Τσιμέντο και φρέντο στο Μεγάλο Κάστρο ή μια πόλη χωρίς μνήμη

 Θερινές σημειώσεις για το Μεγάλο Κάστρο

Πριν την ναζιστική κατοχή και την ισοπέδωσή του από τα βομβαρδιστικά της Λουντβάφε, το Ηράκλειο των αρχών του 20ου αιώνα αποτελούσε μια από τις πιο ζωντανές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου. Η λαϊκή και λόγια κουλτούρα των διαφορετικών κοινοτήτων της πόλης ανάβλυζε μέσα από τα υπαίθρια καφενεία, τις κομπανίες και τα λογοτεχνικά περιοδικά που αμφισβητούσαν τις αστικές αξίες της εποχής. Η εξιδανίκευση βέβαια μιας εποχής ή μιας πόλης δεν μας ταιριάζει. Η ταξική εκμετάλλευση, το ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας, οι κοινωνικές διακρίσεις και άλλα καρκινώματα του έθνους-κράτους στοίχειωναν την κοινωνική και πολιτική ζωή της περιοχής.

Παράλληλα με την έντονη πολιτιστική και πνευματική δραστηριότητα το κοινωνικό τοπίο διαμόρφωναν οι μαχητικοί ταξικοί αγώνες του τοπικού προλεταριάτου με τη συμμετοχή ντόπιων και μεταναστών από τη Μ. Ασία. Στο Ηράκλειο του Μεσοπολέμου λιμενεργάτες, σταφιδεργάτες και υποδηματεργάτες οργανώνουν άγριες απεργίες και συγκρούονται κατά χιλιάδες με τη χωροφυλακή, αφήνοντας πίσω τους νεκρούς και τραυματίες όπως στα γεγονότα του Αυγούστου του 1935. Μετά τον πόλεμο, τη ναζιστική θηριωδία και την αστική δικτατορία που την ακολούθησε η πόλη μετασχηματίζεται. Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η βίαιη αστικοποίηση αλλάζει μια για πάντα το πρόσωπο του Ηρακλείου και αλλοιώνει το ιστορικό πολιτισμικό του ανάγλυφο. Το ιδεολόγημα της «ανάπτυξης» κάνει τα πρώτα του βήματα για να φτάσει στον 21ο αιώνα στην πιο αντικοινωνική του μορφή.

Τσιμέντο και φρέντο: η αναπτυξιακή επίθεση στην τοπική κοινωνία

Το Ηράκλειο είναι σήμερα μια πόλη χωρίς μνήμη. Η ιστορία του και ο φυσικός του χώρος συνεχίζει να ισοπεδώνεται, να μπαζώνεται και να αλλοιώνεται αργά και σταθερά με αυτουργούς τις τοπικές αρχές, χρηματοδότες το κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση και κερδισμένο για άλλη μια φορά το ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο. Ποταμός Γιόφυρος, παλιά πόλη, τείχη, παραλιακό μέτωπο, πλατεία Ελευθερίας, πλατεία Κορνάρου, Λάκκος είναι λίγα από τα καρέ της απερήμωσης, διάλυσης και εμπορευματοποίησης του δημόσιου, ιστορικού και φυσικού χώρου που παρότι ανήκει στην τοπική κοινωνία καταστρέφεται ερήμην της συστηματικά. Η καταστροφή αυτή συνεχίζεται και σήμερα. Το Ηράκλειο συνεχίζει να αποσυντίθεται ιστορικά και κοινωνικά, αυτήν τη φορά από τις συνεχείς αναπτυξιακές επιθέσεις ενός κοινού αστικού μετώπου μεταξύ κράτους, τοπικών αρχών, ξενοδόχων και λοιπών διοικητικών και επιχειρηματικών δυνάμεων που απομυζούν το πολυεθνικό προλεταριάτο και το φυσικό περιβάλλον της περιοχής.

Κατά τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα η κοινωνική πολυμορφία του Ηρακλείου αντανακλούταν ακόμα στην εικόνα της πόλης. Οι εργατικές συνοικίες, οι βυζαντινοί ναοί και τα καλντερίμια του ήταν ακόμα εκεί κρατώντας ζωντανή την ιστορία του Μεγάλου Κάστρου. Μια ιστορία διττή, σμιλεμένη με σκοτάδι και φως που πρέπει να διαβάζεται όχι τόσο από τα μεγάλα γεγονότα που κουβαλάει αλλά από την πλευρά της καθημερινότητας της κοινωνίας της, όπως άλλωστε η ιστορία κάθε τόπου. Μια ιστορία πικρή, γεμάτη με χαρές και πόνους, φτώχεια και πλούτη, καταπίεση και αντίσταση που θα έπρεπε να ξαναζωντανεύει στην ιστορική -άρα ταξική- συνείδηση του τοπικού πληθυσμού.

Στις μέρες μας η ιστορία αυτή είναι κλεισμένη στα βιβλία. Ελάχιστα πια θυμίζουν το ενετικό ή οθωμανικό παρελθόν της πόλης, την εργατική και προσφυγική της ιστορία και την πνευματική δραστηριότητα των παλιών της κατοίκων. Για να μην μιλήσουμε για το πράσινο που τείνει προς ολικό αφανισμό από τις μπουλντόζες του Δήμου και των μεγαλοπελατών του. Από παλιά οι δημοτικές αρχές της πόλης αλλά και τα ντόπια παραρτήματα των αστικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας που τις ελέγχουν, έχουν φροντίσει επάξια να καταστρέψουν και το τελευταίο δείγμα δημόσιου χώρου, είτε εξευγενίζοντάς το είτε απλά μετατρέποντάς το σε συντρίμμια για να το «αναβαθμίσουν» αμέσως μετά σε πάρκινγκ, mall και τραπεζοκαθίσματα. Τα νέα εμπορικά μεγαθήρια στο κέντρο (Χανιόπορτα, Άγιος Τίτος) και οι κινήσεις για καταστροφή του πάρκου Γεωργιάδη είναι πρόσφατα επεισόδια από μια ιστορία που κρατάει δεκαετίες.

Καλοκαίρι στο Ηράκλειο: απλήρωτη εργασία, κατειλημμένες παραλίες, γάμοι και φυτοφάρμακα

Τι σημαίνει να ζεις στο Ηράκλειο ως νέος εργαζόμενος-άνεργος και νέα εργαζόμενη-άνεργη; Σημαίνει να ακούς τις μαλακίες του αφεντικού σου όλη μέρα εις διπλούν γιατί είμαστε στο πικ της σεζόν, να δουλεύεις απλήρωτα «διωράκια» που ξοδεύεις μετά το 8ωρο «γιατί είχε πολλή δουλειά σήμερα» και να φοβάσαι να πεις κουβέντα γιατί δεν ξέρεις αν θα έχεις δουλειά αύριο. Να μαθαίνεις ότι σε κοντινό ξενοδοχείο το αφεντικό χτύπησε εργαζόμενο γιατί του αντιμιλούσε, ενώ σε άλλο μια γνωστή σου τραυματίστηκε στον καρπό εν ώρα εργασίας και ο υπεύθυνος δεν την αφήνει να φοράει νάρθηκα γιατί λέει «οι πελάτες θα νομίζουν ότι οι συνθήκες εργασίας στο ξενοδοχείο είναι κακές».

Σημαίνει επίσης να αποκλείεσαι από το δημόσιο χώρο της πόλης. Χρόνια τώρα, το κέντρο εποικίζεται από τον πολιτισμό των μικρών αφεντικών (αλλιώς μικρο-μαφιόζων) που μας ταξιδεύει όπως κάθε χρόνο σε διάφορα μέρη του κόσμου. Σε κάποια σημεία τα ντιζαϊνάτα τραπεζοκαθίσματα και τα ρόλεξ των φιλελέδων σε μεταφέρουν στην Ελβετία, λίγο πιο πέρα οι μεταφρασμένοι στα ρώσικα κατάλογοι από τα σουβλατζίδικα και τις ταβέρνες μας πάνε μακριά στην χιονισμένη Κόκκινη Πλατεία, ενώ η θέα του Κούλε από γνωστές παραλιακές καφετέριες ιδιοκτησίας πρώην στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης σε ταξιδεύουν στη μαγευτική Βενετία.

Το κέντρο όμως, θα έλεγε κάποιος, δεν είναι ό,τι καλύτερο αυτήν την εποχή. Η καλοκαιρινή ζέστη σε μια πόλη χωρίς δέντρο είναι αφόρητη. Αν θες λοιπόν να πας για μπάνιο κάπου κοντά ο Δήμος, η Περιφέρεια, ο επιχειρηματικός κόσμος και η τοπική μαφία έχουν φροντίσει για σένα. Όλες οι παραλίες δίπλα στην πόλη έχουν περικυκλωθεί από ξενοδοχεία ή έχουν αναβαθμιστεί με μπιτσόμπαρα, ξαπλώστρες και σκυλάδικα για να βολεύονται και να παρτάρουν οι νέοι εντρεπρενέρ, η ελπίδα αυτού του τόπου.

Αν ανήκεις στην κατηγορία των ανθρώπων που θέλουν να αράξουν με την ησυχία τους στην άμμο, να μην ακούνε μουσικές απ’ τα σκουπίδια και να μπορούν να μπουν στη θάλασσα ελεύθερα, ξέχνα το. Βάλε 20ευρώ βενζίνη και οδήγα μια ώρα προς τον νότο. Αν πάλι θες να βρεις δροσιά σε κανένα πάρκο, έχει μείνει ένα αλλά θέλουν να το διαλύσουν κι αυτό. Όσο για τα υπόλοιπα, φτάνει να πούμε ότι στο πάρκο του Λάκκου είσαι αναγκασμένος να κάτσεις δίπλα σε σύριγγες, πρεζέμπορους και μπάτσους που περνάνε κάθε τόσο να τσεκάρουν αν το ναρκεμπόριο πάει καλά. Αν τώρα θες να δεις θάλασσα από την πόλη πάλι δεν είναι καλή ιδέα. Εκτός αν σ’ αρέσει μαζί με το κύμα να ακούς τις φωνές από το διπλανό εμπορικό κέντρο, τα μπίτια από τα κλαμπ και να τρως τα καυσαέρια των αυτοκινήτων τρία μέτρα πίσω σου.

Αν έχεις επιλέξει να μένεις εκτός πόλης ή να πηγαίνεις σε φίλους που μένουν στην εξοχή, οι ντόπιοι πρέσβεις της ανάπτυξης σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Bayer-Monsanto έχουν φροντίσει να σου στερήσουν και αυτό το δικαίωμα δασκαλεύοντας τους αμπελουργούς της περιοχής να ψεκάζουν ανενόχλητοι με φυτοφάρμακα. Κάθε βδομάδα όλο και κάποιο αμπέλι θα ψεκάζεται δίπλα σου, ιδιαίτερα αν το κάνει ο διάολος και βρέξει. Τότε το αμπέλι θέλει πάλι ψέκασμα. Το νερό της βροχής σε ένα νησί που απειλείται από ανομβρία είναι κατάρα για το Ηράκλειο αυτήν την εποχή. Οι ψεκασμοί σε κατοικημένες περιοχές αντίθετα σημαίνουν ανάπτυξη σε ένα νησί που θερίζει ο καρκίνος.

Καλοκαίρι στο Ηράκλειο όμως σημαίνει και γαμήλια γλέντια στα «κέντρα» της περιοχής όπου οι όρκοι αγάπης των νεόνυμφων γιορτάζονται με καπνούς, ντισκόμπαλες και dj. Πρόκειται για έναν αρχέγονο παραδοσιακό τρόπο εορτασμού των μυστηρίων που οι ντόπιοι επιχειρηματίες έχουν φροντίσει να μεταλαμπαδεύσουν στις νέες γενιές. Αυτός είναι ο κρητικός πολιτισμός που υπερασπίζονται οι ντόπιοι εθνικιστές, αυτή είναι η απλότητα με την οποία οφείλει να περιβάλλεται το «μυστήριο» του γάμου σύμφωνα με την εκκλησία. Δεν υπάρχει καμία αμαρτία που να μην ξεπλένεται με 100ευρα.

Τα «κέντρα διασκέδασης» του Ηρακλείου είναι σταθερή πηγή ανάπτυξης και ψυχαγωγίας για την πόλη. Πλαισιωμένα από το παραδοσιακό τυποποιημένο ξωκλήσι-κουμπαρά, γκαζόν, πάρκινγκ, πίστες, κλιματισμό, βότκες, σεκιουριτάδες και άλλα αγαθά του πολιτισμένου κόσμου, οι χώροι αυτοί είναι τα Κολοσσαία της σύγχρονης ηρακλειώτικης κοινωνίας. Αποτελούν εργατικά κάτεργα όπου καθαρίστριες και σερβιτόροι λιώνουν για δίφραγκα και ταυτόχρονα εστίες αναπαραγωγής ενός χυδαίου φολκλοροποιημένου θεάματος, που συγκρίνεται σε ποιότητα μόνο με το σάπιο κέτερινγκ που σερβίρουν στους βορειοευρωπαίους οι τουριστικές μονάδες του νησιού. Γαμήλια γλέντια με κόστος 20χιλ. ευρώ και άνω (συνοδευόμενα συχνά από δάνειο), όπου σκυλοκρητικά δίνουν τη θέση τους στα κανονικά σκυλάδικα, όσο γκουρμεδοποιημένες εκδοχές ελληνικών πιάτων περνάνε κατά τόνους απ’ τα τραπέζια (για να καταλήξουν τα περισσότερα στους κάδους των σκουπιδιών). Στα κέντρα αυτά πάντως βρίσκουμε μια σπάνια διαταξική προσβασιμότητα. Είτε είσαι με μερσεντές είτε με ποδήλατο, η διασκέδαση εδώ σπάει όλους τους ταξικούς φραγμούς. Τα σάπια κρέατα, το κακό κρασί, η σαλάτα με φυτοφάρμακα και τα σεξιστικά αστεία καταναλώνονται ελεύθερα από όλους.

Ηρακλειώτικη ασφυξία

Άλλο ένα ασφυκτικό καλοκαίρι λοιπόν στο Μεγάλο Κάστρο· σε ένα πάλαι ποτέ μεσογειακό κέντρο που έχει ξεχάσει ότι βρίσκεται στη Μεσόγειο και μια εργατική πόλη που παρότι κατοικείται από ακόμα περισσότερους μισθωτούς, βλέπει τους εργατικούς αγώνες σαν ένα γραφικό απομεινάρι μιας άλλης «σκληρής» εποχής. Απ’ άκρη σ’ άκρη της πόλης, η «ανάπτυξη» και η επιχειρηματικότητα δεσμεύει από την τοπική κοινωνία τον δημόσιο χώρο, το φυσικό περιβάλλον και την ιστορική της κληρονομιά και τα επιστρέφει στην αγοραία τους μορφή. Το παρελθόν μοιάζει με μαύρη τρύπα· λες και το Ηράκλειο εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’80. Πασιφανές άλλωστε είναι ότι μεταξύ των πολιτισμών που πέρασαν από την περιοχή, αυτός που έχει καθορίσει περισσότερο τη φυσιογνωμία της πόλης δεν είναι άλλος από την αυτοκρατορία του ΠΑΣΟΚ.

Χωρίς μνήμη, παγιδευμένη στα δίχτυα της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης, η πόλη αυτή μεγαλώνει εδώ και δεκαετίες μια γενιά νεοηρακλειωτών που γαλουχούνται με τις αξίες της απάθειας, του παρτακισμού και του επιχειρηματικού κρητικού ονείρου. Προσανατολισμένη στο δόγμα του μαζικού τουρισμού και της φιλελεύθερης ανάπτυξης, εγκλωβίζει την κοινωνική διάδραση σε ένα καταναλωτικό αλισβερίσι όπου ιστορία, μουσική και διατροφή γίνονται προϊόντα για τον μέσο μισθωτό και τον μέσο τουρίστα: σκυλάδικα, ψησταριές, γάμοι και κυριλέ καφετέριες για τους ντόπιους, γουρούνες, νεροτσουλήθρες, μινωικό κιτς και μουσακάς για τους ξένους. Τα Μάλια, η Χερσόνησος, η παραλιακή και η Αμμουδάρα είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της επιχειρηματικής κατεύθυνσης του ντόπιου κεφαλαίου και του οράματος του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης για την περιοχή.

Συνδυαστικά, ο πολιτισμός των κέντρων διασκέδασης και οι υποδομές μαζικού τουρισμού αποτελούν την ναυαρχίδα της αναπτυξιακής στρατηγικής για την ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου. Βάλε και την σχεδιαζόμενη καταστροφή στο Καστέλλι, τα θερμοκήπια της Μεσσαράς, την άνθιση των εταιριών σεκιούριτι και το ακμάζον ναρκεμπόριο και έχεις ένα ολοκληρωμένο business plan για όλο τον νομό. Κοκτέιλ, κόκες και χημειοθεραπείες. Αυτές είναι οι επενδύσεις για τις οποίες μιλάνε οι φιλελέδες και οι ντόπιοι χουλιγκάνοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτός είναι ο πολιτισμός και η ανάπτυξη που ονειρεύονται οι εθνικιστές-φασίστες (ας θυμηθούμε τα έργα της Χούντας στην περιοχή της Χερσονήσου). Αυτός είναι ο πολιτικο-οικονομικός ρεαλισμός δεξιών και αριστερών διαχειριστών του συστήματος απέναντι στις «φαντασιώσεις» των ντόπιων αναρχο-κομμουνιστών. Αυτή είναι η real politik που ανοίγει «θέσεις εργασίας» κόντρα στην «αντιδραστικότητα» και τη «γκρίνια» των ταξικών δυνάμεων.

Αυτή ακριβώς βέβαια είναι και η πορεία μιας κοινωνίας προς τον θάνατο.

 

Καλό καλοκαίρι

 

 

αναρχική συλλογικότητα

Οκτάνα

μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας

oktana.espivblogs.net

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί