“Τι είμαστε εδώ; Ινδοί;”

Με τι μαγειρική ασχολήθηκα πρώτη φορά στα φοιτητικά μου χρόνια. Μέχρι τότε έτρωγα τα κακομαγειρεμένα φαγητά της μαμάς μου, η οποία το θεωρούσε επανάσταση να μην μελετήσει ποτέ μια συνταγή ή έστω να συμβουλευτεί μία πιο έμπειρη μαγείρισσα, όπως ήταν η γιαγιά μου. Κάθε Πρωτοχρονιά έφτιαχνε την ίδια πάντα βασιλόπιτα, ένα κακοψημένο κέικ που δεν είχε φουσκώσει καθόλου και μετά το έκοψε κομμάτια, τα έψηνε και μας φώναζε, παιδιά ελάτε, έφτιαξα παξιμαδάκια! Ο μπαμπάς είχε μάθει να τα τρώει αυτά τα παξιμαδάκια και όχι μόνο τα θεωρούσε φυσιολογικά αλλά του άρεσαν κιόλας.

Το πρόβλημα με τη μητέρα μου ήταν ότι δεν κατάφερε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, παρόλο που εκείνα τα χρόνια ήταν το πρώτο κορίτσι στο χωριό της που τελείωσε το σχολείο. Στη συνέχεια ήθελε να πάει Γερμανία να σπουδάσει δουλεύοντας, αλλά ο πατέρας της δεν το επέτρεψε. Διορίστηκε στο δημόσιο με εξετάσεις και όχι με μέσον όπως τόσοι άλλοι. Βοήθησε ίσως και το ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε και δεν ασχολήθηκε με πολιτικά θέματα. Είχε «καθαρό μητρώο φρονημάτων» γιατί πολύ απλά ήταν μια μαθήτρια που από μια αγροτική πολύτεκνη οικογένεια αποφάσισε χρόνια μετά την αποφοίτηση από το δημοτικό να φύγει από το χωριό για να σπουδάσει, φιλοξενούμενη σε σπίτια ευκατάστατων αστών συγγενών.

Τα χρόνια πέρασαν. Η μητέρα μου έκανε τα πάντα, έδωσε μάχες για να με στηρίξει να τελειώσω πανεπιστήμιο. Ακόμα και όταν δεν περνούσα τα μαθήματα και ο μπαμπάς ήθελε να με φέρει πίσω και να σταματήσει να πληρώνει το ενοίκιο του φοιτητικού μου σπιτιού και ένα σωρό άλλα έξοδα. Μου άρεσε και η μόδα, τα ψώνια, δεν του άφηνα χρήματα ούτε για καφέ…Η μαμά είχε βιώσει στη δουλειά της τη διαφορά του να έχει μια γυναίκα πτυχίο ή να μην έχει. Η ίδια όσο σκληρά και αν εργαζόταν, αντίθετα με όσα κατά καιρούς λέγονται για τους δημοσίους υπαλλήλους, δεν είχε καμία προοπτική εξέλιξης και προαγωγής, ενώ έβλεπε να φέρονται με περισσότερο σεβασμό και εκτίμηση σε γυναίκες συναδέλφους που είχαν πτυχίο. Έκανε τα πάντα για να πάρω το πτυχίο μου. Κάθε φορά που στο σχολείο δυσκολευόμουν, μου έβαζε καθηγητές για ιδιαίτερα. Αν δεν μου άρεσε η δασκάλα, μου άλλαζε σχολείο. Με πήγαινε σε 10 καθηγητές μέχρι να διαλέξω. Και όταν πια το πήρα, ήθελε πια μόνο ένα πράγμα από μένα. Δεν το είχε πει ποτέ ξεκάθαρα, όμως στην πορεία φάνηκε πως της χρωστούσα πολλά. Πολύ περισσότερα από όσα νόμιζα.

Στο επαγγελματικό μου ξεκίνημα η μητέρα μου ήταν εκεί, σαν βράχος, με στήριζε, έπειθε το μπαμπά να με χρηματοδοτεί, σαν τη μάνα του Καζαντζάκη, ήταν σαν ήλιος που δεν τον έβλεπες αλλά σε ζέσταινε. Αθόρυβα, διακριτικά, χωρίς λόγια και χωρίς εκδηλώσεις στοργής, αγάπης και τρυφερότητας. Το σύνθημά της ήταν όχι λόγια, έργα…Ο έπαινος για αυτήν ήταν κάτι απαγορευμένο. Ποτέ δεν μου είπε μπράβο, ούτε μία φορά, ούτε σαν μαθήτρια, σαν φοιτήτρια ή στη συνέχεια που είχα επιτυχία σαν επαγγελματίας σε ένα δύσκολο κλάδο.

Τα χρόνια περνούσαν, ο μπαμπάς μας άφησε στα πενήντα του, τα αδέρφια μου ήταν σε άλλες πόλεις, μείναμε μόνες. Ώσπου μια μέρα, είδα τον Α. Ήταν νέος και αστραφτερός, από την πρώτη στιγή αποφάσισα ότι αυτός ήταν ο άντρας των ονείρων μου και το μόνο που με απασχολούσε ήταν να διαπιστώσω μήπως ήταν ήδη δεσμευμένος…Μακάρι να μην ήταν. Μόνο που ο Α. δεν ήταν Κρητικός, δεν ήταν Έλληνας, ήταν ένας Ασιάτης μετανάστης. Οικονομικός μετανάστης, ναι, από αυτούς με τα σιντί. Σε λίγο καιρό αποφάσισα να τον γνωρίσω στη μητέρα μου, η οποία σχεδόν είχε χαρεί…Έστρωσε το μεγάλο τραπέζι του σαλονιού, που ήταν αντίκα από μία «παλιά αστή» θεία της, με ένα γαλαζοπράσινο βαμβακερό τραπεζομάντηλο made in India που το είχαμε αγοράσει παλιότερα από γνωστό πολυκατάστημα. Τον συμπάθησε αμέσως μόλις τον είδε και αποφάσισε να τον εξετάσει, για να δει τι ξέρει. Του έβαλε να κάνει μαθηματικές πράξεις, κυρίως διαίρεση, και να γράψει ένα μικρό κείμενο στη γλώσσα του. Σωστός στην αριθμητική, ωραίος γραφικός χαρακτήρας, πέρασε τις εξετάσεις. Της μητέρας μου της αρέσουν οι ξένοι, τους βρίσκει ενδιαφέροντες. Μέχρι και στη Γερμανία με συνόδεψε, όταν σπούδαζα και έμεινε μαζί μου πάρα πολύ καιρό. Μια μέρα σε μια μικρή πλατεία, την είδα να παρατηρεί ένα αγοράκι με ενδιαφέρον και τελικά το ρώτησε, με τα λίγα γερμανικά που της είχα μάθει, από που είσαι. Το παιδάκι απάντησε περήφανο „türkisch“… Ήτανε σίγουρη… Αυτό που δεν είχε υπολογίσει η μητέρα μου ήταν ότι ο Α. δεν ήταν απλά ένας φίλος από αυτούς που κατά καιρούς της είχα γνωρίσει…Δεν φανταζόταν ότι είχε έρθει για να μείνει, καθώς πριν από ένα περίπου εξάμηνο είχα φέρει και ένα φίλο από το… Περού. Τότε ήταν που ο αδερφός μου δεν κρατήθηκε και σχολίασε «μόνο εξωγήινο δεν μας έχεις φέρει ακόμα».

Τα χρόνια πέρασαν και αφού περάσαμε τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, το θυμωμένο Ποσειδώνα, τη Σκύλα, τη Χάρυβδη, τις Σειρήνες και τη μάγισσα Κίρκη, ο Α. είναι ακόμα εδώ και είναι πια αποδεκτός και αγαπητός από όλους. Τελικά ήταν εντάξει παιδί, διαπίστωσαν ότι τελικά ήταν καλός γαμπρός. Εγώ λοιπόν, που άρχισα να μαγειρεύω στα φοιτητικό μου διαμέρισμα μακαρόνια με κιμά, ομελέτες και σούπες με κύβο λαχανικών, στο μεταξύ έχω γίνει μία foodie που λένε. Μου αρέσει να διαβάζω συνταγές, τεχνικές, υλικά, κάποια φίλη με προέτρεψε να ασχοληθώ με την κουζίνα επαγγελματικά! Όχι. Η πραγματική μου αγάπη είναι άλλη, όχι η κουζίνα. Είναι η γλώσσα, ο λόγος, τα κείμενα. Μου αρέσει όμως να μαγειρεύω για την οικογένεια και με κάθε αφορμή κάνουμε μια μικρή γιορτή στης μητέρας μου. Διαμαρτύρονται καμιά φορά για το «γαστρονομικό ιμπεριαλισμό» που τους επιβάλλω. Παράξενο, γιατί τα εξωτικά πιάτα τα τρώνε ευχαρίστως!

Είχα γιορτή και είχα αποφασίσει να ετοιμάσω ινδικό μενού! Θα περιλάμβανε τα εξής:
Για ορεκτικά, πατατοκροκέτες Aloo tikki, πιτάκια samosas με γέμιση λαχανικών (πατάτα, καρότο, αρακάς, κρεμμύδι). Κυρίως πιάτο, butter chicken (βουτυράτο κοτόπουλο) με ρύζι μπασμάτι, ράιτα (ινδικό τζατζίκι), σαλάτα λαχανικών με σπόρους μουστάρδας, για ποτό κοκτέηλ χωρίς αλκοόλ με χυμό ροδιού και μηλόξιδο και για επιδόρπιο burfi, ινδικό γλυκό με γάλα και σκόνη αμυγδάλου. Είχα προμηθευτεί όλα τα υλικά και την παραμονή  για τυπικούς λόγους το έδειξα στη μαμά για έγκριση. Και προς μεγάλη μου έκπληξη, αντέδραση με ασυγκράτητη οργή. Τι είναι αυτά; Τι είμαστε εδώ, Ινδοί; Και εγώ που νόμιζα ότι αυτά τα είχαμε ξεπεράσει, τι συνέβη τώρα που όλα είναι τόσο καλά; Συνέβη ότι όταν βλέπουμε κάθε μέρα Βελόπουλο, έστω έτσι, για πλάκα, επειδή είναι γραφικός, όλο και κάτι μένει…Και συνέχισε ότι τα γενέθλια είναι για παιδιά. Σωστό. Για να είμαι παιδί θα έπρεπε να ισχύουν κάποιοι άλλοι όροι. Εντάξει μαμά. Δεν θα κάνω πάρτυ. Μπορείς να κρατήσεις τα πράγματα να μαγειρέψεις εσύ όπως θέλεις. Τα λέμε. Νομίζω αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα για μένα, για να πάψω να νομίζω ότι είμαι παιδί. Ο φασισμός και ο ρατσισμός δεν ξεριζώνονται, μια μικρή ριζούλα θα μένει πάντα, ακόμα και μέσα στην ίδια μας την καρδιά. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.

Ε

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί