Ρέγκλινγκ: Τώρα προέχει η ανάπτυξη και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων

Αναλυτικότερα, μιλώντας από το βήμα του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, που ολοκληρώνεται σήμερα, ο κ. Ρέγκλιγνκ τόνισε: «Η Ελλάδα έχει διανύσει μακρύ δρόμο για την ανάκαμψη από την κρίση του 2009 και για να διορθώσει τις ανισορροπίες που αυτή (η κρίση) πυροδότησε. Αν όλα πάνε καλά, σύντομα δεν θα χρειάζεται πια οικονομική βοήθεια από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, το ταξίδι δεν έχει τελειώσει- απέχουμε πολύ από κάτι τέτοιο. Το να γίνει η Ελλάδα μια σύγχρονη, ανταγωνιστική και ανθεκτική οικονομία, θα πάρει περισσότερο χρόνο και θα διαρκέσει πολύ μετά το τέλος του προγράμματος του ΕSM (σ.σ.: που αναμένεται τον Αύγουστο). Αυτό είναι το πιο σημαντικό μου μήνυμα σήμερα».

Κατά τον κ. Ρέγκλινγκ, ενώ άπαντες συμφωνούν ότι το ελληνικό χρέος πρέπει να είναι διαχειρίσιμο, «η πρόσθετη ελάφρυνσή του δεν είναι το σημαντικότερο πράγμα που χρειάζεται να συμβεί, για να πετύχουμε κάτι τέτοιο. Αυτό που η Ελλάδα πρωταρχικά χρειάζεται είναι η ανάπτυξη, οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και μια οικονομία φιλική προς την επιχειρηματικότητα, με επαρκή δημόσια διοίκηση».

Ο ίδιος επισήμανε πως δεδομένου ότι ο EFSF και ο ESM είναι με διαφορά οι δύο μεγαλύτεροι πιστωτές της Ελλάδας, κατέχοντας πάνω από το 50% του δημόσιου χρέους της, είναι πολύ σημαντικό για τους δύο θεσμούς η οικονομία να ευημερεί και τα δάνεια της χώρας να αποπληρωθούν. «Οι πιστωτές της Ελλάδας έκαναν σημαντικές προσπάθειες στο παρελθόν για να γίνει αυτό δυνατό και θα συνεχίσουν να πράττουν το ίδιο» διαβεβαίωσε.

Υπενθύμισε ότι στους επόμενους μήνες οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα εξετάσουν αν η Ελλάδα όντως χρειάζεται ελάφρυνση, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατηρησιμότητα του χρέους της. Στο τραπέζι θα πέσουν μεταξύ άλλων το ενδεχόμενο επέκτασης της ωρίμανσης, η παραίτηση από την πληρωμή κάποιων τόκων σε μέρος των δανείων του EFSF, καθώς και η αναδιανομή, πίσω στη χώρα, των εσόδων από τα ελληνικά ομόλογα, που σήμερα διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. «Η δήλωση του Eurogroup ήταν πολύ ακριβής ως προς το τι μπορεί να γίνει, παρότι ακόμη δεν γνωρίζουμε αν τα μέτρα αυτά τελικά θα χρειαστούν στο τέλος του προγράμματος, ούτε πόσο απαραίτητα θα είναι» τόνισε.

Υπενθύμισε ότι ένα από τα συμφωνηθέντα benchmarks είναι η διατήρηση πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος 3,5% στο ΑΕΠ μέχρι το 2022 και για αυτό η επίτευξη ανάπτυξης είναι απαραίτητη.

Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, επισήμανε, θα μπορούσαν να συνδεθούν με έναν μηχανισμό που θα προσδιορίσει τι μέλλει γενέσθαι αν η ανάπτυξη δεν ανέλθει στο ύψος των προσδοκιών ή είναι μεγαλύτερη από το αναμενόμενο. «Αυτό είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών: άλλωστε, οι χώρες- πιστωτές αναλαμβάνουν το ρίσκο των δανείων μέσω του ESM και δεν θέλουν να αναλάβουν περισσότερο (ρίσκο) από ό,τι χρειάζεται, καθώς αυτό θα είναι δύσκολο να εξηγηθεί στους ψηφοφόρους πίσω στην πατρίδα. Τέτοιος μηχανισμός θα σχεδιαστεί στους επόμενους μήνες, αλλά είναι πολύ πρώιμο να πούμε σήμερα πώς ακριβώς θα μοιάζει» τόνισε.

Κοιτάζοντας μπροστά, τόνισε, πιθανά μακροπρόθεσμα μέτρα, θα διαφυλάξουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στο ακόμη απώτερο μέλλον. Παρότι αυτό είναι στην πραγματικότητα περισσότερο μια δήλωση προθέσεων, σημείωσε, ωστόσο επιβεβαιώνει ότι η Ευρώπη και η Ελλάδα είναι μακροχρόνιοι εταίροι, κι αυτή η διαβεβαίωση είναι εξαιρετικά πολύτιμη για τη χώρα, καθώς δημιουργεί στους πολίτες και στις αγορές την πίστη ότι αν κάτι απρόβλεπτο συμβεί, η Ελλάδα δεν είναι μόνη της.

«Στα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της μόνο αν συνεχίσει να λαμβάνει τις σωστές αποφάσεις πολιτικής. Θα χρειαστεί πολλή επιμονή (στις προσπάθειες), για να ανακτήσει τη διαρκή εμπιστοσύνη των επενδυτών και να θέσει την οικονομία της σε διατηρήσιμο έδαφος. Η Ελλάδα όμως, δεν είναι μόνη της. Είναι μέρος της Ευρώπης (..) Κι έτσι η Ευρώπη θα συνεχίσει να στέκεται δίπλα της. Ιδίως ο ESM» κατέληξε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.

 

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί