Το θρίλερ τελείωσε

Αναδρομή από το ’80 μέχρι σήμερα

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Μέτρησα τα χρόνια ανάμεσα στο 1980 και το 2020 και μου βγήκαν για μια στιγμή είκοσι… Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα αμέσως μετά, έκανα λάθος τον υπολογισμό. Όσο απίστευτο και αν φαίνεται, από τότε μέχρι τώρα πέρασαν σαράντα ολόκληρα χρόνια. Πάρα πολλά για την ιστορία ενός ανθρώπου, αλλά και για την ιστορία της Ελλάδας, δηλαδή του νέου ελληνικού κράτους που ιδρύθηκε επίσημα το 1830. Κάπου διάβασα ένα άρθρο εναντίον των 1980s (δεκαετία του ‘80) που έλεγε ότι το μόνο που αξίζει στη δεκαετία αυτή είναι ότι τότε ήταν τα νιάτα μας και κατά τα άλλα τα 80s ήταν «λίγα», μαζί με τους πρωταγωνιστές τους σε κάθε τομέα, όπως ο Μάικλ Τζάκσον και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ποια νιάτα; Για αυτούς που γεννήθηκαν στο μεταίχμιο των δεκαετικών του ’70 και του ΄80, η δεκαετία του ’80 ήταν η παιδική τους ηλικία και σε αυτούς ανήκω και εγώ. Τότε δεν με ενδιέφεραν καθόλου τα πολιτικά και επίσης από τα χρόνια πριν πάω στο δημοτικό θυμάμαι ελάχιστα πρόσωπα και γεγονότα.

Οπωσδήποτε αυτοί που ήταν τότε έφηβοι ή νεαροί ενήλικες, θα θυμούνται πολύ περισσότερα και θα έχουν καλύτερη άποψη για εκείνη τη δεκαετία. Θα ήθελα όμως να προειδοποιήσω τους νεότερους, ότι δεν θα αργήσει η στιγμή που θα αρχίσουν να νιώθουν σαν ένα… ζωντανό καμμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου, ακόμα και αυτού του κόσμου. Προσωπικά ένιωσα κάπως έτσι, όταν δίδαξα σε μικρούς μαθητές μου την ιστορία του Τείχους του Βερολίνου. Ζούσα τότε, έστω και αν ήμουν παιδί, ένα παιδί που δεν ήξερε να παίζει με τίποτα άλλο εκτός από παιδικά βιβλία και παιδικά περιοδικά και που είχε ελάχιστους φίλους. Στην πραγματικότητα οι μόνες παιδικές μου φίλες ήταν η μικρότερη αδερφή μου και η συνομήλικη ξαδέρφη μου, αυτές ήταν οι σύντροφοί μου στο παιχνίδι με την προϋπόθεση να είμαι εγώ η αρχηγός (δεν το δέχονταν πάντα και τότε το παιχνίδι χαλούσε).

Σαν μικρό κορίτσι μου άρεσαν οι κούκλες, αλλά με άλλη έννοια. Ο νονός μου, τον οποίο δεν συνάντησα ποτέ, ήταν πολιτευτής και πάντα μου έστελνε τα Χριστούγεννα δώρο κούκλες. Τα πρώτα χρόνια, τις άνοιγα για να εξερευνήσω το μηχανισμό τους και να τις καταστρέψω αργά ή γρήγορα. Αργότερα έστελνε άλλες κούκλες τύπου μπάρμπι και μπιμπιμπό. Μου άρεσε να αγοράζω επιπλέον φορεσιές για αυτές και να τις κάνω συλλογή. Μια φορά μου είχε δώσει ο παππούς χρήματα και αγόρασα με αυτά φορεσιές. Η πιο αγαπημένη μου από όλες ήταν μία βραδινή, σαν στολή πριγκίπισσας, με κόκκινο σατέν ύφασμα και χρυσά τούλια. Αυτή δεν την έδινα σε καμία ούτε για λίγο και δεν την αντάλλαζα, ό,τι και αν μου έδιναν. Όταν μου έκαναν δώρο ένα κουτί με ελβετικές ξυλομπογιές που γίνονταν και νερομπογιές κατά την επαφή με νερό, άρχισα να ζωγραφίζω «μοντέλα» με φορεσιές που έβγαζα από τη φαντασία μου, είχα σχεδιάσει πάρα πολλά, μια ολόκληρη συλλογή από μπλοκ ζωγραφικής που δεν ξέρω τι απέγιναν. Κάποια στιγμή σταμάτησα να ζωγραφίζω «μοντέλα» και δεν ξαναζωγράφισα ποτέ.
Για τις κούκλες μου δεν αισθάνθηκα ποτέ κάποιο… μητρικό ένστικτο. Όμως μια φορά, κάποια άλλα Χριστούγεννα, είδα στη βιτρίνα ενός καταστήματος παιχνιδιών ένα μωρό κούκλα με κούνια μεταλλική χρυσή, μαξιλάρι, στρώμα και σεντόνια. Ενθουσιάστηκα, την ήθελα πολύ, αλλά η μαμά είπε όχι γιατί ήταν υπερβολικά ακριβή. Το είπα όμως μετά στον μπαμπά και αυτός δεν μου χάλασε χατήρι. Αφού την απέκτησα, μετά την άφησα σε μια γωνιά σαν τρόπαιο, δεν της έδειξα αρκετή στοργή. Την ίδια αντιμετώπιση επεφύλαξα και όταν ήρθε η μικρότερη αδερφή μου λίγα χρόνια μετά, όταν εγώ τελείωνα το δημοτικό. Δεν μου άρεσε το μωρό (κάποιοι έλεγαν ότι ζήλευα), ενώ ενθουσιάστηκα όταν άρχισε να μιλάει και από τότε φρόντιζα πάντα να περνάω χρόνο μαζί της και να βγαίνουμε για σινεμά ή για βόλτα στο Ηράκλειο. Μια άλλη κούκλα που την ήθελα πάρα πολύ και την είχα δει σε ένα κατάλογο παραγγελιών ήταν «η φολκλορική Σόνια». Επειδή επέμενα πάρα πολύ, μου την παράγγειλαν τελικά. Ήταν μια λευκή πορσελάνινη κούκλα ντυμένη με γαλάζιο και λευκό φόρεμα και είχε σκούρα ξανθά μαλλιά, δηλαδή ανοιχτά καστανά. Και αυτής η μοίρα ήταν να τη στολίσω σε μια γωνιά.

  • Θυμάσαι, μαμά, τότε που χάσατε την Καίτη;
  • Δεν τη χάσαμε, τη βρήκαμε. Στη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ, στην κοσμοπλημμύρα, χάθηκε η γριά και τη βρήκαμε μόνη της να κρατάει ένα σημαιάκι. Μόλις είδε τον συγχωριανό της, χάρηκε. Την πήραμε σπίτι, γιατί δεν είχαμε κινητό να ειδοποιήσουμε τους δικούς της. Πέρασε το βράδυ στο σπίτι μας, μας έλεγε ιστορίες, καλή γριά ήταν, φανατική με το ΠΑΣΟΚ. Ήταν 1985…
    Τις απόκριες γινόταν πάντα η γιορτή του σχολείου σε ένα γνωστό ξενοδοχείο της πόλης. Η μουσική αυτή μου αρέσει ακόμα. Και ειδικά ο Μιχάλης Ρακιντζής. Κατηγορούν τα ‘80s ότι ήταν κιτς, κακόγουστα, όμως αν είναι έτσι η κακογουστιά, είναι η πιο καλόγουστη κακογουστιά. Τότε μας άρεσε και ο Σάκης Ρουβάς, ήταν αναμφισβήτα ένας ποπ σταρ της εποχής και ας έλεγε ο θεολόγος στο σχολείο ότι τραγουδάει σαν ψάρι. Παγιέτες, λάμψη, μυτερά καουμπόικα μποτάκια που φορούσαν τα μεγαλύτερα ξαδέρφια μου και μοντέρνο κούρεμα, δεν ξέρω πως να το περιγράψω, όπως ήταν ο Άδωνης στα έργα του Σεφερλή. Η δεκαετία του ’90 που ακολούθησε, για μένα ήταν σαν να μην υπήρξε. Μοναδική εξαίρεση, τα δύο χρόνια που περάσαμε στα Χανιά λόγω μετάθεσης, που όμως εκεί βρήκα και μια καλή φίλη και πολύ καλούς καθηγητές και καλά ιδιωτικά φροντιστήρια ξένων γλωσσών.

Η φίλη μου, κόρη καθηγητών, ήταν «εθνικίστρια». Ήταν τότε που αυτού του είδους ο «εθνικισμός», δηλαδή το μίσος για κάθε αλλοδαπό, δεν ήταν της μόδας ακόμα. Είχαμε στην τάξη δυο παιδιά, από ξένες μητέρες. Καλά παιδιά, έλεγε η φίλη μου, αλλά δεν είναι γνήσιοι Έλληνες. Νομίζω δεν ήταν φανατική σε ακραίο βαθμό, απλά είχε επηρεαστεί από κάπου. Μια μέρα πήγαμε σε διαδήλωση για τη Μακεδονία και εμφανίστηκε τυλιγμένη με μια μεγάλη ελληνική σημαία. Άλλα παιδιά φώναζαν, ότι η Μακεδονία είναι ελληνική, πάρτε το Ηράκλειο. Δεν είχα νιώσει ιδιαίτερα ανεπιθύμητη, μόνο τα πειραχτήρια του σχολείου με κορόιδευαν για την προφορά του ν και του λ, αλλά και για τα γυαλιά μου. Για τα κιλά δεν πρόλαβαν, πριν πάμε στα Χανιά είχα μείνει η μισή, γιατί έβλεπα τα μοντέλα τύπου Κουλιανού, Μπαλατσινού, Μενεγάκη κτλ και νόμιζα ότι αν αδυνατίσω και μείνω πετσί και κόκαλο, θα ψηλώσω και 30 – 40 πόντους… Πράγμα που η λιμοκτονία όχι μόνο δεν ευνοούσε, αλλά αντίθετα εμπόδιζε και είμαι σίγουρος ότι αν δεν ήταν όλες αυτές θα ψήλωνα περισσότερο, γιατί οι γιαγιάδες μου ήταν και οι δύο πολύ ψηλές. Μια μέρα διακινούνταν μέσα στην τάξη ένα περιοδικό και ο καθηγητής θυμωμένος το κατήσχε. Ωραία πρότυπα δημιούργησαν στα νεαρά αγόρια της δευτέρας και της τρίτης γυμνασίου. Ότι δηλαδή δεν φτάνει να είσαι σκελετός, πρέπει να είσαι και δίμετρη. Περιττό να αναφέρω ότι εγώ και η φίλη μου δεν ήμασταν δημοφιλείς στα αγόρια, εκείνη παχουλή, εγώ πρόσφατα σκελετωμένη με μεγάλα γυαλιά μυωπίας με κοκκάλινο σκελετό, τα «φυτά» με τη φαινομενικά «αυστηρή» όψη που παρέμεινε όσα χρόνια και αν πέρασαν…

Τα χρόνια πέρασαν και χρόνια μετά βρέθηκα στην Κέρκυρα, να μένω μαζί με άλλους φοιτητές στο ξενοδοχείο Αρίων στον Ανεμόμυλο. Έρχονταν γράμματα από τη φίλη μου, τα οποία αυτή τη φορά έφεραν τον τίτλο «ποτέ μη λες ποτέ»… Είχε αγαπήσει έναν Τούρκο από την Κωνσταντινούπολη, είχε περάσει και αυτή στο πανεπιστήμιο και μάλιστα σε καλύτερη (περιζήτητη) σχολή από εμένα… Δεν ξέρω τι έγινε και ποια ήταν η συνέχεια της ιστορίας, γιατί στην πορεία χαθήκαμε. Οπωσδήποτε οι γονείς της, αν είχαν μάθει αυτά τα νέα, θα είχαν αντιδράσει πολύ πολύ άσχημα. Αντίθετα οι δικοί μου γονείς και συγκεκριμένα ο μπαμπάς, ήταν πιο ευέλικτοι. Ήθελε την κοινωνική άνοδο, αλλά δεν ήταν καθόλου ρατσιστής. Αυτό που δεν ήθελε όμως με τίποτα ήταν η κοινωνική «υποβάθμιση», με όποιον τρόπο και αν αυτή επερχόταν. Δυο χρόνια πριν είχα κατέβει στα λιοντάρια για ψώνια με τη μητέρα μου και τις αδερφές μου και κάθισα λίγο να ξεκουραστώ. Μόλις είχα αγοράσει ένα πράσινο φουλάρι με μαργαρίτες και το έβγαζα από τη σακούλα για να το δω… Τότε τράβηξα την προσοχή ενός νεαρού που καθόταν δίπλα μου, ήταν μεγαλύτερός μου αρκετά χρόνια, αλλά από τότε γίναμε φίλοι. Ερχόταν στο σπίτι και αποκαλούσε τον πατέρα μου «μπαμπά»…. Εντάξει, είπαμε, ήταν ανεκτικός, αλλά είχε και τα όρια του… Μετά μου έστελνε και αυτός γράμματα στην Κέρκυρα και αργότερα, φωτογραφίες από τα χιόνια, τα ποδήλατα και τα λουλούδια στην Ολλανδία, αλλά και άλλες φωτογραφίες, από το χωριό του στο ιρακινό Κουρδιστάν, σαν αετοφωλιές ήταν τα σπιτάκια τους μέσα στους βράχους και τα χιόνια… Σαντάμ Μεγάλο Δικτάτωρ, ήταν η γνώμη του.
Στα τελευταία χρόνια του λυκείου είχα αποφασίσει να κόψω τα μαλλιά μου πολύ κοντά και μια καθηγήτριά μου μου είπε πει να τα έχω πάντα έτσι…. Στη μόδα τότε εκείνο που λάτρευα ήταν τα μεγάλα φερμουάρ, σε φούστες και μπλούζες. Ζητούσα από το μπαμπά χρήματα και είχα δημιουργήσει μια συλλογή από μίνι και μάξι φούστες, κεντητά φολκλόρ γιλέκα και μετά στην Κέρκυρα, ήταν παράδεισος, είχε τόσο πολλές μικρές μπουτίκ με ανεπανάληπτα κομμάτια, πολλά τα έχω χαρίσει και τα φοράνε ακόμα. Βικτωριανές μπλούζες με πολλά κουμπάκια, τουίντ υφάσματα, ελαστικές διαφάνειες και εκείνα τα ασημένια ιταλικά κοσμήματα με μεγάλες ροκ καρδιές και αλυσίδες….

Φτάσαμε ήδη στο 2000.

Η ζωή κάνει κύκλους, η ευτυχία διαδέχεται τη δυστυχία, ανάλογα και με τη μοίρα αυτού του τόπου. Πολλοί «τα κονόμησαν», όμως τελικά για να ζεις με την ευημερία που ζούσαμε εμείς, παιδιά δημοσίων υπαλλήλων, δεν χρειάζονται υπερβολικά πολλά χρήματα. Αυτό σημαίνει ότι η ευημερία για όλους είναι κάτι το απόλυτα εφικτό και είναι μόνο ζήτημα πολιτικής βούλησης. Ζήσαμε λιτά, αλλά χωρίς να μας λείψει τίποτα και αυτό νομίζω είναι εφικτό. Μερικοί άπληστοι θέλουν να είναι όλα δικά τους, για να μπορούν μετά να υποδουλώνουν τους άλλους και να λένε μετά ότι τους κάνουν χάρη που ζουν και αναπνέουν. Μα τι λέω; Δεν είναι μόνο η ελίτ της εξουσίας και του χρήματος που έχει αυτή τη νοοτροπία. Η εκμετάλλευση και η υποδούλωση του άλλου είναι κάτι που το επιθυμούν και οι μεγάλοι και οι μεσαίοι και οι μικροί. Μόνο ο δίκαιος νόμος μπορεί να το εμποδίσει, ίσως και η πνευματική καλλιέργεια. Προς το τέλος της δεκαετίας του 2000 βρέθηκα στη Μύκονο, καλεσμένη μιας οικογένειας που είχα γνωρίσει τυχαία στην Κρήτη. Είχα την τύχη να γνωρίσω μια άλλη Μύκονο, οικογενειακή, φιλόξενη, ανθρώπινη. Ο άνεμος με έκανε ευτυχισμένη, καθώς περπατούσα στην ακροθαλασσιά και στο ταξίδι με το καράβι σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει ωραιότερη χώρα από την Ελλάδα. Όταν επέστρεψα, έλεγα στους δικούς μου, να προσέχετε πως μου φέρεστε. Από εκεί που έρχομαι, έχει ο καθένας δέκα «δούλους». Για πρώτη φορά έζησα ένα οικονομικό επίπεδο διαφορετικό από αυτό που γνώριζα…
Μια από εκείνες τις μέρες, ο γιος της οικογένειας, συνομήλικός μου, προσφέρθηκε να πάμε με το πανάκριβο αμάξι του να επισκεφθούμε τον πρώην «κολλητό» του. Πήγαμε στην επιχείρησή τους και εκεί ήταν ο φίλος του και γυναίκα του, είχαν παντρευτεί μόλις. Ήταν μια χαριτωμένη κοπέλα, αδύνατη και αμέσως μας ρώτησε αν θέλουμε ένα εσπρεσάκι από τη μηχανή που ήταν πάνω στο γραφείο. Δεν θυμάμαι πια το όνομά της, θυμάμαι μόνο ότι ήταν αδύνατη και χαριτωμένη, σαν σουσουράδα. Ενσάρκωσε το όνειρο. Δεν είχε ούτε καν ένα πρώτης τάξεως πτυχίο. Οι γονείς της δεν είχαν ούτε καν το οικονομικό επίπεδο των δημοσίων υπαλλήλων. Λένε ότι οι άντρες ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, ενώ οι γυναίκες υπολογίζουν. Σε κάθε περίπτωση φαινόταν πολύ τυχερή. Στη θέση της δεν θα εγκατέλειπα τη δουλειά μου, αλλά η συγκεκριμένη δεν ασκούσε έτσι κι αλλιώς κάποιο επάγγελμα, είχε πάρει απλά ένα πτυχίο, για να είναι καλύτερη νύφη. Όταν μου είπε ότι γνωρίζει καλά ιταλικά, τη ρώτησα αν θα την ενδιέφερε μια συνεργασία μαζί μου και είπε κοφτά, δεν έχω χρόνο. Όχι απλά κοφτά, το είπε επιθετικά, σχεδόν με αγένεια, είδα τη γλυκιά σουσουραδίτσα να μεταμορφώνεται στιγμιαία σε κακόφωνο κοράκι. Φύγαμε μετά και στο δρόμο της επιστροφής ο φίλος μου μου είπε το μεγάλο του παράπονο. Ο «κολλητός» του από τότε που παντρεύτηκε τον κρατά σε απόσταση. Η γυναίκα του δεν του επιτρέπει να κάνει παρέες όπως πριν… Αυτό είναι. Αυτή τα βρήκε όλα σε ένα! Έκανε πραγματικότητα το όνειρο δυο ολόκληρων γενιών! Και μετά έμαθα τι γνώμη είχε για μένα, μου τα είπε η αδερφή του, πολύ καλή κοπέλα… Ότι είμαι παχουλή και θα του άρεσα αν έχανα 20 κιλά τουλάχιστον. Ευτυχώς που δεν έγινα η “γυναίκα” ενός θαυμαστή μοντέλων που λυπόταν επειδή δεν ήταν αρκετά πλούσιος ή διάσημος, ώστε να αγοράσει επώνυμο μοντέλο και θα έπρεπε να αρκεστεί σε μια ανώνυμη λεπτή κοπέλα, όπως αυτή του φίλου του. Η νεαρή αλβανίδα, κόρη υπαλλήλου τους, ήταν πανέμορφη, σαν μοντέλο, του άρεσε πολύ, αλλά οι γονείς του θα προτιμούσαν να τον σκοτώσουν, να τον κλείσουν σε ίδρυμα, από το να του επιτρέψουν να γίνει η «γυναίκα» του. Αντίθετα εμένα με ενέκριναν, μέχρι και συμβουλές μου έδινε η μητέρα, πες του, όταν είστε μόνοι, μαζί σου νιώθω τόση ασφάλεια, μαζί σου ξεχνάω τη μοναξιά… Ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλάβει ότι πίσω από όλο αυτό βρισκόταν η μαμά του. Αυτός βέβαια μπορούσε να έχει όσα περιττά κιλά ήθελε, γιατί τα κορίτσια που ήταν το target group του (ομάδα – στόχος) όντως δεν ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, αλλά με τη δεύτερη και την τρίτη και αφού επεξεργαστούν τις σχετικές πληροφορίες και όλα τα σχετικά δεδομένα. Υπέφεραν και τα αγόρια, όπως και εμείς. Λίγο πολύ είχαμε σπουδές, ταξίδια, ανέσεις, αλλά δεν είχαμε ανεξαρτησία. Ακόμα και αν κερδίζαμε την οικονομική ανεξαρτησία δουλεύοντας, δεν είχαμε ελευθερία. Καλά, αν με ξαναδείτε να μου γράψετε…

Φτάσαμε στο 2010. Και τώρα μου συνέβη το αντίθετο.
Υπολογίζοντας νόμισα ότι από το ’10 μέχρι το ’20 είναι 20 χρόνια αντί για δέκα… Μου φάνηκαν αιώνες τα τελευταία δέκα χρόνια. Το να είσαι ασυμβίβαστος είναι κάτι που κοστίζει πολύ ακριβά. Στο λύκειο είχα αγοράσει ένα ζευγάρι πανάκριβα μποτάκια Dr Martins και φορώντας τα ένιωθα πολύ πανκ/ροκ. Άκουγα την ανάλογη μουσική, από Παπακωνσταντίνου μέχρι Σιδηρόπουλο και Νικόλα Άσιμο. Και ο Μίκυς Θεοδωράκης μου άρεσε, ειδικά το τραγούδι που έλεγε «είσαι πριγκίπισσα σωστή/κι η προίκα σου τα μάτια/η αρχοντιά δεν κατοικεί μες στα χρυσά παλάτια». Για μένα όλα αυτά δεν ήταν για «φιγούρα» ή για στιλ. Ήταν μια στάση ζωής, την οποία μπόρεσα να εφαρμόσω. Πιθανότατα αν είχα έρθει από το χωριό της Καίτης που βρήκαμε στη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ να είχα κάνει και μερικές εκπτώσεις παραπάνω… Η ευημερία των χρόνων εκείνων δημιούργησε ανθρώπους μορφωμένους που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα τις γνώσεις και τις εμπειρίες της υποτιθέμενης «ελίτ». Είμαστε μια γενιά που δύσκολα θα ανεχτεί για πολύ καιρό την ταπείνωση και τη φτώχεια. Με ό,τι δυνάμεις έχει ο καθένας, η σουσουράδα με τη χάρη της, εγώ με τις γνώσεις μου και τα ταλέντα μου, θα είμαστε οι μεσαίοι που θα διεκδικήσουν το ρόλο τους. Βλέπετε εγώ, η Σουσουράδα, ο Μυκονιάτης φίλος μου, η Χανιώτισσα φίλη μου, ο Κούρδος, ο Τούρκος, όσο και αν διαφέρουμε μεταξύ μας, ανήκουμε όλοι στον ίδιο λαό που έχει απέναντί του μόνο τη «λούμπεν αριστοκρατία».

Ήταν Πάσχα. Είχαμε πάει στον Άγιο Τίτο και καθόμασταν μέσα στην εκκλησία. Εκείνες τις μέρες διάβαζα το βιβλίο του Γ. Ξανθούλη Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων. Ήθελα πάρα πολύ να συνεχίσω το διάβασμα, δεν άντεχα, και έτσι όπως καθόμουν, σκέφτηκα ότι στο εξώφυλλο μοιάζει με σύνοψη ή κάτι τέτοιο, και το έβγαλα και διάβαζα όση ώρα ήμασταν εκεί… Οι δικοί μου με πήραν χαμπάρι, αλλά και τι να έκαναν. Όταν δεν μπορώ να ταξιδέψω με άλλο τρόπο, ταξιδεύω με ένα βιβλίο. Ακόμα το θυμάμαι εκείνο το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ τελειώνει το ταξίδι στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες μας. Το μέλλον θα είναι δικό μας. Τα ταξίδια μας δεν θα γίνονται μόνο μέσα από τα βιβλία και το ίντερνετ. Οι δουλείες μας θα είναι δικές μας, ή στο δημόσιο ή σε δικές μας μικρές επιχειρήσεις. Δεν θα εξαρτάται η δουλειά μας και η ζωή μας από το αν είμαστε νέες ή αδύνατες. Δεν θα εξαρτώμαστε από τις διαθέσεις του αφεντικού, γιατί θα μπορούμε να έχουμε τη δική μας μικρή ή μεσαία επιχείρηση ή μια καλή θέση στο δημόσιο αξιοκρατικά με γραπτές εξετάσεις και όχι με «τεστ προσωπικότητας» (βλέπε πιστοποιητικό φρονημάτων). Φοβάμαι. Φοβάμαι κάτι άλλο πιο πολύ. Φοβάμαι μήπως η λούμπεν ελίτ βρει τρόπο να μας πάρει και το υπόλοιπο μέλλον.

Είχαμε πάρει τη γιαγια από το Λασίθι, για να την πάμε στο γιατρό. Εκείνο το βράδυ, είδαμε στην τηλεόραση το θάνατο της Νταϊάνα σε τροχαίο ατύχημα στο Παρίσι. Τότε η γιαγιά, που νομίζαμε ότι δεν άκουγε, σχολίασε με θαυμασμό «είχε μεγάλες τιμές αυτή στη ζωή της…» Για να προσθέσει ψυχρά, «την πήρε το χώμα». Αυτό ξεχνάνε ορισμένοι, ότι όσα και αν συσσωρεύσουν δεν θα πάρουν μαζί τους τίποτα. Η γιαγιά ήταν αναλφάβητη, αλλά πολύ πιο σοφή. Επειδή όμως αυτοί δεν θα βάλουν μυαλό, εμείς θα τους δείξουμε ότι δεν πρόκειται να περιμένουμε την ελεημοσύνη τους και την «αγάπη» τους, όσο καλοί και φιλάνθρωποι και αν ισχυρίζονται ότι είναι… Ευχαριστούμε, ξέρουμε ότι έχετε καλές προθέσεις και θέλετε το καλό μας, αλλά εμείς δεν θέλουμε την «εκκαθάριση» των μικρομεσαίων και την κατασπάραξη από λύκους, τσακάλια, αρκούδες και κομψοντυμένες ύαινες, της «ιερής αγελάδας» του δημοσίου, που με τόσο πάθος ευαγγελίζεστε. Εδώ τελειώνει το θρίλερ των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών. Το μόνο που δεν έχουμε ζήσει ακόμα εμείς οι νέοι, είναι ο πόλεμος. Χρεοκοπία, πανδημία, δικτατορία, ζήσαμε και ζούμε. Μόνο πόλεμο κανονικό δεν έχουμε ζήσει ακόμα.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί