Φαρμακεία και από μη φαρμακοποιούς και με τη «βούλα» του ΣτΕ

Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο άναψε το “πράσινο φως” για την σύσταση-ίδρυση φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς, καθώς απέρριψε τις αιτήσεις του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής, κ.α, με τις οποίες ζητούνταν η ακύρωση, ως αντισυνταγματικών, των διατάξεων του Προεδρικού Διατάγματος 64/2018, που ρυθμίζει τα δεδομένα ίδρυσης των φαρμακείων και τις προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού.

Οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ίδρυση φαρμακείων και από μη φαρμακοποιούς είναι να λειτουργούν υπό την εμπορική μορφή της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ) , ο επιστημονικός υπεύθυνος να είναι φαρμακοποιός και να συμμετέχει υποχρεωτικά, με ποσοστό τουλάχιστον 33%, στην ΕΠΕ.

Σύμφωνα με το σκεπτικό των επίμαχων αποφάσεων:

*Η δυνατότητα ίδρυσης φαρμακείου από μη φαρμακοποιό, ο οποίος υποχρεούται σε σύσταση ΕΠΕ για τον σκοπό αυτό, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, εφόσον επιστημονικός υπεύθυνος του φαρμακείου παραμένει φαρμακοποιός, που συμμετέχει υποχρεωτικά, με ποσοστό τουλάχιστον 33%, στην ΕΠΕ,

*Τα θεσπιζόμενα στο εν λόγω διάταγμα ασυμβίβαστα δεν καταλαμβάνουν πρόσωπα, τα οποία εκμεταλλεύονταν φαρμακεία υπό την ιδιότητα του εταίρου προσωπικής εταιρείας πριν από την έναρξη ισχύος του ΠΔ 64/2018 .

*Οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή δεν αφορούν φαρμακοποιούς οι οποίοι ήδη έχουν ή λαμβάνουν, κατ’ εφαρμογή του νέου κανονιστικού πλαισίου, άδεια ίδρυσης φαρμακείου και λειτουργούν το φαρμακείο με τη μορφή ατομικής επιχείρησης.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το ΣτΕ:

*Η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στις επιχειρηματικές δραστηριότητες με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών υγείας, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ίδρυση και λειτουργία φαρμακείων, δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται, προεχόντως, στην ανάγκη προστασίας της υγείας των πολιτών, και είναι επιτρεπτή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας,

  • Τα φαρμακεία τα οποία διαθέτουν στο κοινό αγαθά ζωτικής σημασίας για τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας, δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, υποκείμενες στους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού, η ρύθμιση δε του καθεστώτος πρόσβασης στο επάγγελμα του φαρμακοποιού, καθώς και του καθεστώτος άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της λιανικής πώλησης φαρμάκων, πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ιδιομορφία των φαρμακείων, στα οποία η εμπορική δραστηριότητα συνδυάζεται με την υπεύθυνη επιστημονική παροχή υπηρεσιών, που εγγυάται την ελεγχόμενη και ορθολογική διακίνηση των φαρμάκων, και με την κοινωνική αποστολή του φαρμακοποιού.
  • Δοθέντος ότι το κόστος των χορηγουμένων φαρμάκων καλύπτεται, κατά μεγάλο μέρος, από τους οικείους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, ο νομοθέτης μπορεί να συνεκτιμά και τον κίνδυνο κατασπατάλησης των περιορισμένων οικονομικών πόρων που διατίθενται από τον κρατικό προϋπολογισμό στους ασφαλιστικούς οργανισμούς για την υγειονομική περίθαλψη των ασφαλισμένων,

*Ενόψει των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και για την δημοσιονομική ισορροπία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ο νομοθέτης δύναται να επιβάλλει περιορισμούς όχι μόνο για την άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, αλλά και για την ίδρυση και λειτουργία φαρμακείου. Κατά συνέπεια, δικαιολογείται η συνεκτίμηση από τον νομοθέτη όχι μόνο των υπαρκτών και πλήρως αποδεδειγμένων κινδύνων για την υγεία, αλλά και των ενδεχόμενων κινδύνων εν σχέσει με τον ασφαλή και με ποιοτικές εγγυήσεις εφοδιασμό του πληθυσμού με φάρμακα και

  • Ο νομοθέτης μπορεί εντός των συνταγματικών δεσμεύσεων «να οργανώσει με διαφορετικό, σε σχέση με το παρελθόν, τρόπο το καθεστώς που διέπει τα φαρμακεία, καταργώντας απαγορεύσεις και περιορισμούς, που, κατά την εκτίμησή του, περιορίζουν την επαγγελματική ελευθερία, χωρίς τούτο να είναι αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας ή για άλλο συναφή λόγο δημοσίου συμφέροντος, και να θεσπίσει άλλο συνδυασμό εγγυήσεων για τη διασφάλιση του σκοπού αυτού».

Ένα μόνο μέλος του ΣτΕ είχε την άποψη ότι η επίμαχη εξουσιοδοτική διάταξη, η οποία προβλέπει τη χορήγηση άδειας και σε ιδιώτες μη φαρμακοποιούς, αντίκειται στο Σύνταγμα. Σύμφωνα με το σκεπτικό του μειοψηφούντος μέλους η συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία της δημόσιας υγείας επιτυγχάνεται μόνο εφόσον η άδεια ίδρυσης φαρμακείων επιφυλάσσεται αποκλειστικά σε φαρμακοποιούς που παρέχουν τις εγγυήσεις για την δέουσα άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί