Το όνειρο!

Διήγημα για τις μέρες που ζούμε

 του Κωστή Μουδάτσου

Τόσο πολύ νοιώθω φορτισμένος με τις αρρώστιες, τις επιδημίες και τις ανησυχίες των ανθρώπων, που νομίζω πως χρειάζομαι κι εγώ θεραπεία για να συνέλθω. Νύχτα, σκοτάδι και ανεμόβροχο. Με το μυαλό κουρκούτι από τις ειδήσεις και τις συζητήσεις στο τελεβίζιον για τον κορονοϊο. Έγειρα να αποκοιμηθώ μα ύπνος δεν κολλούσε. Κάποια στιγμή εγνοιασμένος και βαροφορτωμένος λαγοκοιμήθηκα βαροκαρδισμένος. Ένοιωθα πως είχα υψηλό πυρετό, έβηχα και ξερόβηχα. Λες και μου είχαν αφήσει πάνω στο στήθος ένα θεόρατο χαράκι. Λες; Κι αν έχω; Μοναχός τόσες μέρες με το τελεβίζιον συντροφιά είχα λαλήσει. Η κυκλοφορία απαγορευμένη και η μοναξιά αφόρητη. Αισθανόμουν περίλυπος μέχρι θανάτου.

Μα λίγο πριν χαράξει η μέρα είδα ένα όνειρο και εκπλαγής ξύπνησα ντουχιουντισμένος. Μου φάνηκε πως είδα τον γιατρό των παιδικών μου χρόνων, το Πλατάκη, να στέκει πλάι μου. Στο αγροτικό ιατρείο στην άκρη του χωριού.

Ήταν ανήσυχος και ζορισμένος. Βρισκόταν σε κατάσταση υπερδιέγερσης, αξούριστος και φοβερός στην όψη. Χλωμός και με μαύρους κύκλους στα μάτια. Γύρω- γύρω ανέβαιναν και κατέβαιναν κάτι διάφανες σκιές σαν τρομαχτικά φαντάσματα. Χοροπηδούσαν με ελικοειδείς κινήσεις. Δεν τις διέκρινα αλλά τις ένοιωθα. Άκουγα τα φρικιαστικά στριγκλίσματα και σφυρίγματα με τρομακτικά χαμόγελα.

Σαν μανιακά με έδειχναν σφυρίζοντας σαν όφιδες με διπλές κεφαλές.

«Δεν τον σώζει η θεραπεία σου γιατρέ!» Ένοιωσα σουβλιά να με τρυπάνε στο στήθος και το κεφάλι ντιντίνιζε. Ψηνόμουν στο πυρετό  και με τα χέρια ακούμπησα στη καρέκλα να μη  πέσω χάμω. Φώναξα, «Θεέ μου , Θεέ μου, μη με εγκαταλείπεις!»

Εκλιπαρούσα το Θεό και νόμισα πως χάνομαι και περπατούσα τρεκλίζοντας στο κενό. Αεροβατούσα σαν αφελής με γρουλωμένα μάτια… και να το θαύμα! Να ο Θεός, ο Θεός μπροστά μου! Λουσμένος με το φως της αυγής έλαμπε. Έπεσα στα γόνατα και τον εκλιπαρούσα να με βοηθήσει. Να με γλυτώσει από τις φρικιαστικές σκιές. Γέλασε εκείνος γλυκά και μου είπε: «Δεν έχει τώρα χρεία από εμένα.

Μη φοβού. Θα σου κρατήσει συντροφιά και θα σε συνοδεύσει η Θεά, εκεί που έχεις ανάγκη!»

Δίπλα του φανερώθηκε μια πανέμορφη κοπέλα. Περιποιημένη και ντυμένη, απλά και ωραία. Στα μάτια της λαμποκοπούσε καθάριο φως. Ο Θεός έφυγε για τους ουράνιους τόπους και η πανέμορφη κόρη άπλωσε το χέρι κι έπιασε το δικό μου.

Πετάξαμε πάνω από το χωριό, περάσαμε το κάμπο, τα βουνά, τη πεδιάδα και κατεβήκαμε στη πολιτεία, δίπλα στη θάλασσα. Περπατήσαμε στους δρόμους μέχρι που φτάσαμε σε ένα πελώριο κτίριο.

«Εδώ θα σε φιλοξενήσουν. Σε λίγες μέρες θα σε ξαναδώ στο χωριό σου», μου είπε. Απορημένος τη ρώτησα: «Ποια είσαι κοπέλα μου; σε παρακαλώ ποια είσαι;»

Γέλασε εκείνη και μου είπε: «Η Αλήθεια είμαι. Τώρα θα έρθει μια άλλη Θεά που θα σε συνοδέψει στη πτέρυγα του κτιρίου, εκεί που σου κάνει ανάγκη.» Ετούτα είπε μοναχά και χάθηκε ως δια μαγείας από τα μάτια μου. Θαμπωμένος κοίταζα γύρω τριγύρω κι ένοιωσα το φόβο να με κυριεύει. Αισθάνθηκα τις φρικιαστικές σκιές και τρόμαξα. Κάποιος με πλησίαζε. Στράφηκα στη πύλη του κτιρίου και ηρέμησα σαν είδα μια κοπέλα, να έρχεται προς το μέρος μου. Μια σοβαρή κοπέλα, με μετρημένο βάδισμα, άπλωσε το χέρι της λέγοντας: «Γνώση με λένε και κατοικώ εδώ, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Μαζί με την Επιστήμη και την Ιατρική.» με πήρε από το χέρι και μπήκαμε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο…  Μα ξύπνησα, εξύπνησα πριν να δω που θα πηγαίναμε. Κοιτώ δεξά, κοιτώ ζερβά… Διερωτήθηκα ποιος θα με γιατρέψει κι ένοιωσα να με ζώνει φόβος και ανησυχία. Μα θυμήθηκα… 

Δεν ξέρω από όνειρα αλλά σκέφτομαι ότι είχα δει στον ύπνο μου. Η Αλήθεια με οδήγησε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, η Γνώση με οδηγούσε εντός του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου. Εκεί κατοικούν η Επιστήμη και η Ιατρική. Τέχνες που συγγενεύουν. Τέχνες που ερευνούν και γιατρεύουν τους νοσούντες. Τέχνες, Επιστήμη και Ιατρική, που μιλάνε για τις ασθένειες του σήμερα και ερευνούν τις μελλοντικές νόσους, ώστε να μπορούν να τις αντιμετωπίσουν. Εδώ, στην ιατρική και στην επιστήμη, βρίσκεται το σπίτι της αλήθειας της υγείας. Εδώ κατοικεί η Υγεία, εδώ θα βρει γιατριά ο ασθενής. Εδώ γιατρεύονται τα σώματα και οι ανθρώπινες ψυχές γλυκαίνουν το πόνο της νόσου. Με φάρμακα και θεραπείες, εγκαταστάσεις και μηχανήματα που εφευρίσκει η επιστήμη και η έρευνα, με οδηγό τη Γνώση και την Αλήθεια, το πείραμα και τη παρατήρηση.

Κάπως έτσι φαντάστηκα και ερμήνευσα το όνειρο που είδα, λίγο πριν τα χαράματα.

Ελπίζω να μην έχω παραφρονήσει!

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί