Καλοκαιρινό παραμύθι

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Ήταν ένα ήσυχο βράδυ. Όλα φαίνονταν όμορφα και ακίνδυνα. Η πλατεία ήταν γεμάτη από παιδιά που έπαιζαν, παιδιά κάθε ηλικίας και εθνικότητας. Παρέες μικρών παιδιών έπαιζαν μπάλα, άλλα έκαναν ποδήλατο, παρέες παιδιών εφηβικής ηλικίας συζητούσαν, γελούσαν και άκουγαν μουσική. Δεν ξέρω ποιος από αυτούς που ανέλαβαν την ανάπλαση της πλατείας είχε την ιδέα για το καθισματάκι ελατήριο, όμως ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές. Πάντα κάποιο μικρό η μεγαλύτερο παιδί κουνίοταν ασταμάτητα πάνω στο καθισματάκι ελατήριο. Κατά τα άλλα δεν υπήρχαν άλλα παιχνίδια παιδικής χαράς. Στα παγκάκια κάθονταν οι γονείς των παιδιών και άλλοι ενήλικες, που αναζητούσαν λίγη δροσιά στο ζεστό καλοκαιρινό βράδυ. 

Στην πλατεία υπήρχε ένα καφενείο γεμάτο άντρες που έτρωγαν μεζέδες, έπιναν ρακές, συζητούσαν μεγαλόφωνα, διασκέδαζαν. Στο ραδιόφωνο ακούγονταν τραγούδια του Μητροπάνου, ενώ ο καφετζής καθόταν μαζί με τις παρέες και διασκέδαζε μαζί τους. Το ελληνικό καλοκαίρι ήταν όπως πάντα υπέροχο. Το καλοκαίρι είναι Ελλάδα και η Ελλάδα είναι καλοκαίρι. Ένα μπακάλικο ήταν ανοιχτό και όλο και κάποιο παιδί έμπαινε για να πάρει παγωτό, κρουασάν ή γαριδάκια που τα μοιραζόταν με τους υπόλοιπους. Φαίνεται σαν να τους είχε ανοίξει η όρεξη, σαν να πεινούσαν πολύ. Ήταν ένα τόσο γλυκό βράδυ, γλυκό σαν τη ζωή. Δέντρα με ιβίσκους γεμάτα με κόκκινα άνθη που με θράσος καμάρωναν για τη φρεσκάδα και το χρώμα τους, γιασεμιά και άλλα λουλούδια πλαισίωναν το χώρο και του έδιναν μια παραδεισένια διάσταση. Το καλοκαίρι ο κόσμος επιστρέφει στον παράδεισο, πριν οι πρωτόπλαστοι να φάνε το απογορευμένο μήλο. Είναι όμως δυνατόν, απλά και μόνο επειδή είναι καλοκαίρι, να εξαφανιστεί από τη γη η φτώχεια, ο πόλεμος, ο θάνατος; Είναι ψευδαίσθηση. Είναι χαρά Θεού, όμως όπως μας έμαθαν στο σχολείο, δεν  φταίει ο Θεός για το κακό που υπάρχει στον κόσμο.

Κάθισα σε ένα παγκάκι. Ήταν εκεί και ο Χασάν. Ένα λεπτό παιδί, κοντός, καστανός, με ένα πρόσωπο τόσο αθώο που έμοιαζε με παιδί του δημοτικού. Έμενε στη γειτονιά και είχε ένα μαγαζάκι με αραβικά προϊόντα. Μου άρεσε πολύ να πηγαίνω εκεί και να αγοράζω αραβικές πίτες, χαρίσα, χουρμάδες, μπισκότα με χουρμά, κους κους, ταχίνι, μπαχαρικά και πολλά άλλα. Ήταν παράξενος. Είχε μια καλά μεταμφιεσμένη θλίψη, φαίνεται πως ο πόλεμος στη Συρία του μαύριζε την καρδιά, παρόλο που αυτός ζούσε χρόνια στην Ελλάδα. Στο παγκακι καθόταν και μια γυναίκα με την εγγονούλα της. Η μικρή έπαιζε με το ποδηλατάκι της, ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρονών. Πιάσαμε την κουβέντα με τη γιαγιά, γίναμε μια παρέα, έβγαλα από την τσάντα μου ένα μπισκοτάκι  γεμιστό με χουρμά που το είχα πάρει από το μαγαζί του Χασάν και της το έδωσα. Η μικρή το πήρε ευχαρίστως, σαν να ήταν μια από τις αγαπημένες της λιχουδιές. Μια γιαγιά, ένα εγγονάκι, ο Χασάν, ο περισσότερος κόσμος είχε φύγει πια και στο καφενείο είχαν μείνει ελάχιστοι.

«Για σένα μόνο…». Ακουγόταν από το ραδιόφωνο η φωνή του Μητροπάνου. «Αν δεν με παίρνεις αγκαλιά, εγώ κρυώνω, για σένα μένω στη ζωή, για σένα μόνο…». Η γιαγιά σηκώθηκε και πήρε τη μικρή να φύγουν. Η πλατεία είχε μείνει πια σχεδόν άδεια. Στο καφενείο ακόμα έπιναν. Έκανε ζέστη. Η αλήθεια είναι πως ένα τέτοιο βράδυ ήταν σχεδόν αδύνατον να κρυώνει κάποιος. Καληνύχτα. Μετά από λίγο, εμφανίστηκε στη σχεδόν άδεια πλατεία μια νεαρή γυναίκα, γύρω στα είκοσι. Φορούσε μαντήλα, αλλά μιλούσε στο κινητό ελληνικά. Ήταν μια κοπέλα λεπτή, μελαχρινή. Κάποιον έψαχνε. Ο Χασάν δεν μπορούσε να κρατηθεί, μου ζήτησε να τη ρωτήσω αν ψάχνει κάτι, για να πιάσουμε την κουβέντα. Και τότε αυτή ήρθε και κάθισε μαζί μας στο παγκάκι. Έψαχνε την κόρη της και την πεθερά της. Μα που πήγαν, νόμιζε πως θα τις έβρισκε εκεί. Σε λίγο ήρθαν. Ήταν η κυρία με την εγγονούλα της που ήταν πριν λίγο εκεί. Η ιστορία τους ήταν απίστευτη. Ο γιος της κυρίας γνώρισε τη νεαρή μουσουλμάνα μέσω ίντερνετ. Ήταν από την Τυνησία. Πήγε για διακοπές στην πατρίδα της για να τη γνωρίσει από κοντά. Αποφάσισε να την παντρευτεί και να τη φέρει στην Ελλάδα. Ήταν τόσο νέα και όμως είχε ήδη μια κόρη. Ήταν και η ίδια σχεδόν παιδί. Ο Χασάν και η όμορφη νεαρή άρχισαν να μιλάνε στα αραβικά, να γελάνε, σαν να δραπετευσαν με ένα μαγικό χαλί στους ουρανούς και στα παζάρια της Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Εμείς οι άλλοι σαν να μην υπήρχαμε πια, μας αγνοούσαν μέσα στην ξαφνική ευδαιμονία που τους παρέσυρε. Πρέπει να φύγουμε, σκέφτηκα. Αν συνεχιστεί αυτό λίγη ώρα ακόμα, η γριά θα αρχίσει να παρεξηγεί. Η Ζακία, αυτό ήταν το όνομά της, κουνούσε με το πόδι της το ποδηλατάκι της μικρής, σχεδόν νευρικά. 

Πόσων χρονών είσαι Ζακία; Ρώτησα για να την αποσπάσω. Εικοσι δύο. Και τώρα με τι ασχολείσαι; Σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο. Δεν ήθελα να αφήσω τις σπουδές μου επειδή παντρεύτηκα. Σπουδάζω φυσικός. Θέλω να γίνω μια γυναίκα μορφωμένη και ανεξάρτητη. Δεν θέλω να είμαι με τον άντρα μου επειδή τον χρειάζομαι. Θέλω να είμαι μαζί του επειδή τον αγαπώ. Θέλω να δουλεύω, να έχω τα δικά μου χρήματα, να είμαι ελεύθερη. Και τη μαντήλα γιατί τη φοράς; Τόλμησα να ψελίσσω. Αμέσως κατάλαβα ότι η ερώτησή δεν ήταν καλή, δάγκωσα τη γλώσσα μου. Νόμιζα πως στην Τυνησία τη φοράνε τη μαντήλα όλες οι γυναίκες, ανεξάρτητα από τη θρησκεία. Όχι. Δεν μπορούμε εμείς να τους επιβάλουμε άλλη θρησκεία ή να τους επιβάλουμε να μην τηρούν τα έθιμά τους. Αν θέλουμε να τους επηρεάσουμε, πρέπει  εμείς να ζούμε υποδειγματικά, να είμαστε καλοί άνθρωποι. Αυτό μου το είχε πει ένας παπάς.  Έτσι κι αλλιώς το τι είναι καλός άνθρωπος δεν διαφέρει από θρησκεία σε θρησκεία. Δυστυχώς υπάρχουν κακοί άνθρωποι σε όλες τις χώρες. Άνθρωποι που θέλουν να ζουν πλουσιοπάροχα εκμεταλλευόμενοι τους άλλους. Άνθρωποι που παίζουν με τα συναισθήματα των άλλων, που εκμεταλλεύονται την ανάγκη των άλλων, που σαν ύαινες θέλουν να φάνε ό,τι αρπάξουν. Ύαινες βρώμικες και γεμάτες αίματα, τριγυρνάνε στην κοινωνία και ψάχνουν για θύματα. Ένας άνθρωπος τίμιος και καθαρός ας πιστεύει όποια θρησκεία θέλει, ας μην έχει καν θρησκεία. Θρησκεία είναι να είσαι τίμιος και καθαρός.

Γύρω στα μεσάνυχτα έφυγαν. Πάμε τώρα, είναι αργά. Το παιδί πρέπει να πάει για ύπνο, θα έχει γυρίσει και ο άντρας σου από τη δουλειά. Καληνύχτα. Χαρήκαμε για τη γνωριμία, ελπίζουμε να τα ξαναπούμε. Τι ήταν τώρα αυτό; Δεν άκουσες ότι η κοπέλα είναι παντρεμένη; Συγνώμη, είπε χαμηλόφωνα. Είχα χρόνια να μιλήσω αραβικά με  γυναίκα. Έχω χρόνια να δω τους δικούς μου. Μαζί της ένιωσα μονομιάς σαν να βρέθηκα πίσω στην πατρίδα. Αφαιρέθηκα, σαν να βρέθηκα σε έναν άλλο κόσμο, σαν να μην υπήρχε η πλατεία, εσύ, η μικρή, η ταβέρνα, τα δέντρα, τα παγκάκια και το ελατήριο-καθισματάκι. Βρέθηκα σε μια άλλη πλατεία, εκεί που έπαιζα μικρός,  πετούσα στον αέρα χαρταετούς και έτρωγα παγωτό με μαστιχωτή υφή. Τώρα ισοπεδώθηκαν όλα, τα κτίρια, οι πλατείες, τα παιδιά πέθαναν, τραυματίστηκαν, θάφτηκαν στα ερείπια. Και μόνο όσοι μπόρεσαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς είχαν ακόμα δικαίωμα να κρατούν ένα μικρό καλάθι με όνειρα. Στα νερά του Αιγαίου, στα φορτηγά που τρέχουν, στις λάσπες, στους καταυλισμούς, το καλάθι με τα όνειρα μικραίνει μα ποτέ δεν χάνεται. Όμως εγώ δεν είμαι πρόσφυγας. Ήρθα στην Ελλάδα πολλά χρόνια πριν τον πόλεμο. Εδώ είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Όμως είμαι ξένος. Και πίνω καφέ με γάλα, φρέντο καπουτσίνο, όπως ο Ξένος του Αλμπερ Καμί, όταν πήγε στην κηδεία της μητέρας του. Ανακάτευε τον καφέ του συγκρατώντας με δυσκολία τα δάκρυα και τους λυγμούς. Δεν μου άρεσε η τροπή που είχε πάρει η βραδιά

Στους πολέμους η ανθρώπινη ζωή χάνηει την αξία της και οι ανθρωποί σταματούν να είναι άνθρωποι. Όμως και σε καιρό ειρήνης μπορεί να πάψει κάποιος να είναι άνθρωπος. Κάποια στιγμή ένας από την παρέα του καφενείου σηκώθηκε να φύγει. Καληνύχτα. Σε λίγη ώρα, απλώθηκε στην πλατεία μια παράξενη σιωπή. Το καφενείο έκλεισε και οι ελάχιστοι θαμώνες που είχαν απομείνει σηκώθηκαν.  Μόνο μια γυναίκα καθόταν ακόμα σε ένα παγκάκι. Να ρωτήσουμε, να μάθουμε τι έγινε. Ρώτα τους. Πέθανε. Ο γαμπρός του καφετζή πέθανε. Μόλις έφτασε στο σπίτι, σωριάστηκε νεκρός. Δεν άντεξε την πολλή ζέστη, τους νόστιμους μεζέδες και τα ποτά. Νεός… Τώρα ζεις, σε λίγο πεθαίνεις. Είμαστε οι νεκροί του αύριο. Ποιος το είπε αυτό; Και όμως μαλώνουμε μεταξύ μας, αδικούμε και στενοχωρούμε τους άλλους, τα θέλουν όλα δικά μας. «Του πλούτου αχορταγιά, της δόξας πείνα, του χρυσαφιού ακριβειά καταραμένη, πόσα κορμιά για σας νεκρά απομείναν, πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι, οι αδερφοί τα αδέρφια πολεμούσι, και τα παιδιά τον κύρη τους μισούσι.» Αυτό είναι από τον Ερωτόκριτο του Βιτζέντζου Κορνάρου. Κανείς δεν μιλούσε. Η πλατεία άδειασε. Το άγαλμα του Αναξαγόρα έμεινε μόνο του. Μοναδική του συντροφια το ελατήριο-καθισματάκι-αλογάκι. 

Μπορεί και αυτός να έκανε ένα ταξίδι στα παράλια της Ιωνίας, στη δική του πατρίδα που την έχασε. Και να διηγήθηκε πως ήταν εκείνο το βράδυ σε μια πλατεία στην Κρήτη, Τα πάντα ρει και ουδέν μένει. Όλα αλλάζουν. Τα συναισθήματα αλλάζουν, οι άνθρωποι αλλάζουν, οι καταστάσεις αλλάζουν. Κάτι σπάει τη νεκρική σιγή. Ακούγεται ένα παλιό τραγούδι…«Εγώ το αίμα μου το δίνω να βρει η γενιά μου οδηγητή, κι εσύ στην άμμο χτίζεις σπίτια στης Χαλιμάς τα παραμύθια. Παίξε λοιπόν και συ στα ζάρια, σαν σου βαστάει την αλήθεια, μα δεν γεννιούνται παλικάρια στης Χαλιμάς τα παραμύθια…». Και κάπως έτσι, γύρω στα μεσάνυχτα, η ζωή μάς έδειξε το αληθινό της πρόσωπο.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί