«Γυμνός στον καθρέπτη»

Της Μαριλένας Βασιλάκη*

Ξυπνάς και κοιτάς έξω από το παράθυρο του χρυσού σου κλουβιού. Κατευθύνεσαι ράθυμα ως την κουζίνα για τον πρώτο καφέ της μέρας και έπειτα σωριάζεσαι στη γούβα που έχει κάνει ο καναπές σου τον τελευταίο μήνα -αισίως-. Σού είπαν να φυλαχθείς από τον υιό της κορόνας, κοινώς τον κοροναϊό. Και σαν θεριό εγκλωβισμένο προσπαθείς να διαχειριστείς μία πρωτόγνωρη κατάσταση σε συνθήκες εγκλεισμού, νιώθοντας μία αδιόρατη απειλή, που μπορεί να προσβάλλει τα πνευμόνια σου… ή μήπως τελικά την ψυχή σου;

            Φοβήθηκες. Το πρώτο που έκανες ήταν να φοβηθείς και έτρεξες να φουλάρεις τα ντουλάπια της κουζίνας. Απαραιτήτως μπόλικο χαρτί υγείας. Ίσως να φοβάσαι ακόμα για εσένα, για τους γονείς σου, για τα παιδιά σου, για τους φίλους, για όσους αγαπάς. Μετά άρχισες να φοβάσαι για τη δουλειά σου, για τα λεφτά σου, για το μέλλον σου, για όλα αυτά που δεν θα κάνεις, ενώ είχες σχεδιάσει, και για όσα δεν θα σχεδιάσεις καν. Δεν σ’ αρέσει αυτός ο περιορισμός. Δεν σ’ αρέσει να κρέμεσαι από την τηλεόραση και να περιμένεις με αγωνία, που ούτε στον εαυτό σου δεν ομολογείς, να δεις αν αυξήθηκαν τα κρούσματα και αν έχουμε κι άλλα θύματα. Μετράς ώρες, μέρες, νεκρούς.

            Άρα ζούμε μία κατάσταση, την οποία δεν δημιούργησε κανείς από εμάς, δεν αρέσει σε κανέναν από εμάς και πλήττουν ή/ και φοβούνται οι περισσότεροι από εμάς. Π α θ η τ ι κ ό τ η τ α. «Και τι να κάνω δηλαδή;», θα μου πεις. Οκ, ας το πιάσουμε αλλιώς.

            Οι μεγάλες πιέσεις, όπως η ψυχολογική πίεση-βία από τον φόβο για την υγεία σου/μου/μας και η δαμόκλειος σπάθη της ζωής ή του θανάτου σου/μου/μας, γεννούν ή τέρατα ή φως.
Το να εξαναγκάζεσαι λόγω ανωτέρας βίας να μείνεις έγκλειστος στο σπίτι σου, που τώρα το νιώθεις κλουβί, ενώ, όταν γυρνούσες πτώμα από τη δουλειά, ήταν καταφύγιο, είτε ολομόναχος είτε με συγκάτοικο την τρέλα, την οικογένεια, τον/τη σύντροφό σου ή ακόμα και το κατοικίδιό σου σε ωθεί αργά και σταθερά σε μία ενδοσκόπηση. Μην σου πω πως μοιάζει μονόδρομος. Ο πρώτος αντίλογος θα ήταν ο εξής: «Και σιγά δηλαδή μην περιμένω εγώ έναν κοροναϊό, για να ασχοληθώ με τον εαυτό μου και να μάθω ποιος είμαι». Οκ. Για να δούμε αυτό το σενάριο.

            Προ κοροναϊού: Δουλεύεις 12 ώρες τη μέρα ή κάπου τόσες. Γυρνάς σπίτι σχεδόν χώμα και το μόνο που θες είναι να κάνεις ένα μπάνιο και να πέσεις για ύπνο, ιδανικά χωρίς να ρυθμίσεις το ξυπνητήρι για τον αυριανό γύρο του 12ώρου θριάμβου εκ νέου. Αυτό δεν θα γίνει για ποικίλους λόγους. Ο καθένας ξέρει πολύ καλά τους δικούς του. Ελεύθερος χρόνος μηδαμινός, δυστυχώς. Άλλοι ευγνωμονούν αυτό τον καθημερινό μαραθώνιο, γιατί η έλλειψη χρόνου τους «γλυτώνει» από πολλά, άλλοι πάλι πραγματικά εύχονται να ξεκλέψουν λίγες ώρες για όσους και ό, τι αγαπούν και κυρίως για τον εαυτό τους.

            Και σκάει μύτη ο κοροναϊός και κάνει πραγματικότητα άλλων το όνειρο και άλλων τον εφιάλτη. Ξαφνικά έχουμε –σχεδόν- όλοι, όσοι δεν μάχονται, για να ζουν και να τρώνε οι υπόλοιποι, άπλετο χρόνο. Ένα ρολόι με όλες τις ώρες δικές μας και ελαχιστότατους λόγους μετακίνησης εκτός σπιτιού. Και τώρα; Γυμνός στον καθρέπτη –που έλεγε και ένας μεγάλος και πολυαγαπημένος μου μέντορας-, φίλε μου. Αντέχεις

            Τώρα, λοιπόν, έχεις άπλετο χρόνο να κάνεις όσα επιμελώς απέφευγες. Τώρα έχεις χρόνο να αφιερώσεις στα παιδιά σου. Μεγαλώνουν και είναι σαν να το βλέπεις σε ταινία. Άπλετο χρόνο να αφιερώσεις στη γυναίκα ή τον άντρα σου αντίστοιχα. Ίσα που βλέπεστε, πριν ξαπλώσετε για ύπνο, αν ξαπλώνετε την ίδια ώρα από κάποια ευτυχή συγκυρία. Άπλετο χρόνο να αφουγκραστείς τους γονείς σου, που μεγαλώνουν κι εκείνοι μαζί με εσένα και ξέρεις πως δεν είναι αιωνόβιοι. Άπλετο χρόνο για εσένα. Εδώ είναι βουτιά στα βαθιά. Εδώ ή θα σε καταπιεί το τέρας, που ξυπνά ο κάθε σου φόβος, ή θα αναγεννηθείς.

            Κάνεις απολογισμό, κάνεις επαναπροσδιορισμό, κάνεις reset, παραδέχεσαι λάθη, συγχωρείς κακίες, καταπίνεις εγωισμούς, ξεσκαρτάρουν αυτοί που παραμένουν δίπλα σου στα δύσκολα και αυτοί που είναι φρου φρου κι αρώματα, συνειδητοποιείς ποια μάτια δεν αντέχεις να μη βλέπεις –και όχι πίσω από μία οθόνη-, ποια μυρωδιά πλανιέται στα ρουθούνια σου, ποια είναι η πρώτη αγκαλιά, που θες να δώσεις, μόλις ξεκινήσει η ζωή να παίζει ξανά. Τώρα που έχεις μείνει εκτός για ένα διάστημα αναρωτιέσαι πραγματικά αν θες να ξαναμπείς στην ίδια αρένα, που πάλευες καθημερινά. Σε καλύπτει, ρε αδερφέ; Σε γεμίζει αυτό που έκανες; Θες πραγματικά να συνεχίσεις να το κάνεις; Αλήθεια τώρα. Κοιτάξου στον καθρέπτη και απάντησε στην ψυχή σου. Τώρα είσαι μ ό ν ο ς σου. Μπορείς να πεις την αλήθεια στην ψυχή, που τόσο καιρό την τάιζες τρέξιμο, άγχος κι ευθύνες. Και τώρα εντελώς ξαφνικά ένα μαγικό ραβδί τα εξαφάνισε όλα αυτά και άφησε εσένα γυμνό στον καθρέπτη. Αντέχεις;

            Εδώ, λοιπόν, είσαι εσύ και ο εαυτός σου. Εδώ δίνεται η μεγαλύτερη μάχη και γίνεται η μεγαλύτερη αναγνώριση ή και όχι. Εδώ ή θα σε καταπιεί το τέρας, που κρύβεις μέσα σου, ή θα αναγεννηθείς. Συνήθως αυτό που πραγματικά έχουμε μέσα μας εξωτερικεύουμε. Μακάριοι όσοι γεννήσουν Φως, όσοι εκπέμψουν Ελπίδα. Μπορούν να φωτίσουν και να βοηθήσουν πολλούς να βγουν από τους σκοτεινούς λαβυρίνθους που χάθηκαν. Είναι δύσκολο. Όλο αυτό που ζούμε είναι δύσκολο. Είναι μία –και- εσωτερική μάχη, που όλοι καλούμαστε να δίνουμε καθημερινά. Δεν αντέχουν όλοι να αγωνιστούν με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορούν όλοι να σηκώσουν το βάρος, να αντλούν χαρά από το τίποτα ή να γελούν, για να μην καταθλίβονται. Σεβασμός στο «μέχρι εκεί μπορώ» του καθενός μας και θαυμασμός στο «θα σε κάνω να μπορείς λίγο ακόμα» κάποιων συνανθρώπων μας, που πριν τους καταπιεί το τέρας, το σκότωσαν και επέλεξαν να γεννηθούν ξανά και να αναζητούν μονάχα το Φως. 

*Η Μαριλένα Βασιλάκη είναι φιλόλογος  

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί