Στο φως στοιχεία για το διπλό φονικό στην Κύπρο: Οι τελευταίες στιγμές του ζευγαριού και ο θάνατος μπροστά στο παιδί τους

Ασύλληπτο είναι το θρίλερ που έζησε η οικογένεια του 60χρονου καθηγητή Γιώργου Χατζηγεωργίου την τρομακτική εκείνη νύχτα της 18ης Απριλίου. Το παιδί ήταν αυτήκοος μάρτυρας των όσων συνέβαιναν και ακολούθως μετατράπηκε και σε θεατή, ενώ ο 60χρονος φέρεται να είχε παλέψει για τη ζωή του. Από την ταράτσα παρακείμενης πολυκατοικίας παρακολουθούσαν το σπίτι οι δράστες πριν κινηθούν προς αυτό, ενώ πήραν μαζί τους και σκύλο τον οποίο είχαν αφήσει στο αυτοκίνητο.

Ο «Πολίτης» φέρνει σήμερα στο φως στοιχεία από την κατάθεση του Λοΐζου Τζιωνή, ο οποίος ισχυρίζεται πως όταν πλέον κατάφερε να εισβάλει στο σπίτι είχε περάσει η επίδραση της κοκαΐνης και απ’ εκεί και πέρα έκανε σπασμωδικές κινήσεις. Η κατάθεση Τζιωνή συμπληρώνει ουσιαστικά κάποια κενά ή ασάφειες που υπήρχαν στην κατάθεση του 23χρονου ετεροθαλούς αδελφού του Λευτέρη Σολωμού, πράγμα που εκλαμβάνεται ως λογικό, αφού ο 23χρονος στην κατάθεσή του είχε εξιστορήσει όσα του είχε μεταφέρει αργότερα ο Τζιωνής.

Ο 33χρονος αναφέρει ότι το 2012, και ενώ εργαζόταν ως αλουμινιτζής, τον έστειλε ο εργοδότης του στο σπίτι του τραγικού ζεύγους προκειμένου να προβεί σε μετρήσεις στα παράθυρα για να τοποθετηθούν σίτες (δίχτυα για κουνούπια). Όταν ξαναπήγε για να προβεί στην τοποθέτηση, τότε ήταν που έλαβε γνώση για το χρηματοκιβώτιο, καθώς ο ιδιοκτήτης του είχε ζητήσει να βάλει σε αυτό κάποιες βίδες. Το χρηματοκιβώτιο βρισκόταν κάτω από το πάτωμα δωματίου το οποίο εξέλαβε ως ξενώνα, ενώ υπολόγισε ότι ήταν τόσο το βάρος του, που θα χρειάζονταν τουλάχιστον τρία άτομα για να το μετακινήσουν. Στο σπίτι είχε πάει συνολικά 3-4 φορές και σε μια-δυο περιπτώσεις, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, είχε πάρει μαζί και τον αδελφό του ως βοηθό.

Ερχόμενος στα περιστατικά της υπόθεσης, και αφού επικαλείται μια πολύ δύσκολη ζωή, καθώς και τα δύο ανήλικα παιδιά του, ο Τζιωνής αναφέρει ότι χρωστούσε σε διάφορους προμηθευτές ναρκωτικών ένα ποσό της τάξης των 6 χιλιάδων ευρώ και πιεζόταν να εξοφλήσει. Ως δύο από τα πρόσωπα με τα οποία είχαν συμφωνήσει αρχικά να κάνουν μαζί τη «δουλειά» επικαλείται έναν από τους προμηθευτές του, καθώς και τον 22χρονο Μάριο Χ’’ Ξενοφώντος, τον οποίο, όπως υποστηρίζει, είχε γνωρίσει τελευταία καθώς συνόδευε τον άλλον όταν θα του παρέδιδαν τα ναρκωτικά. Ο πρώτος τελικά έκανε πίσω, ενώ ο δεύτερος δέχθηκε, αφού χρωστούσε και αυτός στους προμηθευτές.

Χρηματοκιβώτιο

Τις ώρες που προηγήθηκαν του εγκλήματος, ο 22χρονος μετέβη στο σπίτι του Τζιωνή και εκεί, στην παρουσία του αδελφού του και της συμβίας του, έκανε ένα σχεδιάγραμμα της οικίας των θυμάτων, με τον ίδιο να δηλώνει ότι την ξέρει «παθκιά προς παθκιά». Ακολούθως έκαναν οι τρεις τους, εκτός της συμβίας του, χρήση κοκαίνης και στη συνέχεια ξεκίνησαν ο ίδιος και ο 22χρονος για το σπίτι. Μαζί του ο Τζιωνής είχε πάρει μια τσάντα στην οποία τοποθέτησε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, ένα τάμπλετ, το σπαθί και το ρόπαλο, ενώ το μαχαίρι το είχε επάνω του.

Για να μεταβούν στο σπίτι των θυμάτων αναχώρησαν γύρω στις 10.30, ενώ όταν έφθασαν στην περιοχή περίπου μία ώρα αργότερα στάθμευσαν το όχημα στο υπόγειο παρακείμενης πολυκατοικίας και ανέβηκαν στην ταράτσα. Τον σκύλο τον είχαν αφήσει στο αυτοκίνητο. Από την ταράτσα παρακολουθούσαν το σπίτι, ενώ ακολούθως κινήθηκαν προς αυτό. Σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του Λοΐζου Τζιωνή, ο 22χρονος τον πίεζε να γίνει η «δουλειά» λόγω του χρέους στους προμηθευτές, αν και ο ίδιος είχε αρχίσει να αγχώνεται καθώς περνούσε η επίδραση της κοκαΐνης.

Όταν τελικά εισήλθαν στην αυλή του σπιτιού παρατήρησαν ότι το παράθυρο του μπάνιου ήταν ελαφρώς ανοικτό και τότε ο ίδιος ανέβηκε στην κληματαριά, με τον Χ’’ Ξενοφώντος να του δίνει ώθηση ώστε να μπορέσει να μπει στο σπίτι.

Είναι τρομακτικά τα όσα ισχυρίζεται στη συνέχεια ο Τζιωνής. Αναφέρει πως όταν εισήλθε στην οικία κινήθηκε κατευθείαν στο δωμάτιο όπου είχε δει το χρηματοκιβώτιο, όμως διαπίστωσε ότι όλα «ήταν ξιμπαρρωμένα» και ότι δεν υπήρχε αυτό που έψαχνε.

Ως δολοφόνο έδειξε τον αδελφό του

Στην κατάθεση, στην οποία κατονόμαζε ως τον φυσικό αυτουργό τον ετεροθαλή αδελφό του Λευτέρη Σολωμού, ο Τζιωνής φέρεται να περιγράφει τα περιστατικά της υπόθεσης με τον τρόπο που λειτούργησαν ο ίδιος και ο Χ’’ Ξενοφώντος.

Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι ο αδελφός του είχε ανάγκη από χρήματα επειδή ήθελε να διεκδικήσει νομικά την κηδεμονία του παιδιού του και για τον λόγο αυτό τον ρωτούσε εάν υπάρχει κάτι να κλέψουν. Όταν κατέληξαν ότι στόχος θα ήταν το σπίτι του τραγικού ζεύγους, επειδή και ο ίδιος είχε ανάγκη από χρήματα, ο Τζιωνής εμφανίζει τον Σολωμού ως τον συνοδό του, αλλά και ως το πρόσωπο που εισήλθε στο σπίτι και σκότωσε το ζεύγος.

Μάλιστα αποδίδει τις «αποκαλύψεις» του στο ότι τον έτρωγαν οι τύψεις και γι’ αυτό ήθελε να πει την «αλήθεια», ενώ στην εν λόγω κατάθεση φέρεται να εκφράζει και επιθυμία όπως τύχει προστασίας από την Αστυνομία προκειμένου να βγει μάρτυρας κατηγορίας.

Υπενθυμίζεται ότι οι τέσσερις κατηγορούμενοι έχουν παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, το οποίο θα συνέλθει για την πρώτη δικάσιμο στις 13 Ιουνίου.

Πάλεψε για τη ζωή του ο 60χρονος καθηγητής

Τότε άκουσε μια γυναικεία φωνή και από την ταραχή του άρχισε να ψάχνει σημείο για να κρυφτεί, εισερχόμενος τελικά στο δωμάτιο του ζεύγους. Εκεί είδε την τραγική Ντίνα Σεργίου να βρίσκεται στο κρεβάτι της και να σηκώνεται απότομα, με τον ίδιο, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, να θυμάται ότι της ζήτησε συγγνώμη και επίσης την παρακάλεσε να μην φωνάξει. Όμως η γυναίκα έβγαλε μια κραυγή και τότε, «με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει», όπως λέει, ανέσυρε το μαχαίρι που είχε επάνω του.

Στο άκουσμα της κραυγής της συζύγου του, ο Γιώργος Χατζηγεωργίου ανέβηκε και αυτός στο υπνοδωμάτιο και μόλις τον είδε, ο Τζιωνής ισχυρίζεται ότι ο 60χρονος τον άρπαξε από τον λαιμό. Τότε «ψευτοπάλεψαν» και άρχισε να του καταφέρνει κτυπήματα επειδή «ένιωθε απειλή». Κατόπιν της δολοφονίας του τραγικού ζεύγους προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο του παιδιού και τότε αντιλήφθηκε ότι θα τα άκουσε όλα επειδή η πόρτα ήταν ελαφρώς ανοικτή. Το παιδί, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Τζιωνής, εκλιπαρούσε για τη ζωή του και του έλεγε να πάρει ό,τι θέλει από το σπίτι.

Στο μεταξύ ο Χ’’ Ξενοφώντος κτυπούσε επίμονα την πόρτα για να του ανοίξει ο Τζιωνής και όταν αυτό συνέβηκε με τον τρόπο που είναι ήδη γνωστός, ο 33χρονος έκλεισε το παιδί στο κελάρι. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι συμβούλευσε το παιδί να βρει κάποιον τρόπο για να δραπετεύσει. Αφού εισήλθε και ο 22χρονος στην οικία, άκουσαν λίγο αργότερα κάτι σαν κουδούνι και τότε τράπηκαν σε φυγή.

Όταν επέστρεψε στο σπίτι του ο Τζιωνής και κτυπούσε το τζάμι του παραθύρου τού υπνοδωματίου του για να του ανοίξει η συμβία του, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έπεσε στα γόνατα και της ζητούσε συγγνώμη.

Σημειώνεται ότι είχαν προηγηθεί και άλλες καταθέσεις του 33χρονου, στις οποίες πότε επικαλείτο το δικαίωμα της σιωπής και πότε κατονόμαζε ως δράστες του εγκλήματος άλλα πρόσωπα. Ανάμεσα σε αυτά δεν ήταν μόνο ο αδελφός του, αλλά και άλλο άτομο από το συγγενικό του περιβάλλον, το οποίο, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, τον ρωτούσε εάν υπάρχει κάτι για να κλέψουν και ο ίδιος εξέφραζε άγνοια. Ωστόσο το άτομο αυτό του έδειξε ένα πιστόλι το οποίο εξέλαβε ως πραγματικό και τότε κατάλαβε ότι σοβαρομιλούσε. Έτσι του μίλησε για το συγκεκριμένο σπίτι.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί