Ο κίνδυνος για το τέλος των καζανάρηδων της Κρήτης έρχεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Για ορισμένους αποτελούν πηγή μικρού –αλλά αναγκαίου πλέον– εισοδήματος και για άλλους αφορμή για ολονύχτιο γλέντι και αντάμωμα με καλή παρέα. Για όλους, όμως, τα ρακοκάζανα της Κρήτης, η ευωδιά από τα στράφυλα κάθε Νοέμβρη και το συνακόλουθο γλέντι με οφτά και μαντινάδες είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία και την παράδοση του νησιού. Ισως γι’ αυτό τα φετινά ρακοκάζανα συνοδεύονταν και από μια δόση θλίψης, καθώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αύξησης του φόρου για τους παραγωγούς, το οποίο αν ισχύσει θα σημάνει και το τέλος μιας παράδοσης που κατάφερε να επιβιώσει από τα βάθη των αιώνων.

«Το καζάνι αυτό ήταν του παππού μου. Το πήρε στη συνέχεια ο πατέρας μου και μετά εγώ. Θα ήθελα πολύ να το περάσω σ’ έναν από τους δυο γιους μου, αλλά πολύ φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο θα είναι πολύ δύσκολο αν αυξηθεί ο φόρος» λέει στο Documento o Γιάννης Καναβάκης, πρόεδρος του Συλλόγου Παραδοσιακών Αποσταγματοποιητών Τσικουδιάς Νομού Λασιθίου.

Στον ρυθμό του καζανιού

Είναι απόγευμα Σαββάτου και ήδη από το πρωί ολόκληρη η Χρυσοπηγή Σητείας, ένα μικρό χωριό στα ανατολικά του νησιού, πάλλεται στον ρυθμό του καζανιού του. Με τη βοήθεια ενός συγχωριανού του έχει ανάψει από το πρωί τα κάρβουνα και έχουν αδειάσει μέσα στο καζάνι τόνους από στράφυλα, τα οποία ατμοποιούνται και στη συνέχεια υγροποιούνται ξανά μέσα από έναν σωλήνα για να προκύψει το απόσταγμα, αρχικά η πρωτόρακη «μόνο για εντριβές» λέει γελώντας «και μετά η ρακή. Η συντροφιά μας σε χαρές και λύπες».

Μουσική και μαντινάδες

Οι ώρες της αναμονής για το τελικό προϊόν έχουν χαρακτήρα τοπικού γλεντιού καθώς συνοδεύονται από μουσική και μαντινάδες και απαραιτήτως από φαγητό που ψήνεται στα κάρβουνα του καζανιού. Όταν, δε, βγει και η ρακή, το γλέντι κορυφώνεται. Η παρέα που του έχει φέρει τα στράφυλα, ο κ. Γιώργος και ο γιος του Αλέκος, μαζί με τους φίλους του από την Αθήνα, ξενύχτησαν στο ρακοκάζανό του δοκιμάζοντας τη νέα ρακή και τα εδέσματα που ψήθηκαν στα κάρβουνα του καζανιού.

«Εχουν υπάρξει περιπτώσεις γλεντιών στα οποία μέσα σε ένα βράδυ καταναλώθηκε όλη η ρακή που παράχθηκε! Μιλάμε για πολλά λίτρα, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα κάλυπταν την κατανάλωση ενός χρόνου για μια οικογένεια» διηγείται ο κ. Καναβάκης. Για τους Κρητικούς και τους φίλους τους, πολλοί από τους οποίους ταξιδεύουν στο νησί ειδικά γι’ αυτήν τη μυσταγωγία από διάφορες πόλεις της χώρας, η έννοια της υπερβολής θολώνει μπροστά στην προοπτική ενός καλού γλεντιού.

«Είναι αλήθεια πως τα γλέντια που γίνονταν γύρω από τα ρακοκάζανα έχουν αφήσει ιστορία και σε αρκετά χωριά της Κρήτης έχουν να διηγούνται πολλές ιστορίες από εκείνα τα βράδια» περιγράφει στο Documento η λαογράφος της Κρήτης Ειρήνη Ταχατάκη.

Στην εποχή του Βενιζέλου

Σύμφωνα με μαρτυρίες, τα χνάρια της παράδοσης του καζανιού εντοπίζονται στην εποχή του Βενιζέλου, ο οποίος χορήγησε τις πρώτες άδειες καζανέματος προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειες των κατοίκων του νησιού από την απαγόρευση της καλλιέργειας του καπνού. Η ίδια θυμάται ακόμη τα τρελά γλέντια στις Αρχάνες που οργάνωνε ένας παραγωγός, ο οποίος έφερνε και μουσικούς με λύρα και μαντολίνο, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι του χωριού να βαφτίσουν το ρακοκάζανο «κουζουλό». «Η παραγωγή της ρακής στην Κρήτη γίνεται από αρχαιοτάτων χρόνων και σήμερα πια είναι ενσωματωμένη στην ιστορία της Κρήτης και την ψυχαγωγία. Δεν είναι δηλαδή απλή διαδικασία παραγωγής προϊόντος, είναι ευκαιρία για γλέντι, για αντάμωμα» επισημαίνει η κ. Ταχατάκη.

Αλλωστε, όπως επιβεβαιώνει και ο κ. Καναβάκης, κανείς πλέον δεν βιοπορίζεται αποκλειστικά από τα καζάνια. «Για εμάς τις περισσότερες φορές το περιθώριο κέρδους είναι ελάχιστο και σε αρκετές περιπτώσεις δεν βγάζουμε καθόλου χρήματα. Το θέμα δεν είναι πόσα χρήματα θα πάρεις, άλλωστε, αλλά η εξυπηρέτηση που θα κάνεις στον γείτονά σου, η χαρά που θα πάρεις από το γλέντι» εξηγεί.

Μόνο που πλέον είναι ορατός ο κίνδυνος να κοπούν και τα λίγα χρήματα που έπαιρναν και –το κυριότερο– η χαρά που προσφέρουν στους συγχωριανούς τους.

Κυνήγησαν την Ελλάδα

«Ολα ξεκίνησαν όταν οι πολυεθνικές ποτοποιίες κυνήγησαν την Ελλάδα επειδή εφάρμοζε πολύ χαμηλή φορολογία στην παραγωγή της ρακής. Οι δε ποτοποιίες διατείνονται ότι γι’ αυτό τον λόγο έχει μειωθεί η κατανάλωση των ποτών τους στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα το ουίσκι και το κονιάκ κατά 70%» αναφέρει ο δικηγόρος Αντώνης Βγόντζας που εκπροσωπεί τις περισσότερες ενώσεις αποσταγματοποιών της Κρήτης στην υπόθεση. Το ζήτημα τελικά παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο αναμένεται να αποφασίσει αν θα πρέπει να υπαχθούν στον νέο φόρο, δηλαδή να πληρώνουν 12,5 ευρώ το λίτρο από 0,59 που ισχύει σήμερα.

«Το δικό μας επιχείρημα είναι ότι η ρακή, το τσίπουρο και η τσικουδιά είναι παραδοσιακά προϊόντα που καλλιεργούνται και παράγονται από οικογενειακές επιχειρήσεις, ελάχιστες εκ των οποίων έχουν ως στόχο την εμπορική εκμετάλλευση. Δεν πρόκειται δηλαδή για εμπορικό προϊόν, αλλά για έναν παραδοσιακό τρόπο ζωής με κεράσματα στις καφετέριες και στα σπίτια. Αν αυξηθεί ο φόρος, οι επιπτώσεις θα είναι δραματικές» σημειώνει.

Αλλωστε, όπως αναφέρει ο κ. Καναβάκης, ήδη ο αριθμός των καζανάδων μειώνεται αισθητά χρόνο με τον χρόνο. «Πλέον δεν εκδίδονται νέες άδειες. Η τελευταία εκδόθηκε γύρω στο 1936 κι έκτοτε δεν υπήρξαν άλλες. Ηδη στη Χρυσοπηγή οι άδειες είναι γύρω στις δέκα και τα ενεργά καζάνια είναι τρία το πολύ. Στην επαρχία Σητείας με τις 1.300 άδειες τα ενεργά καζάνια είναι περίπου 300. Δεν υπάρχει κίνητρο πλέον και αν αυξηθεί και ο φόρος θα κλείσουν όλα τα καζάνια. Είναι κρίμα να λήξει έτσι άδοξα μια παράδοση αιώνων» καταλήγει.

Λαμπρινή Παπαδοπούλου- Documentonews

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί