Διδακτορικές διατριβές στην Ελλάδα

Το ποσοτικό “πλεόνασμα”, η συσχέτισή του με το φαινόμενο της “μετανάστευσης ανθρώπινου κεφαλαίου” (braindrain) και ο κίνδυνος ενός “προδιαγεγραμμένου” ποιοτικού “θανάτου”

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Πασπαράκης.jpg

Του Μανώλη Λ. Πασπαράκη*

Ελλαδικός χώρος της τελευταίας εικοσαετίας. Τόπος και χρόνος μιας συνάρτησης η οποία συνδέεται με αποδεδειγμένα ελλείμματα μίας οικονομίας καθεστώτος χρεοκοπίας. Σε αυτή τη σύγχρονη πραγματικότητα ο ακαδημαϊκός χώρος της Ελλάδος χαρακτηρίζεται από ένα αξιοσημείωτο και ιδιόμορφο πλεόνασμα. Τούτο αφορά στον αριθμό των διδακτορικών διατριβών. Βάσει στοιχείων του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, από το 1985 έως σήμερα έχουν εκπονηθεί σε ελληνικά ή ξένα πανεπιστήμια 31.017 διδακτορικές διατριβές. Ειδικά κατά το διάστημα 2000-2015 ολοκληρώθηκαν 20.957 διδακτορικά (αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί στο 67.5% του διαστήματος 1985-2015), ενώ την πενταετία 2009-2013 αποκτήθηκαν 9.014 διδακτορικές διατριβές (το 29% του συνολικού αριθμού) (Α. Λακασάς, Καταιγίδα διδακτορικών στα ελληνικά ιδρύματα, Καθημερινή, 11.01.2015).

Σε ένα θεωρητικό επίπεδο, ο ανώτερος των ακαδημαϊκών τίτλων, αποδιδόμενος σε έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό κατόχων πτυχίου πανεπιστημιακών σχολών, άλλοτε συνοδευόμενου από μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης, άλλοτε όχι, σημαίνει ανάδειξη των ικανών για αριστεία ή/και βελτίωση της ποιότητας εξειδίκευσης ενός ανθρώπινου δυναμικού, πνευματικά ικανού, έχοντος την προοπτική στελέχωσης του ακαδημαϊκού χώρου τόσο στον τομέα της έρευνας, όσο και της πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Κατά την άποψή μου, η υπόθεση αυτή παραμένει, για τα δεδομένα της χώρας μας, καθαρά μια θεωρητική προσέγγιση, καθώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική.

Στην Ελλάδα, ίσως πάντοτε, με μεγαλύτερη βεβαιότητα κατά τις τελευταίες τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες, καλλιεργείται εντόνως η φαντασίωση της σαδιστικής επικράτησης της μετριότητας. Τούτο σε όλους τους τομείς έκφρασης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ισχύος. Το περιβάλλον της εκπαίδευσης και ειδικά της τριτοβάθμιας, υφίσταται, συστηματικά, σημαντικές συνέπειες, εξαιτίας της συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής, της επικράτησης δηλαδή της μετριότητας, στην οποία συμμετέχει, παράλληλα, η ίδια η κοινωνία.

Στη χώρα μας δεν είναι σε εφαρμογή ένα συγκεκριμένο παραγωγικό μοντέλο και ως εκ τούτου το εκπαιδευτικό σύστημα, από τη βάση του, δεν είναι δομημένο με τρόπο τέτοιο ώστε να επιβραβεύεται συμβολικά και ουσιαστικά μία συγκεκριμένη “ηγετική ομάδα” εκείνη των πνευματικά ικανών. Άπαντες ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δίχως να ομιλούν την ελληνική και δίχως να συλλογίζονται με τρόπο αλγοριθμικό. Έστω και καθ’ υπερβολή, δίχως η παραδοχή να απέχει από την πραγματικότητα, σχεδόν άπαντες εισάγονται σε σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι εμφανές, εκ της παρατήρησης του εσωτερικού περιβάλλοντος του πανεπιστημίου, ότι μόνον ένα μειοψηφικό τμήμα αξίζει την κατοχή ενός ακαδημαϊκού τίτλου σπουδών, έχοντας, παράλληλα, την ικανότητα παραγωγής συλλογιστικής σκέψης, σωστής χρήσης του λόγου και περαίωσης επιστημονικού έργου.

Φυσική απόρροια των ανωτέρω αποτελεί το γεγονός του ότι ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα των υποψηφίων διδακτόρων των Ελληνικών Πανεπιστημίων προέρχεται από το τμήμα των ατόμων που δεν είναι κατάλληλο για την παραγωγή επιστημονικής σκέψης. Πλάι στους λόγους συναλλαγών του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας, βασική αρχή των οποίων είναι η ικανοποίηση της φαντασιακής επικράτησης του μετρίου, προστίθενται και άλλοι, κυρίως, οικονομικοί, καθώς και λόγοι πάσχουσας οργάνωσης και δόμησης του περιβάλλοντος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της έρευνας.

Στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο η διδακτορική διατριβή δεν αποδίδεται, κατά κανόνα, βάσει μιας αυστηρής και εκλεκτικής διαδικασίας που θα είχε σαν επιδιωκόμενο αποτέλεσμα την επιλογή των ικανών, ενώ, παράλληλα, κατά την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής δεν εξασφαλίζεται από το κράτος η μισθοδοσία του εκκολαπτόμενου ερευνητή και ακαδημαϊκού. Η απουσία μιας κοινής στρατηγικής ιεράρχησης των ικανών και των μη ικανών από τα Ελληνικά Πανεπιστήμια και η απουσία ενός σταθερού μηχανισμού εξασφάλισης βιοπορισμού και κινήτρων (οικονομικών, ψυχολογικών, καθώς και κινήτρων προοπτικής) επιτρέπει τη χορήγηση διδακτορικών διατριβών στα πλαίσια ερευνητικών προγραμμάτων τα οποία για να ολοκληρωθούν απαιτούν χαμηλό κόστος παραγωγής. Αυτό, μάλιστα, συμβαίνει εντός ενός γενικότερου πλαισίου προβλημάτων χρηματοδότησης της έρευνας. Ως εκ τούτου, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ο εκπονών τη διδακτορική διατριβή, θα πρέπει να επιθυμεί να εκτελεί οδηγίες δίχως να εξασφαλίζεται ο βιοπορισμός του. Η δε ικανότητα παραγωγής συλλογιστικής σκέψης και επιστημονικού έργου δεν είναι απαραίτητη.

Ποιες είναι οι συνέπειες της προαναφερθείσας κατάστασης;

Πρώτον, η πιθανότητα φυγής, στο εξωτερικό, των πραγματικά ικανών για την παραγωγή επιστημονικού έργου, δυνητικά, αυξάνεται στο μέγιστο, ενώ, παράλληλα, η πιθανότητα στελέχωσης των ηγετικών θέσεων του ελληνικού ακαδημαϊκού χώρου από μη κατάλληλα άτομα, δυνητικά, επίσης, αυξάνεται. Αξίζει να σημειωθεί πως βάσει διεθνούς έρευνας η οποία διεξάγεται για 5η συνεχή χρονιά [ICAP People Solutions, 27 Μαρτίου έως 8 Μαΐου 2019] και στην οποία φέτος συμμετείχαν 942 Έλληνες της γενιάς του brain drain, το 69% αυτών έχει μεταπτυχιακό τίτλο ή και διδακτορικό, το 41% των κατόχων διδακτορικού το απέκτησε στην Ελλάδα, ενώ στην αντίστοιχη έρευνα του 2015, το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 22%. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα, το 60% μετακινήθηκε στο εξωτερικό, αφότου είχε ήδη εργαστεί στην Ελλάδα. Οι λόγοι, η έλλειψη αξιοκρατίας και η διαφθορά στη χώρα μας, αλλά και η γενικευμένη αβεβαιότητα (Λίνα Γιάνναρου, “Brain drain, Ξεθωριάζει η επιστροφή” Καθημερινή, 10.07.2019).

Δεύτερον, η ανακύκλωση ενός φαύλου κύκλου και η ενίσχυσή του, μέσω του “πλεονάσματος” των διδακτορικών διατριβών, θα οδηγήσει τα άτομα τα οποία δεν έχουν την αρμόζουσα ικανότητα στην περάτωση απλά μιας φαντασίωσης και όχι μιας διδακτορικής διατριβής.

Πλάι σε αυτό, έρχεται να προστεθεί μία επιπλέον αρνητική προοπτική την οποία απεύχομαι: Κρίνοντας από τον χώρο των μεταπτυχιακών τίτλων ειδίκευσης, στον οποίον συνεχώς αυξάνεται ο αριθμός των μεταπτυχιακών προγραμμάτων που απαιτούν δίδακτρα, δεν αποκλείεται, στο μέλλον, να τεθεί ως δυνατότητα ή ως προαπαιτούμενο η καταβολή διδάκτρων για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής. Εάν αυτό συμβεί, τότε, πρόσβαση για την εκπόνηση θα έχουν οι έχοντες πρωτίστως την οικονομική δυνατότητα, παράμετρος η οποία μειώνει δυνητικά την προοπτική των ικανών, ανεξαρτήτως οικονομικής ισχύος. Όλες οι ανωτέρω συνέπειες, όμως, πλήττουν, σταδιακά, την αξία και το κύρος του συγκεκριμένου ακαδημαϊκού τίτλου, με κάθε συνέπεια για τους κατέχοντες και εννοώ τους ικανούς, ενώ, παράλληλα, το συλλογικό συμφέρον και η προοπτική της ελληνικής κοινωνίας οδηγούνται σε έλλειμμα.

Κατά την άποψή μου, είναι αναγκαία η δόμηση ενός εκπαιδευτικού μοντέλου, το οποίο, από τη βάση του έως την τριτοβάθμια εκπαίδευση και δη στο επίπεδο της διδακτορικής διατριβής θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα εκλεκτικής διάκρισης των ικανών και κατάλληλων από τη μία πλευρά και των μη κατάλληλων για ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση από την άλλη. Το μοντέλο αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει στα πλαίσια της αποκλειστικά δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης και μόνον οι πραγματικά ικανοί να καταλαμβάνουν προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς πανεπιστημιακούς τίτλους, διδακτορική διατριβή, καθώς και ηγετικές θέσεις στον επιστημονικό τομέα. Οι εκπονούντες διδακτορική διατριβή, ο αριθμός των οποίων θα πρέπει να είναι μικρός, θα πρέπει να εξασφαλίζονται μισθολογικά από την αρχή έως το τέλος της ερευνητικής τους εργασίας και θα πρέπει να έχουν κίνητρα προοπτικής εντός του ακαδημαϊκού χώρου της Ελλάδος. Τα ανωτέρω απαιτούν μείωση του αριθμού των εισαχθέντων στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αναδιάρθρωση της οργάνωσης και ενδεχομένως μείωση του αριθμού των τμημάτων ακαδημαϊκής εκπαίδευσης ανά περιφέρεια του κράτους, αύξηση της χρηματοδότησης της έρευνας από την κεντρική εξουσία και ουσιαστική ετήσια αξιολόγηση του παραγομένου ερευνητικού έργου εκάστου υποψηφίου ως προς τα ποιοτικά και ποσοτικά του χαρακτηριστικά.

Η επένδυση στην ποιότητα υποψηφίων διδακτόρων ενισχύει τη βελτίωση της ατομικής εξέλιξης των ικανών, στο πεδίο της έρευνας και του Πανεπιστημίου, ενώ, παράλληλα, ενισχύει την προοπτική ολόκληρης της κοινωνίας και του συλλογικού συμφέροντος. Το ποσοτικό πλεόνασμα των διδακτορικών διατριβών στη σύγχρονη Ελλάδα, δυστυχώς, είναι ένα σύμπτωμα μιας ευρύτερης στρατηγικής, η οποία πάσχει τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης και της έρευνας, όσο και στον παραγωγικό τομέα γενικότερα. Η επένδυση στην ιεράρχηση των ικανοτήτων και της καταλληλότητας του ανθρώπινου δυναμικού είναι βασική αρχή για την προοπτική μιας κοινωνίας. Εν προκειμένω, η συγκεκριμένη αρχή εκφράζει το σεβασμό προς όλους, σε εκείνους που έχουν την ικανότητα και την καταλληλότητα για την απόκτηση μιας διδακτορικής διατριβής, καθώς και στους μη κατάλληλους γι’ αυτήν, καθώς η καλλιέργεια της αυταπάτης και της ενίσχυσης μιας μαζικής φαντασίωσης δεν αποτελεί τακτική σεβασμού προς κανέναν.

Επικαιροποιημένη εκδοχή κειμένου το οποίο είχε δημοσιευτεί τον Ιούνιο 2016 στο www.candianews.gr

Ο Μανώλης Λ. Πασπαράκης είναι Ψυχίατρος, κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης «Εγκέφαλος και Νους» (Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης), Διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης (Γενετική Ψυχιατρική) με προπτυχιακές σπουδές στην Ιατρική Σχολή της Βολωνίας (Bologna) της Ιταλίας.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί