Οι ιδιοκτήτες του κράτους και ο παρείσακτος

Του Τάσου Παππά

Επειδή η Δεξιά και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι την περίοδο 2015-2019 προσπάθησε με αθέμιτα μέσα να ελέγξει το κράτος, γεννάται το ερώτημα: «Πόσο εύκολο είναι για ένα κόμμα να αποκτήσει ισχυρές προσβάσεις στο κράτος σε όλες τις εκφάνσεις του;». Καθόλου εύκολο.

Η Δεξιά ξέρει γιατί έχει την τεχνογνωσία λόγω της μακράς παραμονής της στην εξουσία άλλοτε με κοινοβουλευτικό κοστούμι άλλοτε με στρατιωτική στολή, το ΠΑΣΟΚ το συνειδητοποίησε το 1981 όταν ήρθε στα πράγματα. Το 1981 ήταν για πολλούς αναλυτές η χρονιά-ορόσημο που σηματοδότησε την έναρξη της πραγματικής μεταπολίτευσης. Μέχρι τότε κυβερνούσε η Δεξιά με τις διάφορες παραλλαγές της.

Είχαν προηγηθεί τα σύντομα διαλείμματα κεντρώων κυβερνήσεων (Πλαστήρα, Γεώργιου Παπανδρέου), τα οποία όμως δεν κατάφεραν να επηρεάσουν τους συσχετισμούς. Κουμάντο στη χώρα έκαναν το βαθύ κράτος της Δεξιάς (τις βρόμικες δουλειές αναλάμβανε το παρακράτος) υπό την υψηλή εποπτεία του παλατιού και του ξένου παράγοντα (η αμερικανική πρεσβεία είχε τον πρώτο λόγο για όλα τα σημαντικά ζητήματα).

Ηταν αδύνατον κάποιος με… επιλήψιμο πολιτικά παρελθόν -ο ίδιος ή κάποιος συγγενής του μέχρι τρίτου βαθμού- να μπει στο Δημόσιο, στα σώματα ασφαλείας, στις Ενοπλες Δυνάμεις, στο δικαστικό σώμα. Χρειαζόταν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.

Θύματα αυτής της πολιτικής ήταν και πολλοί κεντρώοι, ιδιαίτερα όσοι εξέφραζαν επιφυλάξεις για τις πρακτικές της Δεξιάς. Οι αριστεροί, αν δεν ήταν στις φυλακές και στην εξορία, ακόμη κι αν είχαν υπογράψει δήλωση μετανοίας αποκηρύσσοντας μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμό και τις παραφυάδες του, ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάζονται «δι’ υπόθεσίν τους» στα αστυνομικά τμήματα τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα. Οι μόνες διέξοδοι για να επιβιώσουν ήταν η οικοδομή, η αυτοαπασχόληση και η μετανάστευση – «η ευλογία για τον τόπο» όπως έλεγαν παράγοντες της Δεξιάς.

Η κατάσταση άλλαξε, χωρίς όμως να μεταβληθεί θεαματικά, την περίοδο 1974-81. Και τότε, παρά το γεγονός ότι ο πατριάρχης του αστισμού γύρισε από την αυτοεξορία του κάπως προβληματισμένος, παρά το γεγονός ότι νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, παρά το γεγονός ότι οι υπουργοί του διατυμπάνιζαν πως οι τάξεις είχαν καταργηθεί (άρα και η ταξική πάλη), η Δεξιά δεν επέτρεψε να αμφισβητηθούν τα ερείσματά της στο κράτος. Είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό της όλους τους μηχανισμούς.

Το 1981 ήρθε στη διακυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ φουριόζικο. Μεγάλη επιρροή στο εκλογικό σώμα (48%), η ιστορική Αριστερά (αθροιστικά κοντά στο 15%) πρόθυμη να στηρίξει προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, η Ν.Δ. μετά την αποχώρηση του ιδρυτή της ψαχνόταν, στην Ευρώπη ομόδοξα κόμματα κέρδιζαν εκλογές.

Είχε δύναμη στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα, στους επιστημονικούς συλλόγους, στα μέσα ενημέρωσης (οι εφημερίδες με τις μεγαλύτερες κυκλοφορίες το υποστήριζαν) και εκατοντάδες χιλιάδες μέλη έτοιμα να συγκρουστούν με το κατεστημένο για να μην πάθει το ΠΑΣΟΚ ό,τι έπαθε η Ενωση Κέντρου το 1965 (αποστασία). Αρχισε σιγά σιγά να ξηλώνει τμήματα του κράτους της Δεξιάς και να χτίζει μεθοδικά τις δικές του εστίες επιρροής παντού (Δημόσιο, Ενοπλες Δυνάμεις, σώματα ασφαλείας, Δικαιοσύνη, επιχειρηματίες).

Η δουλειά δεν ολοκληρώθηκε από τη μία μέρα στην άλλη. Η Δεξιά πρόβαλλε ισχυρές αντιστάσεις (λογικό γιατί απειλούνταν η πρωτοκαθεδρία της), το κατηγορούσε ότι δημιουργεί μονοκομματικό κράτος (απύθμενο θράσος από τον πρώτο διδάξαντα) και μίλαγε για τη «χούντα του ΠΑΣΟΚ». Η εμπέδωση της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ έγινε με την εκλογική νίκη του το 1985 και με την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την Προεδρία της Δημοκρατίας. Και στη δεύτερη περίοδο της παντοδυναμίας του (1993-2004) συνέχισε να πολιτεύεται με παρόμοιο τρόπο.

Το 2015 εμφανίστηκε ένας παρείσακτος. Ηρθε από το πουθενά και μέσα σε τρία χρόνια, λόγω της κρίσης και της πλήρους μετάλλαξης της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, εκτοξεύτηκε από το 3% στο 36%.

Χωρίς εμπειρία διακυβέρνησης (τα στελέχη του που έγιναν υπουργοί δεν είχαν διοικήσει ούτε περίπτερο), ανύπαρκτος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, αδύναμος στο συνδικαλιστικό κίνημα, με αναιμική παρουσία στις συλλογικότητες της μεσαίας τάξης (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί), χωρίς ερείσματα στους αρμούς της εξουσίας (Ενοπλες Δυνάμεις, σώματα ασφαλείας, Δικαιοσύνη), με ένα κόμμα ισχνό όπου οι φράξιες μάχονταν για το ποια θα πάρει το πάνω χέρι, με τους επιχειρηματίες, τους τραπεζίτες, τους ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης απέναντι, με την υπόλοιπη Αριστερά εχθρική γιατί το θεωρούσε ρεφορμιστικό σχήμα, με τον συναινετικό δικομματισμό (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) στα κεραμίδια και κυρίως με όλη την Ευρώπη να του βάζει τρικλοποδιές.

Τι αντέταξε; Μπόλικο βολονταρισμό και θηριώδεις αυταπάτες. Οσες προσπάθειες έκανε για να αποκτήσει στηρίγματα στο κράτος απέτυχαν παταγωδώς είτε γιατί συνάντησαν σφοδρές αντιδράσεις είτε γιατί ήταν άτσαλες και προδήλως ερασιτεχνικές. Επαθε. Εμαθε για την επόμενη φορά;

Ανάγωγα

Νόμος Χρυσοχοΐδη: Οχι από το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής που δεν είναι γιάφκα αριστεριστών. Οχι από τους δικηγορικούς συλλόγους που δεν ελέγχονται από το ΚΚΕ. Οχι από την Ενωση Εισαγγελέων που δεν είναι συνιστώσα του Ρουβίκωνα. Οχι από τη συλλογικότητα των εμπόρων που δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ. Οχι από χιλιάδες διαδηλωτές που δεν είναι αντιεξουσιαστές. Απέναντι σ’ έναν κατάφωρα άδικο νόμο η απάντηση είναι η πολιτική ανυπακοή. Αναφαίρετο δικαίωμα.

Πηγή: Εφημερίδα Συντακτών

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί