεν τα κατάφερε. Έσβησε στο νοσοκομείο λίγες μέρες αργότερα. Οι δικοί της δεν έμαθαν ποτέ τι είχε γίνει, ήθελαν να πιστεύουν πως ήταν έγκλημα, δεν ήθελαν να δεχτούν τη σκληρή πραγματικότητα, ένιωθαν όμως ενοχές, ήξεραν πως είχαν μερίδιο ευθύνης. Η Ντόρις έμαθε τα νέα πολλά χρόνια αργότερα και αφού είχε συνεχίσει τη ζωή της και είχε φτιάξει άλλη οικογένεια. Πήγε αμέσως στο παλιό αρωματοπωλείο που είχε μετατραπεί πια σε πολυτελές εμπορικό κέντρο, αγόρασε ένα μπουκάλι άρωμα The Tragedy of Lord George (= η τραγωδία του Λόρδου Τζωρτζ). Του το έστειλε μαζί με ένα σύντομο σημείωμα που έλεγε: «Αυτό είναι το άρωμα που σου ταιριάζει καλύτερα. Απέτυχες μεγαλοπρεπώς. Θέλει και η αποτυχία ταλέντο». Αυτοί οι δύο αφαίρεσαν τη ζωή της Έστερ. Αυτοί οι δύο που της την έδωσαν. Καμιά φορά όταν λέμε «φταίει η κοινωνία» καλό είναι να το εξειδικεύουμε. 

Αυτή ήταν η δική μου εκδοχή για την ιστορία της Έστερ. Μια ανθρώπινη ιστορία και όχι αστυνομική. Δεν χρειάζεται κανείς αστυνομικός, κανείς ντετέκτιβ για να βρει ποιος φταίει για τις αυτοκτονίες. Όλοι ξέρουμε.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί