Ο φοβερός Μάης του 1828 στην Κρήτη, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης και οι Δροσουλίτες του Φραγκοκάστελου

Λένε ότι ο άνθρωπος πεθαίνει δύο φορές την μια όταν κλείσει τα μάτια του και την άλλη όταν ξεχαστεί από τους ζωντανούς όμως ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης και οι 300 και παραπάνω άντρες του είναι αποφασισμένοι να μην αφήσουν κανένα να τους ξεχάσει.
Μπορεί στα σχολικά βιβλία να μην γράφεται λέξη γι΄ αυτούς μπορεί σχεδόν κανένας να μην άκουσε για την άνιση μάχη τους στο Φραγκοκάστελο, τον Μάη του 1828, μπορεί οι εγκυκλοπαίδειες να μην αφιέρωσαν ένα λήμα στις χιλιάδες σελίδες τους όμως κάθε χρόνο κάποια πρωινά εκεί στα τέλη του Μάη εμφανίζεται ολόκληρη στρατιά αρματωμένη (από ανθρώπινες σκιές) να προελαύνει προς την θάλασσα, πάνω από το καστέλι.

Και όλα δείχνουν παράταιρα με την πρώτη ματιά . Ενα κάστρο στην επαρχία Σφακίων στην μέση του πουθενά χωρίς εμφανή στρατηγική σημασία , ένας αγωνιστής απο το Δελβινάκι της Ηπείρου να μάχεται και να σκοτώνεται έξω απο τα τείχη του κάστρου αυτού με τους Ηπειρώτες συμπολεμιστές του στα 1828 και στον ορίζοντα να χορεύουν Δροσουλίτες

Το Φραγκοκάστελο

Το Φραγκοκάστελο ή CASTEL FRANCO -όπως το αποκαλούσαν οι Ενετοί – βρίσκεται στην Επαρχία Σφακίων κοντά στα χωριά Πατσιανό και Καψοδάσος Μια περιοχή άγριας ομορφιάς με απόκρημνες βουνοπλαγιές , στενά φαράγια , υψώματα με χαμηλούς θάμνους και με τον καλό θεούλη να μην παραλείπει όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας να ρίξει όσο πιό πολύ πέτρα μπορούσε. Μόνο που στην συγκεκριμμένη περιοχή φρόντισε να ρίξει τα πιό μεγάλα αγκωνάρια
Το Καστέλι όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι είναι ακουμπισμένο στην άκρη μιας αμμουδερής παραλίας, στην θάλασσα του Λυβικού ανατολικά της Χώρας Σφακίων, σε μια πεδιάδα με χαμηλή βλάστηση , που θυμίζει κάτι απο αφρικάνικο τοπίο .
Ο κάμπος αυτός φαίνεται να αποτέλεσε τόπο συγκέντρωσης της κοινωνικής ζωής των Σφακιανών με εκκλησίες – του Αη Νικήτα και της Αγιάς Πελαγιάς- και μοναστήρια – του Αγίου Χαραλάμπους- που βρίσκονται κοντα στο κάστρο και με θρύλους και μαντινάδες όπως οι παρακάτω να το επιβεβαιώνουν.

Θέλεις να δεις και να χαρείς όμορφα παλικάρια
κι δυνατά και τρομερά ως είναι τα λιοντάρια;
Αμε στο Φραγκοκάστελλο, να΄ναι τα΄Αγιού Νικήτα,
να πιστευτείς όσ΄άκουσες κι από πολλούς εγροίκας.
Τότες συντρέχου τα χωριά, τά πάνω και τα κάτω,
να δείξου την ευλάβεια και τέχνη των αρμάτω
κάνου γυμνάσματα φριχτά, π’ άνθρωπος τα τρομάσσει,
κι οι τρίχες του σηκώνονται κι ο νους του παραλλάσσει.
Ούλοι τση Κρήτης οι αϊτοί έρχονται για να ιδούσι
τσι ξακουσμένους Σφακιανούς, μαζί ν’ αγωνιστούσι

Μεγάλο και ξακουστό το πανηγύρι σ’ ολόκληρη την επαρχία… Και το βραβείο ήταν ξεχωριστή τιμή για όποιον το ‘παιρνε… Η προσωπική αξία και η παλικαριά βρισκόταν πάντα σε μεγάλη υπόληψη.
Μια φορά όμως σε κάποια απονομή επάθλων γίνηκε παρεξήγηση ανάμεσα στα «πέρα χωριά» και στα «πόδε» κι οι ιερείς, για να μη χειροτερέψει το κακό, κανόνισαν να παίρνουν μέρος στον εορτασμό τη μια χρονιά οι κάτοικοι των «πέρα χωριών και την άλλη των «πόδε».
Πέρασαν κάμποσα χρόνια κι ύστερα, ίσως από λάθος, ίσως και σκόπιμα, οι ιερείς κάλεσαν ταυτόχρονα όλους τους κατοίκους.
Μόλις ανταμώθηκαν στην εκκλησιά του Αγίου, ζωντάνεψαν οι παλιές έχθρες και χωρίς να λογαριάσουν, την ιερότητα του χώρου, 40 παλικάρια, λέει, (20 από κάθε μεριά) τράβηξαν τις πιστόλες τους κι αλληλοπυροβολήθηκαν. Όμως κανένα όπλο δεν πυροδότησε… Όλα έπαθαν αφλογιστία!
Μπήκαν στη μέση οι γεροντότεροι και κατάφεραν να τους συμφιλιώσουν. Τα μίση παραμερίστηκαν κι αποφάσισαν να γιορτάσουν όπως παλιά. Διασκέδασαν όλοι μαζί και στη συνέχεια οι 40 νέοι πήραν μέρος στο σημάδι. Πυροβόλησαν με τα ίδια όπλα ,και με τα ίδια φυσέκια. Κανένα «δεν έσφαλε»!..

Μια άλλη φορά ένας βοσκός έταξε στον Αγιο να του χαρίσει ένα συγκεκριμένο νεογέννητο τράγο. Μα καθώς περνούσαν οι μήνες κι ο τράγος γινόταν ένα μεγαλόπρεπο ζώο, ο βοσκός λυπήθηκε να τον σφάξει και πήρε στη θέση του έναν άλλο «αχαμνότερο», κατά την τοπική έκφραση, και τον πήγε στο πανηγύρι.
Ενώ όμως συνεχιζόταν η λειτουργία κι έβραζαν τα καζάνια για ψηθεί το κρέας από τις δωρεές, ακούστηκε ήχος από λέρι που όλο και πλησίαζε. Ήταν ο εκλεκτός τράγος που κατέβαινε ολομόναχος απ’ τη Μαδάρα, πλησίασε την εκκλησιά, πήδησε τον μαντρότοιχο, έφτασε στην πόρτα του ναού κι εκεί σωριάστηκε στο έδαφος και ξεψύχισε!
Ο βοσκός έκπληκτος και τρομαγμένος, διηγήθηκε στους άλλους πανηγυριώτες τι είχε συμβεί και ζήτησε συχώρεση…

Ας γυρίσουμε όμως στο ίδιο το Φραγκοκάστελο και στα φαντασματά του

Πρόκειται για Βενετσάνικο φρούριο έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμου κι είναι αρκετά μεγάλο διατηρείται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση, παρ’ όλο που στο εσωτερικό έχει σημαντικές καταστροφές Σε κάθε γωνιά είχε ένα τετράγωνο πύργο, που είχε ύψος 4μ. πάνω από το τείχος. Στο νοτιοδυτικό μέρος του φρουρίου είναι η είσοδος, που την αποτελεί μια πύλη, με ένα ανάγλυφο λιοντάρι του Αγ. Μάρκου και αριστερά το στέμμα του Quirini και δεξιά του Dolfin. H πύλη είναι δουλεμένη με τέχνη και επιμέλεια. Τα τείχη του φρουρίου είναι πελώρια, έχουν μεγάλο πάχος και φέρουν πολεμίστρες σε δύο παράλληλες σειρές. Οι πολεμίστρες αυτές, που είναι έργο των Τούρκων, είναι πολύ ισχυρές και βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση. Τα κτίρια που βρίσκονται στο εσωτερικό του κάστρο, έχουν κατασκευαστεί από τους Τούρκους πάνω σε βενετσάνικα θεμέλια.

Στα 1340 οι φεουδάρχες των Χανιών ζήτησαν από τη Βενετία να χτιστεί ένα φρούριο κοντά στην εκκλησιά του Αγίου Νικήτα, στα Σφακιά, για ν’ ασφαλίσουν, απ’ τις κουρσάρικες επιδρομές, τον ορμίσκο που βρίσκεται εκεί κοντά, μα προπαντός για να ‘χουν ένα στήριγμα στην «καταστολή των εξεγέρσεων» των κατοίκων της περιοχής. Η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου δεν είχε αντίρρηση στο χτίσιμο, μα δεν έδιδε τ’ απαραίτητα χρήματα. Μπροστά όμως στην επιμονή των φεουδαρχών υποχώρησε και στα 1371 αποφασίστηκε η ανέγερση του φρουρίου και η κατασκευή του κράτησε τρία χρόνια. Η χρήση του όμως για τον σκοπό που φτιάχτηκε την περίοδο της Βενετοκρατίας ήταν μηδαμινή.

“Έτσι, ξαφνικά, η άλλοτε ερημική περιοχή γίνηκε σωστό μελισσολόι. Οι Βενετσιάνοι έφεραν εργάτες και μαστόρους, πετροκόπους και κουβαλητάδες, κόσμο και κόσμο και τους έριξαν στη δουλειά. Αλλοι άνοιγαν θεμέλια; άλλοι κουβαλούσαν υλικά, άλλοι έκοβαν ξύλα. άλλοι έφτιαχναν ασβεστοκάμινα. Βιάζονταν να τελειώσουν μιαν ώρα γρηγορότερα, γιατί φοβούνταν να μένουν σ’ αυτό τον επικίνδυνο τόπο. Κι είχαν δίκιο να φοβούνται. Οι Σφακιανοί που ποτέ δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια, κινήθηκαν και τώρα. Μόλις συνειδητοποίησαν τις προθέσεις των καταχτητών έκαμαν επιδρομή κι έσφαξαν αρκετούς. Οι απώλειες συμπληρώθηκαν και ταυτόχρονα πάρθηκαν ισχυρά μέτρα ασφαλείας: Στρατός φύλαγε όλη μέρα τους εργαζόμενους και το βράδυ όλοι έμπαιναν σε βάρκες, πήγαιναν στα καράβια που ήσαν στ’ ανοιχτά αγκυροβολημένα και εκεί περνούσαν τη νύχτα.
Μα οι Σφακιανοί με αρχηγούς τα έξι αδέρφια, τους αδερφούς Πατσούς, γκρέμιζαν τη νύχτα ό,τι οι Βενετσιάνοι έχτιζαν την ημέρα και συγχρόνως χαλούσαν τ’ ασβεστοκάμινα.

Οι καταχτητές τότε φέρανε πολύ στρατό, ζώσανε τον τόπο γύρω, μέρα νύχτα, και το κάστρο χτίστηκε. Σ’ αυτό το διάστημα κατάφεραν κι έπιασαν τα έξι αδέρφια, τους Πατσούς (με προδοσία λέει ο μύθος) και τους κρέμασαν. Τους τέσσερις έναν σε κάθε πύργο του φρουρίου και τους δύο στην είσοδό του”

Και η ιστορία του κάστρου συνεχίζεται: Στα χρόνια της τουρκοκρατίας πέρασε, όπως ήταν φυσικό, στα χέρια των καινούριων κατακτητών που του έκαναν κάποιες μετατροπές και εδώ ήρθε ο Δασκαλογιάννης με τις 70 κεφαλές του σηκωμού όταν η επανάσταση του 1770 καταπνίγηκε και παραδόθηκε στους Τούρκους.
«…Φτάνουν στο Φραγκοκάστελο και στον πασά ποσώνου, κι εκείνος δούδει τ’ όρντινο κι ευτύς τσοι ξαρματώνου. Ούλους τσοι ξαμαρτώσασι και τσοι μπισταγκωνίζου και τότες δα το νιώσασι πως δεν ξαναγυρίζου…».

Μα η μέρα που στάθηκε σημαδιακή για το κάστρο ήταν η 17 του Μάη του 1828 (με το παλιό ημερολόγιο) με την θυσία του Νταλιάνη και των παλικαριών του.

Ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης

“Ο Χατζημιχάλης ήτονε κουζουλός” μου απάντησε τσαντισμένα πριν καιρό ο γέρο Κρητικός συνομιλητής μου και ήταν έτοιμος να μου φέρει το ρακοπότηρο στο κεφάλι , όταν τόλμησα να του πώ ότι άφησαν οι Σφακιανοί τον Χατζημιχάλη μόνο στο Φραγκοκάστελο “ήτονε κουζουλός και δεν εγρήκα κανέναν . Εμείς του ‘παμε να πάει τσι Μαδάρες (στα βουνά) αλλά αυτός κάθησε στο Καστέλι και όχι μόνο αυτό, αλλά ήθελε να βγει και στον κάμπο να κάμει πόλεμο και πήρε τα παληκάρια του στο λαιμό του ”

Ο Μιχάλης Νταλιάνης γεννήθηκε στο Δελβινάκι της Ηπείρου στα 1775 και σπούδασε στην Ιταλία, στη συνέχεια ασχολήθηκε με το καπνεμπόριο στην Τεργέστη όπου σχημάτησε σημαντική περιουσία. Φέρεται να ταξίδεψε στους Αγιους Τόπους όπου βαπτίστηκε χατζής στον Ιορδάνη εξ’ού και το Χατζημιχάλης

Στα 1816 μυήθηκε στη Φιλική εταιρία και με το ξέσπασμα της επανάστασης με δικά του χρήματα κατάφερε να δημιουργήσει ένα σώμα ιππικού με το οποίο συμμετείχε στον ξεσηκωμό.

Στις αρχές του Μάρτη του 1826 με την συνδρομή των Κριεζιώτη και Μαυροβουνιώτη αλλα χωρίς την έγκριση του εκτελεστικού σώματος της επανάστασης ναύλωσε τρία καράβια με 800 εθελοντές και ξεκίνησε με προορισμό τη Βηρυτό, για να βοηθήσει τον Λιβανέζο εμίρη Μπασίρ ο οποιός είχε εκφράσει την πρόθεση να επαναστατήσει εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πράγμα που θα ήταν σοβαρος αντιπερισπασμός για τους επαναστατημένους Έλληνες αφού θα απασχολούσε τούρκικα στρατεύματα . Όταν όμως έφτασε εκεί διαπίστωσε ότι ο εμίρης είχε αλλάξει άποψη και το κλίμα έγινε ιδιατερα ψυχρό ύστερα απο κάποια μικροεπεισόδια ανάμεσα στους άνδρες του και τον ντόπιο πληθυσμό.
Ετσι γύρισε άπραχτος πίσω.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ανασυγκρότησε το ιππικό του σώμα και σε συνεργασία με τον Φαβιέρο απελευθερώνει την πολιορκήμένη Κάρυστο. Στην συνέχεια πραγματοποίησε επιδρομές εναντίον του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και από εκεί ο Νταλιάνης και οι άντρες του περνούν στη Στερεά Ελλάδα και πολεμούν στο πλάι του Καραϊσκάκη στη μάχη του Φαλήρου .Ο Μακρυγιάννης εξαίρει την γενναιότητα αυτού και των αντρων στα απομνημονεύματά του.
“κι’ αρχίσαμεν τον πόλεμον και πήραμεν την πλάτη των Τούρκων και πισουδρόμησαν οι Τούρκοι και βήκαν οι αθάνατοι ‘Ελληνες από το Μετόχι κι’ ο αντρείος Χατζημιχάλης με την καβαλλαρίαν του και δίνουν έναν χαλασμόν των Τούρκων κ’ έναν σκοτωμόν τρομερόν.Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν περίτου από οχτακόσοι -αυτά μας είπαν. Και διαλύθηκαν οι Τούρκοι. Πήγαμεν κ’ εμείς ο καθείς εις τα πόστα του. ‘Οσοι αξιωματικοί πολέμησαν εκεί, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάμπρος, Κασομούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, Μήτρο Σμπόνιας, Καραϊσκος Σουλιώτης, της καβαλλαρίας ο γενναίος Χατζημιχάλης, Βασίλης Αθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαμάνος, Κώστα Παλάσκας κι’ άλλοι αξιωματικοί πολέμησαν, πεζούρα και καβαλλαρία, πολλά γενναίως και πατριωτικώς. Κι’ όλοι οι απλοί ‘Ελληνες αγωνίστηκαν με μεγάλον πατριωτισμόν και γενναιότητα δια την πατρίδα και θρησκεία. Και είδαν οι Τούρκοι οπού δεν παίζαν εις τον Περαιά. ”

Η δράση του συνεχίστηκε ώς αρχηγός του άτακτου Ελληνικού ιππικού έως τα τέλη του 1827 που δέχεται πρόσκληση απο τον εκπρόσωπο των επαναστατημένων Κρητικών Εμμ. Αντωνιάδη να μεταβεί στην Κρήτη και να αναλάβει την ηγεσία των εκεί επαναστατών
Την εποχή εκείνη τα πράγματα έδειχναν ευνοικά για την επαναστατημένη ηπειρωτική Ελλάδα μετα την ναυμαχία του Ναβαρίνου όχι όμως για την Κρήτη.
Η είδηση του Μεγάλου Ξεσηκωμού έφτασε λίγο αργά στην Κρήτη από εμπόρους Σφακιανούς. Στις 21 Μαΐου 1821 έγινε συνέλευση στα Σφακιά όπου αποφασίστηκε και οργανώθηκε η επανάσταση. Στην αρχή υπήρξαν επιτυχίες και οι Τούρκοι βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να υποτάξουν τους επαναστάτες ζήτησαν βοήθεια από την Αίγυπτο. Έτσι στις 28 Μαΐου 1822 ο Μωχάμετ Αλη μαζί με πολυάριθμο στόλο και στρατό αποβιβάστηκε ανενόχλητος στην Σούδα και μέχρι το τέλος του χρόνου παρά την αντίσταση των Κρητικών το μεγαλύτερο κομμάτι της Κρήτης τέθηκε στην κυριαρχία του.
Οι μόνοι που έμειναν αντιστέκονταν ήταν οι χαϊνηδες ή καλησπέριδες , που κρυμμένοι στα βουνά έκαναν κλεφτοπόλεμο προκαλώντας κάποιες ζημιές στα Τούρκικα στρατεύματα αλλά η μιζέρια της διχόνοιας ανάμεσα στους καπεταναίους δεν έφερνε κάποιο αποτέλεσμα

Ο Νταλιάνης δέχεται την πρόσκληση και με την συμπαράσταση του Μαυροκορδάτου ετοιμάζει εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο 100 ιππείς και καμμια 500αρια πεζούς και ξεκινά στις αρχές του Γενάρη του 1828 με τον Αντωνιάδη για την Κρήτη .
Κατά το ταξίδι του προς την Κρήτη η ρότα των καραβιών που τους μετάφεραν συναντιέται με το Αγγλικό δίκροτο Γουώρσπάιτ το οποίο έφερνε στην Ελλάδα τον Ιωάννη Καποδίστρια . Ο Χατζημιχάλης με τον Αντωνιάδη μόλις πληροφορήθηκαν ποιός επέβαινε ζήτησαν και πήραν την άδεια να τον δούν. Με ενθουσιασμό εξήγησαν στον Κυβερνήτη τα σχέδια τους για τον αγώνα στην Κρήτη αλλα ξαφνιάστηκαν απο την ψυχρότητα του Καποδίστρια .
(να πώ εδώ ότι ο Καποδίστριας για την στάση του αυτή κατηγορήθηκε ότι αδιαφορούσε για το πρόβλημα της Κρήτης , κατηγόρια που δεν μπορώ να την υποστηρίξω γιατί δεν γνωρίζω την συγκεκριμένη χρονική στιγμή τις διπλωματικές ανάγκες και κυρίως γιατί ο ίδιος ο Κυβερνήτης κατόπιν εισήγησης του Μαυροκορδάτου έστειλε πολεμοφόδια και τρόφιμα στον Νταλιάνη και αργότερα στα τέλη του Μάρτη διέταξε τον Σαχτούρη να πάει στην Κρήτη για να τον πληροφορήσει για την τύχη του, τις στρατιωτικές του ανάγκες και την δυνατότητα συνέχισεως του Αγώνα)

Στίς 5, λοιπόν, του Ιανουαρίου ο Χατζημιχάλης αποβιβάζεται στην Γραμβούσα και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό απο τους χαϊνηδες και την επιλέγει αρχικά σαν ορμητήριό του. Γρήγορα όμως αντιμετωπίζει προβλήματα με την συγκεκριμένη τοποθεσία διότι οι Αγγλογάλλοι την θεωρούν ορμητήριο πειρατών (και όχι άδικα) και τον πιέζουν να την εγκαταλείψει.
Ετσι ο Χατζημιχάλης ύστερα απο ένα δίμηνο περίπου ουσιαστικής απραξίας, διαβουλεύσεων και αντιδικιών για την τοποθεσία μεταφοράς αναγκάζεται να μεταφερθεί στα Σφακιά εν μέσω διαφωνιών με τους Λασηθιώτες για την επιλογή του αυτή.

Στο μεταξύ ο Αλβανός πασάς της Κυδωνίας Μουσταφά που είχε διορισθεί από τον Μωχάμετ Αλη γενικός διοικητής της Κρήτης είχε πληροφορηθεί την άφιξη των ενόπλων και συγκεντρώνει τις δυνάμεις του και ετοιμάζεται να συγκρουσθεί μαζί τους.
Όταν πληροφορείται ότι ο Χατζημιχάλης μετακινηθηκε στα Σφακιά στρατοπεδεύει με το ιππικό του στην περιοχή Βρύσες του Αποκόρωνα, κομβικό σημείο ανάμεσα στα Χανιά και την νότια Κρήτη, και στέλνει επιστολές στους Σφακιανούς προτρέποντάς τους και απειλώντας τους να μείνουν αμέτοχοι στις στασιαστικές κινήσεις .

Οι Σφακιανοί απορρίπτουν τις συστάσεις-απειλές του Μουσταφά αλλά η κατάσταση δεν είναι καλή. Τα ριζίτικα χωριά είναι απρόθυμα να ξαναξεσηκωθούν αφού ακόμα έγλειφαν τις πληγές τους από τον προηγούμενο ξεσηκωμό, ο τόπος που βρίσκονται οι επαναστάτες είναι φτωχός και αδυνατεί να θρέψει τόσο κόσμο και η κατάσταση ανάμεσα στους ντόπιους και στους ξενομερήτες είναι τεταμένη λίγο από την πείνα και λίγο από την στρατιωτική αδράνεια τόσου καιρού. Όλα δείχνουν ότι θα μείνουν μόνοι τους να αντιμετωπίσουν τις πολυάριθμες δυνάμεις του Μουσταφά.

Στις 8 του Μάη μικρό τμήμα πεζών και ιππικού υπο τους Χατζημιχάλη, Μανουσογιαννάκη και Δεληγιαννάκη κτυπούν αιφνιδιαστικά σώμα Ρεθυμνιωτών Τούρκων που πήγαινε να ενωθεί με το κύριο σώμα του Μουσταφά. Σκότωσαν 40 άνδρες και αιχμαλώτισαν αρκετούς ανάμεσά τους και τον Ικιντζή αγά του Ρεθύμνου. Αιχμαλώτισαν δε, και περίπου 5000 ζώα (εφόδια του Μουσταφά). Εξοργισμένος ο Μουσταφάς στέλνει επιστολή στον Χατζημιχάλη με την οποία του δίνει 10 ημέρες καιρό να εγκαταλείψει το νησί. Η απάντηση του Χατζημιχάλη όπως μνημονεύεται από τον Παπαδοπετράκη ήταν
“Μουσταφά . Ηλθα εις την Κρήτη να πολεμήσω τους Τούρκους με τα παλληκάρια μου και όπου θέλει ο Θεός ας δώση την νίκη”

Ο Μουσταφάς δεν πτοείται και αφού συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις του και πριν κινηθεί, στέλνει επιστολές στους ντόπιους καπεταναίους δηλώνοντας την πρόθεσή του να χτυπήσει τον Χατζημιχάλη και “τους ενοχλητικούς ξένους” και αυτοί καλό θα ήταν να μείνουν μακρυά για να απολαύσουν τα προνόμια που θα τους παραχωρούσε .

Η τελική αναμέτρηση πλησιάζει και ο Χατζημιχάλης έχει καταλάβει το Φραγκοκάστελο και ετοιμάζεται. Κατασκευάζει τρείς λιθόκτιστους προμαχώνες σε ακτίνα τόξου 300 ,περίπου ,μέτρων από το φρούριο (στις θέσεις Κουτσουνάρα, Αι Νικήτα και στου Χαλκιά την Βρύση ) και εκεί περιμένει τον Μουσταφά. Οι Σφακιανοί του προτείνουν να μην σταθεί εκεί αλλά να αφήσει 100 άνδρες στο καστέλι με αρκετά τρόφιμα και αυτός με τους υπόλοιπους να πάνε στα Κολοκάσια μια ορεινή τοποθεσία και από εκεί να χτυπήσουν το Πασά όταν θα επιχειρήσει να επιτεθεί στο Φραγκοκάστελο. Το σχέδιο φαίνεται καλό αλλά ο Χατζημιχάλης είναι ξεροκέφαλος και αρνείται.
Του λένε ότι αυτοί είναι άμαθοι σε πόλεμο με ιππικό σε πεδιάδα και δεν μπορούν να τον βοηθήσουν . Αυτός επιμένει.
(σημείωση: φαίνεται ότι ήταν πρώτη φορά που οι Σφακιανοί ερχόντουσαν σε επαφή με Αρβανίτικο κεφάλι)

Στο τέλος θεωρώντας τους δειλούς,τους λέει περιφρονητικά.
“Λοιπόν φυλάγετε τους από τα όρη σας για να μη φύγουν και αφέτε ημάς εδώ κάτω και κοιτάζετε να μας βλέπετε πως πολεμούμεν εμείς”.
Ετσι μένει στο Φραγκοκάστελο με 600 άνδρες 100 εξ αυτών ήταν ιππείς ενώ 37 Γραμβρουσιανοί και 50 Σφακιανοί υπο τους Τσουδερό, Παπαδογιάννη και Δεληγιαννάκη πιάνουν τους πρόποδες του απέναντι από το κάστρο ορεινού όγκου στο χωριό Πατσιανός.

Η μάχη. 

Στις 13 Μαϊου ο Μουσταφά επικεφαλής 8.000 πεζών και 300 καβαλαρέων ξεκινά απο τις Βρύσες για το Φραγκοκάστελο. Η πορεία του είναι δύσκολη γιατί ο τόπος είναι κακοτράχαλος και οι κάτοικοι εχθρικοί. Κάνει μια στάση στο Ασκύφου και την επομένη διανυκτερεύει στο οροπέδιο το Καλλικράτη της επαρχίας Σφακίων , Την άλλη μέρα το πρωί φθάνει στο Καψοδάσος και έχει πια οπτική επαφή με το Καστέλι. Κατα την κάθοδο του απο το οροπέδιο οι Καλλικρατινοί παρενοχλούν το στρατευμά του αλλά δεν αντιδρά επιδιώκοντας την αδράνεια των ντόπιων.
Μετά απο ξεκούραση μιας ημέρας και ανασύνταξη του στρατού του, τα χαράματα στις 17 του Μάη επιτίθεται στο Φραγκοκάστελο .
Εχει πληροφορηθεί την ύπαρξη δυνάμεων στο γειτονικό Πατσιανό και αναθέτει στην οπισθοφυλακή του την επιτήρησή τους.
Ο Χατζημιχάλης τοποθετεί μέρος των δυνάμεών του στους προμαχώνες και με τους υπόλοιπους από το φρούριο περιμένει να θέσει τους Τούρκους σε διασταυρωμένα πυρά. Εχει αγνοήσει όμως την πενία του σε πυρομαχικά σε σχέση με τον όγκο των αντιπάλων του.

Τις πρώτες ώρες η μάχη μαίνεται αμφίροπη χωρίς καμια πλευρά να έχει πετύχει κάτι ιδιαίτερο εις βάρος της άλλης. Βλέποντας αυτό ο Μουσταφά στρέφει όλο τον όγκο των δυνάμεων του στο δυτικό προμαχώνα αγνοώντας τους άλλους δύο. Οι υπερασπιστές του προμαχώνα βρέθηκαν σε δύσκολη θέση αφού τους τελείωσαν τα πυρομαχικά και οι τούρκοι με έφοδο τον καταλαμβάνουν και σκοτώνουν σχεδόν όλους τους υπερασπιστές Εκεί φονεύεται και ο υπασπιστής του Χατζημιχάλη , Κυριακούλης Αργυροκαστρίτης.

Αμέσως μετά οι Τούρκοι περικυκλώνουν το Φραγκοκάστελο και το απομονώνουν από τους προμαχώνες. Ο Χατζημιχάλης μπροστά στον κίνδυνο να σφαγιαστούν και οι άνδρες του στους άλλους δύο προμαχώνες πραγματοποιεί έξοδο από το κάστρο με τους ιππείς του προκειμενου να δωσεί την δυνατότητα στους αμυνομένους στους προμαχώνες να επιστρέψουν στο φρούριο . Οι τούρκοι αιφνιαδιάζονται στην αρχή και ο Χατζημιχάλης φτάνει στους προμαχώνες. Η επιστροφή τους όμως είναι επώδυνη. Οι Τούρκοι σφίγγουν τον κλοιό και στην κυρίως πύλη του κάστρου γίνεται σφοδρή μάχη. Τα νεκρά σώματα των Ελλήνων και Τούρκων φράζουν την επιστροφή του Χατζημιχάλη στο κάστρο. (σύμφωνα με τον θρύλο μια εσοχή δίπλα από την είσοδο του κάστρου έγινε από το πέταλο του αλόγου του Χατζημιχάλη στην προσπάθειά του να εισέλθει μέσα).
Ο Χατζημιχάλης με μερικούς από τους άνδρες του κατευθύνονται προς τα πλάγια του κάστρου για να βρεί κάποιο άλλο σημείο πρόσβασης. Οι τούρκοι όμως τον έχουν εντοπίσει και τον περικυκλώνουν “αντιστάθηκε ως λέων αλλα το σπαθί του κάποτε έσπασε και το άλογό του σκοτώθηκε. Οι εχθροί έπεσαν πάνω του με μανία και τον κατακρεούργησαν . Το κεφάλι του το έφεραν στον Μουσταφά που όμως αντί να τους επαινέσει,τους επέπληξε διότι δεν πέτυχαν να τον αιχμαλωτίσουν ζωντανό. Ο αρβανίτης Μουσταφά θεωρούσε τον Ηπειρώτη Χατζημιχάλη συμπατριώτη του”
(άλλος θρύλος αναφέρει ότι το κεφάλι του στάλθηκε στην υψηλή πύλη σαν τρόπαιο)

Ο θάνατος του Χατζημιχάλη και των υπερασπιστών στους προμαχώνες κατέθλιψε τους οχυρωμένους στο κάστρο και απογοήτευσε τους λίγους Σφακιανούς στον Πατσιανό που σε όλη την διάρκεια της μάχης στο Φραγκοκάστελο έδιναν την δική τους μάχη στα μετόπισθεν του στρατού του Μουσταφά. Η πολιορκία του κάστρου συνεχίστηκε.Επτά ημέρες ο Μουσταφάς το πολιορκούσε αλλά αυτό κρατούσε. Οι υπερασπιστές του είχαν εξαντληθεί τελείως αλλά και ο Μουσταφάς βρισκότανε σε δύσκολη θέση αφού ήταν μακρυά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του σε έναν ιδιαίτερα εχθρικό τόπο και γιατί οι Σφακιανοί δεν έπαψαν να τον παρενοχλούν.

Ετσι στις 24 του Μάρτη ο Μουσταφάς ήρθε σε συμφωνία με τους υπερασπιστές του κάστρου να του το παραδώσουν και να τους αφήσει να φύγουν ανενόχλητοι . Πράγμα που έγινε.
Το τέλος της μάχης βρίσκει 800 τούρκους νεκρούς και 337 (385 κατά άλλους) από την ελληνική πλευρά.

Ο Μουσταφάς κατέστρεψε τους πύργους του κάστρου προς την ξηρά και ξεκίνησε να επιστρέψει στην βάση του. Όμως 1000 περίπου Σφακιανοί συγκινημένοι από την θυσία του Χατζημιχάλη θέλουν να πάρουν εκδίκηση. Τον ακολουθούν κατά πόδας και του προξενούν σοβαρότατες ζημιές . Στις θέσεις Ακασταρέ , Κόρακα και Αγιος Αντώνιος στήνονται ενέδρες, γίνονται μάχες που προκαλούν το θάνατο σε 1.700 περίπου τούρκους .

Η αφήγηση της μάχης στο Φραγκοκάστελο μπορεί να μην είναι ακριβής μιας και τα ορια της αλήθειας με τον θρύλο είναι δυσδιάκριτα και οι μαρτυρίες έχουν λογικά κενά.
Αυτό όμως που με ώθησε να ασχοληθώ με τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη ήταν η παράλειψη της Ιστορίας να τον αναφέρει . Τι παραπάνω δηλαδή είχε η περίπτωση του Παπαφλέσα στο Μανιάκι. Και κατά δεύτερο λόγο γιατί κάθησε πολέμησε και πέθανε στο Φραγκοκάστελο.

Πριν δυο χρόνια που επισκέφτηκα την περιοχή και το κάστρο η εντύπωση που σχημάτισα (αν και αδαής περι των στρατιωτικών) ήταν ότι κακώς κάθησε εκεί όσο και ισχυρό να ήταν το Καστέλι που δεν ήταν. Επρεπε να κάνει πόλεμο στα βουνά και στα φαράγγια της περιοχής όπως έλεγαν και οι Σφακιανοί.
Τα ερωτηματικά ύστερα από αρκετό ψάξιμο παρέμειναν. Ο Χατζημιχάλης μόνο άκαπνος δεν ήταν και η ήττα στο Φάληρο με τον Καραϊσκάκη θα πρέπει να τον είχε διδάξει κάτι σε σχέση με τις μάχες με τακτικό στρατό σε πεδιάδα.
Ισως δεν εμπιστευόταν τους Σφακιανούς ξενομερίτης γάρ και σαν αγύριστο κεφάλι δεν σήκωνε υποδείξεις
Ισως η παρέα με τον Φαβιέρο να τον επηρέασε σχετικά με τις στρατιωτικές τακτικές
Ισως υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του και υποτίμησε τον Μουσταφά
Ισως πίστευε ότι με την στάση του αυτή και την παραμονή στο Φραγκοκάστελο θα επηρέαζε τους υπερήφανους Σφακιανούς να πάρους μέρος μαζικά στην επανάσταση πράγμα που συνέβη εν μέρει με την θυσία του.
Ισως όλα αυτά ίσως και τίποτα , ποιος ξέρει ?
Μπορει όπως φάνηκε και παραπάνω να την είχε την κουζουλάδα του που είπε ο γέρο Κρητικός αλλά χωρίς αυτήν την κουζουλάδα των οπλαρχηγών του ΄21 θα είμασταν άραγε ελεύθεροι σήμερα ?

Οι Δροσουλίτες

Και ύστερα, όπως γίνεται πάντα, όλα ησύχασαν. Το κάστρο ερήμωσε , φύσηξε άνεμος από το Λιβυκό και πήρε την άμμο από την «ορθή αμμούτσα» την παραλία μπροστά από το Καστέλι και σκέπασε τα άταφα(σύμφωνα με τον θρύλο) κορμιά του Χατζημιχάλη και των παληκαριών του.
Και τα σημάδια το μακελειού κάθε μέρα λιγόστευαν. Κι ίσως να ‘σβηναν κάποτε, αν έλειπαν οι Δροσουλίτες να διατηρούνε ζωντανή στη μνήμη τη θυσία των γενναίων.

Ηταν ένα πρωινό στις 17 ή 18 του Μάη ,με το παλαιό ημερολόγιο ,χρόνια μετά την μάχη εκεί στον κάμπο στο Φραγκοκάστελο και πριν ακόμη η πρωινή ομίχλη κατακαθίσει όταν κάποιοι τσοπάνηδες είδαν πάνω απ’ την ερειπωμένη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους, στρατιά ολόκληρη από ανθρώπινες σκιές, τους είδαν ντυμένους στα μαύρα, άλλους πεζούς και άλλους καβαλάρηδες, να φοράνε περικεφαλαίες, και κρατώντας όπλα και ξίφη που άστραφταν να προέλαυνουν μπροστά από το Φραγκοκάστελο προς τη θάλασσα
Το φαινόμενο επαναλήφθηκε και τα επόμενα χρόνια την ίδια εποχή με την ίδιες συνθήκες και οι άνθρωποι του τόπου βάπτισαν τις σκιές Δροσουλίτες γιατί μόνο με τη δροσιά της αυγής κάνουν την εμφανισή τους και κάποιος θυμήθηκε το χαροπάλεμα στο Καστέλι τέτοιο καιρό και συμπέραναν ότι οι σκιές ήταν «τα φαντάσματα των νεκρών πολεμιστών του Χατζημιχάλη που στοίχειωσαν άταφοι μετά τη μάχη στο Φραγκοκάστελο» .

Κάποιες χρονιές το φαινόμενο ήταν εντονώτατο και λέγεται ότι το 1890 ένα απόσπασμα Τούρκων ανησύχησε και τέθηκε σε θέσεις μάχης αντικρίζοντάς το. Το ίδιο συνέβει και κατά την γερμανική κατοχή της Κρήτης όταν οι άνδρες ενός γερμανικού αποσπάσματος ξεσηκώθηκαν όταν είδαν τους Δροσουλίτες, γιατί νόμισαν ότι ήτανι αντάρτες ή ότι είχε γίνει απόβαση και τους έβαλε με το πολυβόλο. Ειδοποίησαν μάλιστα και το αρχηγείο Χανίων, το οποίο και έστειλε 3 ανώτερους αξιωματικούς. Έκαμαν ανακρίσεις και όταν διαπίστωσαν ότι πράγματι πρόκειται για ένα σπάνιο «φυσικό» φαινόμενο, σιωπήσανε.

Δόθηκαν πολλές εξηγήσεις από διάφορους «ειδήμονες» για τους Δροσουλίτες.

Κάποιοι μίλησαν για φαινόμενο «ανώτερου αντικατοπτρισμού» και υπέθεσαν ότι οι σκιές ανήκουν σε στρατιώτες που γυμνάζονται στις ακτές της Λιβύης, υπόθεση που δεν πρέπει να ευσταθεί , διότι είναι επιστημονικά εξακριβωμένο, αντικατοπτρισμός δεν μπορεί να γίνει, όταν η απόσταση είναι πάνω από 40 μίλια. Και η Λιβύη είναι πολλές εκατοντάδες μίλια μακριά από την Κρήτη. Κι ακόμα, οι σημερινοί στρατιώτες δεν φορούν τις ίδιες στολές με εκείνες του στρατού του Χατζημιχάλη με τις οποίες ισχυρίζονται ότι τους βλέπουν.

Κάποιοι άλλοι είναι πεπεισμένοι ότι πρόκειται για φαντάσματα.
Το 1928 ο δισέγγονος του Χατζημιχάλη στρατηγός Χρήστος Νταλιάνης αναφέρθηκε στην Εταιρεία ψυχικών ερευνών η οποία προσδιόρισε το φαινόμενο σαν μεταφυσικό.
Οι οπαδοί αυτής της θεωρείας επικαλούνται διάφορα . Όπως τον Ηρόδοτο που αναφέρει ότι στην ναυμαχία της Σαλαμίνας αφού προηγήθηκε ένα “φως μέγα”, παρουσιάστηκαν “φαντάσματα και είδωλα (…) ενόπλων ανδρών απ΄ Αιγίνης τας χείρας ανεχ όντων προ των ελληνικών τριηρών,” ή τους «τους Αγγελους του Mons» μια ιστορία του Α’ Παγκόσμιου πόλεμου που κατα τη διάρκεια της μάχης του Mons του Βελγίου, έπεσε στην αντίληψη χιλιάδων στρατιωτών ένα περίεργο φαινόμενο, κινούμενων ανθρωπίνων σκιών πάνω απο τους μαχώμενους στρατιώτες , τους δόθηκε τότε το όνομα “Οι άγγελοι του Mons” .Στήλες ολόκληρες του αγγλικού τύπου , διατέθηκαν για την περιγραφή του φαινομένου αυτού και διάφορες εξηγήσεις δόθηκαν απο τους ασχολούμενους με τα ψυχικά και πνευματιστικά φαινόμενα.

Τέλος κάποιοι μίλησαν για διάθλαση του φωτός . Φαινόμενο όμοιο της δημιουργίας του Ουράνιου τόξου. Λένε δηλαδή ότι την χρονική περίοδο απο το τέλος Μαΐου και μέχρι το πρώτο πενθήμερο Ιουνίου το φαινόμενο δημιουργείται από τις ακτίνες του Ήλιου,καθώς πέφτουν στην συγκεκριμένη τοποθεσία στις συγκεκριμμένες συνθήκες υγρασίας . Και αιτιολογούν την κίνησή του, στην εκλειπτική τροχιά της γής σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη μορφολογία του τόπου.

Ο καθένας αποφασίζει ποιά ερμηνεία θα δώσει . Προσωπικά αν και δεν πιστεύω σε φαντάσματα μου αρέσει το παρακάτω (παρμένο απο το βιβλίο “Θρύλοι και Παραδόσεις”)

«Ποιος βεβαιώνει πως δεν υπάρχει θύρα απ’ όπου να επικοινωνεί το εδώ με το επέκεινα;
Για όσους ζούνε στην πλατύστερνη αγκαλιά της φύσης συνταιριασμένοι με το ρωμαλέο ρυθμό της, οι δυο κόσμοι, τούτος των σωμάτων κι ο άλλος των ίσκιων βρίσκονται σ’ αδιάκοπη επικοινωνία. Οι ψυχές των σκοτωμένων ανεβαίνουνε στο χώμα που ζήσανε και πεθάνανε, να ξαναδούνε τη θάλασσα και το φως, ν’ ανασάνουνε την ευωδιά του θύμου και του φασκόμηλου που ‘ρχονται από τη Μαδάρα, να νιώσουνε την αυγινή δροσιά και να θυμηθούνε τις ομορφιές της γης και την αιματερή θυσία τους. Κι οι ζωντανοί «θωρούσι και τρομάσου» με την παρουσία μέσα στο χώρο της καθημερινής ζωής τους τούτης της αϋλής συνοδείας, που ‘ρχεται από τον άγνωστο μεταθανάτιο κόσμο, σαν να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του. Ανθρωποι και υπερφυσικοί ίσκοι βαδίζουνε πάνω στα ίδια χώματα απόλυτα φιλιωμένοι»

και βέβαια σε όλο μου, το ψάξιμό η συνοδεία τις παρακάτω μαντινάδας ήταν για μένα γοητευτική :

«…..Μ΄ ακόμη και το σήμερο, στις δεκαφτά του Μάη

ούλο τα΄ ασκέρι φαίνεται με τον Χατζημιχάλη.

Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγοντ΄ οι μπουρμπάδες.

Φωνές και αλογοπεταλιές στου Καστελλιού τσι μπάντες.

Ούλ΄ οι γιαλαφρόστρατοι, θωρούν τσι και τρομάζουν,

μα κείνοι Θεός σχωρέσει των, κανένα δεν πειράζουν…..

αραγες κι είντα θέλουσι κι είντα μασέ θυμίζουν;

Αυτούς που σφάχτηκαν εκειά και τα βουνά ραϊζουν…..»

Ωδή στον Χατζημιχάλη

Τελικά ο Χατζημιχάλης και οι Δροσουλίτες με κυνηγάνε ακόμα 5 χρόνια απο τότε που έγραψα για αυτούς.
Πρίν λίγο καιρό ,μετά απο ανταλλαγή κάποιων μέιλ ένας συμπατριώτης του Χατζημιχάλη μου έστειλε φωτοτυπημένο ένα βιβλίο που γράφτηκε απο τον μητροπολίτη Ερμουπόλεως Ευάγγελο  και τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1950.

Εκεί  προς τις τελευταίες σελίδες του ένας άγνωστος (;)  δημωδός σε 128 στίχους περιγράφει την μάχη και το θάνατό του .

Αφουγκραστείτε νά σας πώ ούλοι μικροί μεγάλοι
πώς πολεμά o Μουσταφάς με το Χατζή Μιχάλη :
Έπιασαν οί  Γκραμπουσιανοί και γράψαν και ζητούνε
Ατλήδες (1) απού το Μωρηά πολλοί νά κατεβούνε.
Κι  επέψαν γράμμα του  Χατζή του Στερεολλαδίτη
νά πρεμαζώξη (2) τσ’ άντρες του νά κατεβή στη  Κρήτη.


Στ’ Ανάπλι μονομέριασε (3) τριακόσιους δυο άτλήδες
στην Κρήτη για νά καταβή απού ‘ν οί Μισερλήδες (4)
Κι’ εδιάλεξε ‘τσή Ρούμελης άντρες και παλληκάρια
κι’ άπής (5)  τσή μονομέριασε τσ’ έβαλε στα καράβια.


Πάει καί ξεβαρκάρει ‘τση στη λεύθερη Γραμπούσα
κι ερώτα τσή Γραμπουσιανούς αν έχουσι μπαρούθια.
— Εμείς μπαρούθια έχουμε, βόλια νά πολεμούμε,
άλογα μόνο θέλουμε και τσή στερηά νά βγούμε.


Μα πάλι δεν επίστεψε κι’ εμπήκε στα καΐκια
και ξεβαρκάρει στο Λουτρό  νά μάθη την αλήθεια.
Κι’ ευρίσκει ‘κει τσή Σφακιανούς κι’ οσ’ ήταν ανδριεμένοι
κι’ οσ’ ήταν εις τον πόλεμο περίσσια τιμημένοι.
— Έλάστε σεις οί Σφακιανοι και νά ‘ρθουν κι οί Ριζίταις
νά πάμε νά σηκώσωμε καί τσή Κάτωμερίταις.΄
Ελάστε σεις οί Σφακιανοι μπρόβολα (6) παλληκάρια
νά πολεμούμε τήν Τουρκιά κι’ άφήτε τά κοπάδια.


Και ο Πάσας ώς τ’ άκουσε πολλά του βαρεφάνη
στο Κάστρο κ’ εις τό Ρέθυμνος γραφή  πιάνει και κάνει.
— Ελάστε σεις οί Καστρινοί κ’ εσείς οί Ρεθεμιώταις
επά στον Αποκόρωνα που ‘μαι με τσή Χανιώταις.
Πρεμαζωχτήτε τσή Τουρκιάς μπρόβολα παλληκάρια
νά πάμε  νά τσή σφάξωμε νά πιάσουν τη Μαδάρα (7 )
Νά πάμενε εις τά Σφακιά νά κάμωμε ένα χάλι
νά δω πώς θα τά βγάλουμε με το Χατζημιχάλη.
Γη (8) στη Μαδάρα να χαθή, γη στό γιαλό να πέση
γη να τόνε σκοτώσωμε σάν ήρθενε πεσκέσι. (9)


Κι’ ο Κεχαγιάς (10) του, τον γροικά  γυρίζει και του κάνει :
— Δεν φεύγει Μουσταφά πάσα γιατί είναι παλληκάρι,
δεν είναι αυτός Λαζόπουλος(11)  να πιάση τη Μαδάρα
μόνο ‘νε από τη Ρούμελη και σέρνει  παλληκάρια,
μ’ αυτά τά Ρουμελόπουλα είν’ άντρες τιμημένοι
και θά μάσε σκοτώσουνε, κι ας είμεθα ‘γνοιασμένοι.
— Σώπασε . . . μη μου τσή ‘παινας εξήντα καβαλλάρος
μα ‘γώ σαλάτα τρώγω τση, ώς τρων τσή ψαρογάρους. (12)


Μονομεριάζει ή Τουρκιά και κάνει μια κολώνα (13)
να πάνε να πατήσοννε  τώ  Σφακιανώ τη χώρα.


Πάνε μονομεριάζουνε στσ’ Ελληνικές καμάραις
κι’ οι Χριστιανοί κατέβαιναν και πιάνουν τσή Μαδάραις.
Κι  ό Κυριακούλης (14) έλεγε άπού ‘τον αντρειωμένος
κ’ ήτουνε κ’ εις τον πόλεμο άξιος και  τιμημένος.
— Άρπάξετ’ ούλοι τά σπαθιά τ’ άρματα και μαχαίρια
νά πάμε νά μουντάρουμε (15) εις της Τουρκιάς τ’ ασκέρια
μπορέτως (16) τσ’ άλαργάρουμεν (17) εξω άπού τά ταμπούρια.


Και όντεν (18) εκαταβαίνανε στ’ Άσκύφου στά μουράγια (19)
ό κόσμος ελουλούδιζε  Τούρκικα μπαϊράκια.


Σάν τά είδασιν οι Σφακιανοι είπαν μικροί μεγάλοι
— Χατζή μην πάς στον πόλεμο γιατ’ είσαι η κεφαλί μας
κι  άνε  και σε σκοτώσουνε χάνουμε τη ζωή μας.
Την όρεξί σου  φύλαγε και τη καβαλλαρία
ώστε νά πάμε την Τουρκιά σέ αλλην επαρχία,
που νά ‘χη κάμπο γι άλογα και ρίζα γιά παιχνιώταις (20)
γιά την καβαλλαρία σου τσή ξακουστούς στραθιώταις.
Έπα (21) στο Φραγκοκάστελλο στενός σούνε ό τόπους,
κι’ αν δεν λυπάσαι το Χατζή, λυπήσου σκιάς (22) τσ’ ανθρώπους.


 — Μα μια φορά γεννήθηκα και μια θε να πεθάνω,
και μια θά τόνε στερηθώ τον κόσμο τον απάνω.
Εδώ οπού βρεθήκαμε τον πόλεμο θά κάμω,
κι’αν με σκοτώσουν σήμερο σαν άντρας θ’ αποθάνω.
Κι’ αν με σκοτώση ο Πασάς, κόβγει  την κεφαλή μου,
και τήνε πάει  στα Χανιά και παίρνει  την τιμή μου.
Πάλι και τον σκοτώσω εγώ, κόβγω την κεφαλή του,
και τήνε πέμπω στο Μωρηά και παίρνω την τιμή του.
Σελλώσετέ μου τ’ άλογο στον πόλεμο  ν’ αράξω (23)
να πάω να βρω τον Μουσταφά και σκλάβο να τον πιάσω


Και κάνει παρακάλεση, και κάνει το σταυρό του
και πιάνει τ’ αλαφρό σπαθί κρεμνά  το στο λαιμό του.
Πιάνει και τα πιστόλια του στη μέση του  τα βάνει,
σαν πολέμαρχος δεν δειλιά  κι’ αν ήθελε αποθάνει.
Και όντας έκαβαλλίκεψε έκλαψε τ’ άλογο του
και τότε δα το γνώρισε δεν ήτο για καλό του.


Και δίδει τη διαταγή εις την καβαλλαρία
— Σήμερα θά την δείξωμε αδέρφια την άντρεία !
Κι’ αν βγούμε   απού τον πόλεμο  παιδιά μου κερδεμένοι,
στσή Κρήτης ούλο το νησί  Τούρκος δεν απομένει.
Πάλι κι’ αν σκοτωθούμενε την σημερινή ημέρα,
θά μασε ‘μνημονεύγουνε τσή Κρήτης τα Καστέλλια.


Δίδει βιτσιά  του μαύρου του στην πόρτα ξεπορτίζει
και πιάνονται με την Τουρκιά κι ό πόλεμος αρχίζει.


Στην λύσσα την πολεμική και την φωθιά την τόση,
άπ’ όλους που λαβώθηκαν κάνεις δεν θά γλυτώση.


Σαν τρία κάρτα εβάσταξε μα ήτανε δυό ώραις.
κανείς Τούρκος δε γύριζε στσή βουλισμέναις (24) χώραις.
Στην μια μεριά τά άλογα, στην άλλην οι σκοτωμένοι
δεμένοι  με τσή ζώνες των εχάθηκαν οι ξένοι.
Και μετρηθήκαν οι Ρωμηοι κι’ έλείπαν διακόσοι,
κι’ οι Τούρκοι μετρηθήκανε κι’ έλειπαν οκτακόσιοι.


Χατζή Μιχάλης φώναξε που τη  ψαρή  φοράδα :
— Πρόβαλε Μουσταφά πασά κοντά στην ευγοράδα(25)
μη χώνεσαι σαν άλουπού ‘που πίσω απού τ’ ασκέρι
έλα κοντά μου σίμωσε κι’ ή μοίρα ό,τι φέρει.
Μια μπαλωθιά  του παίζουνε (26) στο μαρμαρένιο μπέτη (26)
μά κείνος δεν τήνε ψηφά σάν παλληκάρι στέκει.
Και σέρνει το σπαθάκι του και μπαίνει στο ντουμάνι
και την  Τουρκιά εσάστισε  τον πόλεμο που κάνει.
Δεύτερη μπάλα (28) παίζουν του και στο μερό του δίδει,
μά κείνος δεν τήνε ψηφά κι’ οπίσω δεν γυρίζει.
Καστίζει (29) την φοράδα τον και πάει σ’ ένα κάρτο, (30)
κι όντιμος (31) βρίσκει σφαλιχτό το βουλιασμένο (32) κάστρο.


 — Μά δά που σ’ ηύρα σφαλιχτό, πειό σου νά μην άνοιξης !
γιά δεν εύρέθηκ’ ανθρωπος όξω νά μου βοηθήξη


Και παίζουνσιν του κι’ άλλη μια δίδουν του στη μασέλλα, (33)
και εκείνη τον εγκρέμισε απάνου από τη σέλλα.


— Μά ελάστε σεις οι  Σφακιανοι άπου ‘στε παινεμένοι
νά κάνετε  τά δίκηα μου ταχυά το μεσημέρι.
Τότες γιουρούντισ’ (34) η  Τουρκιά την κεφαλή του έκοψαν
γιά νά την πάνε του Πασσά νά τώνε δώση γρόσια.
Κι ο Μουσταφάς ώς τ’ άκουσε πολύ του βαρεφάνη
γιατί νά τόνε σφάξουνε απού ήτον παλληκάρι.
Κι’ αν ηθελε γιατρεύγεται, ήθελε τόνε γιάνει,
γιατ’ ήτο συντοπίτης του άντρας και παλληκάρι.


Μ’ ακόμη και το σήμερο στης Δεκαφτά του Μάϊ
ούλο τ’ ασκέρι φαίνεται με το Χατζή Μιχάλη.
Και πολεμούν στα σνννεφα κι’ ακούγοντ’οι μπουρμπάδες(35)
φωνές κι’ άλογοπεταλιες στου Καστελλιού τσή μπάντες.
Ούλοι οι αλαφρόστρατοι  θωρούν τση και τρομάζουν,
μά κείνοι  Θιός συγχωρέσει των κανένα δεν πειράζουν.»

Γλωσσάρι

(1) Ατληδες : ιππείς,
(2) πρεμαζώξει : συλλέξει.
(3) μονομέριασε : συγκέντρωσε.
(4) Μισερληδες: Αιγύπτιοι,
(5) απής : ευθύς.
(6) μπρόβολα : εκλεκτά, άξια.
(7) Μαδάρα : τόπος ορεινός.
(8) Γή : ή.
(9) πεσκέσι : δώρον, προσδοκία.
(10) Κεχαγιάς : οικονόμος, επίτροπος,
(11) Λαζόπουλος : Ελλαδίτης που επιχείρησε αποτυχιμένη επανασταση.
(12) ψαρογάρος : σαρδέλλα.
(13) κολώνα : στρατιωτικόν σώμα.
(14) Κυριακούλης (Άργυροκαστρίτης) έκατόνταρχος και υπασπιστής του Χατζή Μιχάλη.
(15) μουντάρω : εφορμώ.
(16) μπορέτως: δυνατόν.
(17) άλαργάρω : απομακρύνω.
(18) όντεν : όταν.
(19) μουράγιο : τείχος, κρηπίδωμα.
(20) παιχνιώτης : αυτος που κάνει ελιγμους.
(21) έπά : εδώ.
(22) σκιάς : τουλάχιστον,
(23) Αράζω : πηγαίνω.
(24) βουλισμένη ; κατεστραμμένη,
(25)εύγοράδα : εμφανές μέρα ,τα ανοικτά
(26) μπαλωθιά : τουφεκιά.
(27) μπέτη : στήθος.
(28) μπάλα: σφαίρα, οβιδα
(29) καστίζω: μαστιγώνω.
(30) κάρτο: μικρη εισοδος φρουρίου
(31) οντιμος : οπότε.
(32) βουλιο σμένο : κατηραμένο, αναθεματισμένο.
(33) μασέλα: σιαγών.
(34) γιουρουντίζω: εφοδος (γιουρούσι)
(35) μπουρμπάδες:κρότος τών τουφεκιών και κανονιών.

 

ΠΗΓΗ: iansta.blogspot.gr

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί